Ονομαζόταν και Θωμόκαστρο από το όνομα του ιδρυτή του κάστρου, Θωμά,
δεσπότη της Ηπείρου.
Τοποθεσία & Στρατηγική
Σημασία
Από στρατηγικής άποψης η θέση του κάστρου ήταν εξαιρετική, γιατί είναι στον
δρόμο που οδηγεί από τα Αλβανικά βουνά προς τη νότια Ελλάδα , ελέγχει τη δίοδο
από τη Νικόπολη και τη σημερινή πόλη της Πρέβεζας με την Πάργα και τη Θεσπρωτία
και είναι πολύ κοντά στη θάλασσα ελέγχοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την
Ιταλία και τα Ιόνια νησιά.
Ιστορία
H χρονολόγηση του κάστρου δεν είναι σίγουρη. Από το βυζαντινό του όνομα
«Θωμόκαστρο» μπορούμε να υποθέσουμε ότι χτίστηκε επί των ημερών του Δεσπότη της
Ηπείρου Θωμά Α’ (1296-1318), άρα ο πιο πιθανός χρόνος κατασκευής του είναι οι
αρχές του 14ου αιώνα, όταν ο Θωμάς αντιστάθηκε με επιτυχία στις επεκτατικές
διαθέσεις του Φιλίππου του Τάραντος.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για το Θωμόκαστρο στις γραπτές πηγές είναι στην
Ιστορία του Καντακουζηνού και σχετίζεται με την επανάσταση των Ηπειρωτών το 1338
εναντίον του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγου.
Το 1338 στην επανάσταση κατά της Βυζαντινής επικυριαρχίας, στο κάστρο είχε
καταφύγει ο δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β’ Ορσίνι. Ο Ιωάννης
Καντακουζηνός (πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας) μετά την κατάληψη των κάστρων
της Άρτας και των Ρωγών, έπεισε τον Νικηφόρο να παραδώσει το κάστρο. Ο Νικηφόρος
παντρεύτηκε την κόρη του Καντακουζηνού και μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Βυζαντινοί το διατήρησαν μέχρι το 1350 οπότε κατελήφθη από τους Σέρβους
(του Στέφανου Δουσάν). Μετά το 1355 και τον θάνατο του Στέφανου Δουσάν,
δημιουργήθηκε ένα κενό εξουσίας στο Δεσποτάτο και ταυτόχρονα προέκυψε σοβαρή
απειλή από Αλβανούς εισβολείς.
Την κατάσταση προσπάθησε να εκμεταλλευτεί για να επιστρέψει ο έκπτωτος
Δεσπότης Νικηφόρος, ο οποίος ανέλαβε για λίγο την εξουσία αλλά είχε την ατυχή
έμπνευση να διαζευχθεί τη σύζυγό του και κόρη του (αυτοκράτορα πλέον)
Καντακουζηνού.
Αυτό τον αποξένωσε από τους υπηκόους του, αδυνάτισε τη θέση του και τελικά
σκοτώθηκε σε μάχη με τους Αλβανούς το 1359. Τότε ανέλαβε Δεσπότης ο Σέρβος Θωμάς
Πρελούμπο, ο οποίος αποδείχθηκε κάκιστος ηγεμών και μεταξύ των άλλων δεν μπόρεσε
να εμποδίσει την (καθόλου ειρηνική) εγκατάσταση αλβανικών φύλων στη νότια Ήπειρο
και στην Αιτωλοακαρνανία.
Αυτήν την περίοδο, μεταξύ 1359 και 1400, το κάστρο ήταν πιθανότατα υπό
Αλβανική κατοχή καθώς είναι γνωστό ότι ο Αλβανός πολέμαρχος Πέτρος Λιόσα είχε
αναγνωριστεί ως «Δεσπότης» στην περιοχή και είχε στη δικαιοδοσία του τα κάστρα
της Άρτας, των Ρωγών και της Αμφιλοχίας (άρα προφανώς και το Θωμόκαστρο). Τότε
ήταν που το κάστρο άλλαξε όνομα και έγινε «Ρινιάσα».
Το 1374 πέθανε ο Λιόσα και στην περιοχή επικράτησε ο Γκίνης Σπάτας, επίσης
Αλβανός και «Δεσπότης» του Αχελώου.
Το 1399. μετά το θάνατο του Σπάτα, ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος μέχρι τα
πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα, όταν ο Ιταλός Κόμης της
Κεφαλληνίας Κάρολο Τόκκο αγόρασε το κάστρο της Ρηνιάσας από κάποιον
Πικέρνη που το είχε αποκτήσει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο Τόκκο ανέθεσε τη διοίκηση του κάστρου στον Αλβανό Ιωάννη Μπούα, αδελφό
(αλλά εχθρό) του Μουρίκη Μπούα, Δεσπότη της Άρτας.
Λίγο μετά όμως το κάστρο ξανάπεσε στα χέρια των Αλβανών και του Μουρίκη Μπούα
που είχε την υποστήριξη των Ενετών και μάλιστα ύψωσε το ενετικό λάβαρο στο
κάστρο.
Ο Κάρολο Τόκκο τελικά το ανακατέλαβε περί το 1410 μετά από από μια σειρά
διπλωματικών προσπαθειών και πολεμικών συγκρούσεων. Αυτήν τη φορά έκανε
φρούραρχο στο κάστρο έναν αξιόπιστο στρατιωτικό από τη Φλωρεντία ονόματι
Λότο.
Μετά την κατάληψη του κάστρου , σύμφωνα με το Χρονικό των Τόκκων , το
κάστρο επανδρώθηκε με λουμπάρδους και τζουγκρατόρους. Οι
λουμπάρδοι ήταν κανονιέρηδες, ενώ οι τζουγκρατόροι ήταν εξοπλισμένοι με την
τζάγκρα, τόξο μεγάλης αποτελεσματικότητας.
Το 1415 ο Κάρολο Τόκκο αναγνωρίστηκε επίσημα και από τον Βυζαντινό
αυτοκράτορα ως Δεσπότης της Ηπείρου. Σε συνδυασμό με τις επιτυχημένες
προσπάθειές του προς νότον, ο Τόκκο την εποχή του ήταν ο πιο ισχυρός ηγεμόνας
στην Ελλάδα.
Μετά το θάνατο του Τόκκο (1429) και τη διαμάχη της διαδοχής που ακολούθησε
μεταξύ των ανιψιών του, η Ρινιάσα κατέληξε στον ανιψιό του Τόρνο, ενώ Δεσπότης
της Ηπείρου ήταν ο ξάδελφός του Κάρολος Β’ Τόκκο, με έδρα την Άρτα.
Όμως το τέλος αυτής της περιόδου ήταν κοντά καθώς ενέσκηψαν οι Οθωμανοί. Το
1449 κατέλαβαν την Άρτα καταλύοντας την ηγεμονία των Τόκκων και το Δεσποτάτο της
Ηπείρου. Το 1452 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το κάστρο της Ρινιάσας και το
εκπόρθησαν.
Οι Τούρκοι είτε δεν ενδιαφέρθηκαν να το κρατήσουν είτε το ανακατέλαβαν οι
Τόκκοι, γιατί το 1463, σε ένα βενετσιάνικο έγγραφο αναφέρεται ότι ο φρούραρχός
του ήταν κάποιος Rolando de Tocco, ο οποίος όμως την ίδια χρονιά εκδιώχθηκε
οπότε η Ρινιάσα έπεσε οριστικά στα χέρια των Τούρκων.
Επί Τουρκοκρατίας ο οικισμός διατηρήθηκε αλλά σιγά-σιγά υποβαθμίστηκε. Στο
τέλος του 18ου αιώνα ο Αλή πασάς έκανε κάποιες επισκευές.
Το 1803, η Σουλιώτισσα Δέσπω του Γ. Μπότζη, με νύφες και εγγόνια, μάχεται
τους Τουρκαλβανούς στου Δημουλά τον Πύργο (στα Ριζά) κοντά στο κάστρο που
περιγράφουμε παραπάνω και βάζει φωτιά στο μπαρούτι, για να μην πέσουν στα χέρια
των εχθρών. Ακολουθεί η κατάληψη του κάστρου από τους Σουλιώτες και μάχες για
απελευθέρωση της Πάργας.
Τέλος με την αποτυχία των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα (1822), η
Ρινιάσα εγκαταλείπεται οριστικά.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά
Στοιχεία
Τα ερείπια του κάστρου σώζονται κυρίως στη δυτική πλευρά, ενώ από την
ανατολική δεν υπάρχουν σήμερα τείχη. Εδώ οι βράχοι είναι απόκρημνοι, σχεδόν
κατακόρυφοι και πιθανόν τα τείχη αυτής της πλευράς να έχουν καταστραφεί από
κατολισθήσεις.
Η άποψη αυτή δικαιολογεί πλήρως το εξαιρετικά στενό σχήμα του κάστρου. Είναι
όμως πιθανόν, λόγω της μορφολογίας του εδάφους να μην ήταν αναγκαία τα τείχη στη
δυτική πλευρά και να μην υπήρχαν ποτέ.
Τα εναπομείναντα τείχη δε σώζονται
σε καλή κατάσταση, γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κανένα έργο συντήρησης,
στερέωσης ή αναστύλωσης. Η βλάστηση είναι πολύ πυκνή δυσχεραίνοντας την
προσέγγισή του κάστρου.
Το κάστρο αποτελείται από τέσσερις περιβόλους.
Πιο συγκεκριμένα, από τον πρώτο περίβολο σώζονται μερικά λείψανα μόνο, τα οποία
είναι ορατά στον επισκέπτη, κατά την ανάβασή του από τη βορειοδυτική κλιτύ του
λόφου.
Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται ο δεύτερος περίβολος, από τον οποίον έχουμε
τα τείχη με τις επάλξεις τους σχεδόν ανέπαφες στη βόρεια και δυτική πλευρά, τον
στενό περίδρομο πίσω από αυτές και την πύλη στη βορειοδυτική πλευρά. Η πύλη αυτή
είναι η μοναδική που σώζεται από το κάστρο και, μάλιστα, σε σχετικά καλή
κατάσταση.
Από τον δεύτερο περίβολο έχουμε μόνο τα τείχη της δυτικής
πλευράς σε αρκετά μεγάλο ύψος και μήκος. Τέλος, η ακρόπολη βρίσκεται στο
νοτιοανατολικό τμήμα του κάστρου, το οποίο αποτελεί και το ψηλότερο οχυρωμένο
τμήμα του και εκεί έμενε η φρουρά.
Σήμερα, για να φτάσει κανείς εκεί, θα πρέπει να ανέβει μία μικρή ξύλινη σκάλα
στην ανατολική άκρη του λόφου, καθώς το έδαφος έχει υποχωρήσει. Στο σημείο αυτό
πιθανώς βρισκόταν η πύλη της ακρόπολης.
Εσωτερικά των τειχών δύο
υπόγειες δεξαμενές, λαξευμένες στον βράχο και σε μικρή απόσταση η μία από την
άλλη, κάλυπταν τις ανάγκες για νερό σε καταστάσεις πολιορκίας.
Το
τελευταίο καταφύγιο των υπερασπιστών, ο πύργος, (για τον οποίο γίνεται μνεία στο
Χρονικό των Τόκκων) δε σώζεται.
Στο κάστρο γενικά δεν έχουν εντοπιστεί
λείψανα αρχαιοτήτων ούτε και spolia, δηλαδή, θραύσματα από αρχαίες κατασκευές
που χρησιμοποιούνταν σε δεύτερη χρήση ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή
μεσαιωνικών οχυρών. Το γεγονός αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι το βυζαντινό κάστρο
της Ρινιάσας δεν κτίστηκε πάνω σε αρχαιότερο οχυρό.
Ειδικότερα για τα
δυτικά τείχη, τα οποία σώζονται σε αρκετό ύψος, παρατηρούμε διαφορετικούς
τρόπους δόμησης, γεγονός που μαρτυρά και διαφορετικές οικοδομικές και
επισκευαστικές φάσεις του κάστρου.
Δείτε το video
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου