Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Κωνσταντίνου Β. Σβεντζούρη «Αποδημία»,

Μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε τις τελευταίες μέρες του Μάη. Ένας χαρισματικός μαθητής μου άλλοτε και συνάδελφός μου σήμερα, ο Κ. Σβεντζούρης μου έστειλε την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Αποδημία» για να ταράξει τον ύπνο μου με τους υποβλητικούς και στοχαστικούς στίχους της γραφής του. Πρόκειται, κατά την εκτίμησή μας πάντα, για ποίηση ελλειπτική με συμβολισμούς και νύξεις, με εσωτερικές καταβυθίσεις, απολογισμούς, εκμυστηρεύσεις αλλά κυρίως με έντονη την υπαρξιακή αγωνία του Κ. Σβεντζούρη, χαρακτηριστικό που κυριαρχεί σε όλους γενικά τους σύγχρονους ποιητές, όχι μόνο Έλληνες αλλά και ξένους.
Ο περιπλανώμενος σε χώρες αλαργινές ποιητής επιτυχώς δίνει τίτλο στο πνευματικό του πόνημα «Αποδημία», αφού ατενίζει την Ελλάδα από την αντίπερα ακτή της Ιταλίας και σε πολλά ποιήματα τούτης της συλλογής διαφαίνεται έκδηλη η νοσταλγία του για την πατρώα γη και ειδικά για τη Φιλιππιάδα. Σημειώνει λοιπόν στους προλογικούς του στοχασμούς (σελ 7): «Μόνο της λεμονιάς το άρωμα κράτησα μέσα μου αναλλοίωτο, αντίδοτο στις στιγμές της απουσίας, παρηγοριά σε κάθε θάνατο…».
Θα επιχειρήσουμε μια περιδιάβαση στους ποιητικούς λειμώνες του ευαίσθητου δημιουργού αλλά και μια ανάγνωση της προσωπικότητας του Κ. Σβεντζούρη, πτυχές της οποίας ξεδιπλώνονται μέσα από το έργο του. Στο πρώτο ποίημα (σελ 8) είναι διάχυτος ο φόβος του ποιητή μήπως η φυγή του σε ξένους τόπους γίνει αφορμή να τον λησμονήσουν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Γράφει λοιπόν ποιήματα-ενθυμήματα της δικής του παρουσίας στον τόπο του, όσον καιρό ο ίδιος θα βρίσκεται στην «Αποδημία»:
«κι η αγωνία μου
για να ξαναγυρίσω
μετέτρεψε σε στίχους
όμοιους
με σπόρους ροδιάς
που σου ‘δωσα
πριν φύγω
και σε ξεγέλασα να φας
για να μη με ξεχάσεις…»
Στο 12ο ποίημα (σελ 22) ο Κ. Σ. μαστιγώνει όσους ασχημονούν εις βάρος της αισθητικής του τοπίου, όσους έχουν κατακλύσει τις πολιτείες του αιώνα με το παγερό τσιμέντο και τα χρώματα του γκρίζου. «Η τελευταία κερασιά στο δρόμο με τις φωτεινές βιτρίνες» φαντάζει παράταιρη για τους Λωτοφάγους του καταναλωτισμού, οι οποίοι επιζητούν την ψεύτικη ευπρέπεια των ενδυμάτων για να εντυπωσιάσουν με την ανόητη επίδειξη χλιδής. Η κερασιά όμως οργισμένη και πεισμωμένη με τους αδιάφορους και παραιτημένους, που επέτρεψαν να γίνει το κακό, εξακολουθεί να ανθίζει μέσα στο καταθλιπτικό τοπίο προκειμένου να εκδικηθεί τους αλλοτριωμένους και παραδομένους στη μέθη του υλισμού.
«Η τελευταία κερασιά…
θυμωμένη με μας
τους αμέτοχους
που δεν σηκώναμε το βλέμμα
να χαρούμε το φως στα φύλλα
πείσμωνε και άνθιζε
ρουφούσε τη σκόνη
την κώμη τίναζε
κι έφερνε για να μας τιμωρήσει
κάθε χρόνο την άνοιξη».
Κάλεσμα και προτροπή να σπάσουν το κέλυφος της βολικής συνήθειας και να δοκιμάσουν νέες εμπειρίες, να τολμήσουν, απευθύνει στους ανθρώπους ο ποιητής στο 16ο ποίημα. Παρακινεί λοιπόν τους εφησυχασμένους να μεταβάλουν την οργή τους για τα κακώς κείμενα σε ελπίδα, την απορία τους σε ταξίδι προς αναζήτηση, τον πόνο σε φύτρα ζωής. Και όταν οι σπόροι ριζώσουν και απλωθούν, όταν οι καρποί μεστώσουν, τότε πλέον θα επιτευχθούν η συνέχιση της ζωής, η ήττα της φθοράς και του θανάτου. Για να συμβούν αυτά, οφείλει ο καθένας να απαλλαγεί από τον ατομικισμό και να δράσει συλλογικά, το εγώ να συναντήσει το εσύ.
«Η ιστορία είναι σώμα
που ακρωτηριάζεται από
την απροσεξία της συνήθειας
και η επανάληψη στις λέξεις
γερνά παράκαιρα τους συγγραφείς…
Η οργή ας γίνει πράσινο φύλλο
η απορία
τραίνο στη νύχτα
σπόρος ο πόνος
καρπός η αθανασία
εσύ κι εγώ μαζί…»
Πονεμένος, αποκαλυπτικός, εξομολογητικός, βαθιά ανθρώπινος είναι ο στίχος του Κ.Σ. στην «Αποδημία», το 30ο ποίημα της συλλογής (σελ 41). Ο αυτοεξόριστος ποιητής βιώνει τον χρόνο σαν ένα ανελέητο μαστίγιο που πληγώνει αδυσώπητα νύχτα και μέρα. Ο πόνος, η οδύνη της Αποδημίας έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τον ψυχισμό του ώστε βλέπει τον κόσμο με αρνητική ματιά. Όλες του οι στιγμές είναι διαποτισμένες με δάκρυα, με αναχωρήσεις, με απέραντες σιωπές. Στο φθινόπωρο διακρίνει μόνο πάχνη, στο χειμώνα λήθαργο, στην άνοιξη νοσταλγία, στο καλοκαίρι την απώλεια. Ο ήλιος έχει αποδράσει ολοσχερώς από τη ζωή του.
«Ατέλειωτη σιγή
στοιχειώνει το χρόνο
που αντίστροφα εκκινείται
την ώρα της φυγής
κι ίδιο μαστίγιο πληγώνει
ό,τι απέμεινε…
Όλα όσα αδυνατείς
να εκφράσεις με λόγια με δάκρυα
μ’ αγγίγματα με γράμματα
μ’ αντίο
τα συνοψίζεις, τα χωράς μονάχα
σε μια λέξη Αποδημία…».
Τη σήψη, την διαφθορά, την υποκριτική συμπεριφορά των πολιτικών, την προσποίηση και τον θεατρινισμό των ανθρώπων γενικότερα στις κοινωνικές τους συναναστροφές και στις ξεχωριστές στιγμές της ζωής διεκτραγωδεί και καταγγέλλει ο ποιητής στο 39ο ποίημα του (σελ 53). Με δεικτική ειρωνεία σαρκάζει τη νοοτροπία των ανθρώπων, οι οποίοι εύκολα απεμπολούν ιδανικά για τα οποία μόχθησαν και μάτωσαν γενεές πολιτών στο παρελθόν, ιδανικά όπως ο διάλογος και η διαπάλη των ιδεών, οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες, ο στοχασμός και η φιλοσόφηση του βίου.
«Μην ταράζεσαι, έτσι ήταν πάντα
θέλει πολύ ψάξιμο για να βρεις
τόπο καθαρό να κολυμπήσεις,
με τόσα δε που επιπλέουν τελευταία
σχεδόν αδύνατο…
Παράσταση στα έδρανα
παράσταση  στο δρόμο
παράσταση στο θάνατο
παράσταση στον πόνο
κακοί ηθοποιοί, μέτριο κοινό…
Σταμάτα επιτέλους, γέλα και σύ
εν  ανάγκη υποκρίσου
είναι τώρα καιρός για συζητήσεις
για ιδανικά, για σκέψεις;
κανόνας επιβίωσης νούμερο ένα:
οι σκέψεις οι καλές τιμωρούνται».
Ως ικεσία αγάπης αναγιγνώσκεται το 45ο ποίημα της συλλογής (σελ 59).
Τη δομή τη συγκροτούν πέντε προστακτικές, αποφατικές και καταφατικές, οι οποίες επαναλαμβανόμενες επικεντρώνουν στο επίμονο αίτημα του ποιητή, που απεγνωσμένα ζητάει να μείνει αιχμάλωτος της αιώνιας αγάπης. Εκλιπαρεί λοιπόν την αγαπημένη του, την οποία θεωρεί «μοναδική του αλήθεια», να τον φυλακίσει στην αγκαλιά της ώστε να ελπίζει σ’ ένα αίσιο αύριο.
«Μη με κλείσεις στο χρόνο που φεύγει…
Κράτα με, είναι όμορφο να ζω
όσο κι αν μου κοστίζει
εσύ το κάνεις εύκολο, το κάνεις δυνατό…
Μη με κλείσεις στο χρόνο που μένει
Κλείσε με στην αγκαλιά σου….
κι άσε με εκεί
με τις δυνάμεις μου
παραδομένες στην αγάπη
να βλέπω το χρόνο
να περιμένω το αύριο».
Πυκνό σε νοήματα και προεκτάσεις είναι το τελευταίο ποίημα της Αποδημίας (σελ 62-65). Ο Κ. Σ. αξιοποιεί ευφυώς το λογοτεχνικό σχήμα της Αντίθεσης «Μακάριοι-Ανάξιοι» για να οργανώσει τους στοχασμούς του. Αρχικά μακαρίζει τους τολμηρούς, οι οποίοι ξεκινούν τη περιπέτεια της αναζήτησης του αγνώστου απελευθερωμένοι από τα δεσμά της οικογένειας και της φυλής. Παράλληλα χαρακτηρίζει ανάξιους τους ράθυμους, τους μοιραίους και άβουλους που περιμένουν τον αργό θάνατο υποταγμένοι στα τετριμμένα.
«Μακάριοι όσοι ανοίγουν τα μάτια
στο άγνωστο μιας χώρας
και μπορούν να αναπνέουν
δίχως να είναι αιχμάλωτοι
του γάλακτος, του αίματος, της ράτσας…
Ανάξιοι όσοι δεν φοβούνται το θάνατο
όχι τον απρόοπτο, τον αιφνίδιο
αλλά εκείνον τον αργό, τον κρυφό
αυτόν που φέρνει τη συνήθεια».
Στη συνέχεια μακαρίζει τα καινοτόμα, τα ελεύθερα πνεύματα, τους ανθρώπους που φλέγονται από αγάπη, αλληλεγγύη, ανθρωπιά, τρυφερότητα, ανεκτικότητα και αγωνίζεται για την αναγέννηση του ανθρώπινου είδους υπερβαίνοντας τον ατομικισμό τους. Τέλος κλείνει το ποίημα με αναθεματισμό προς τον ίδιο τον εαυτό του «να κριθεί ανάξιος», αν τολμήσει να ξεχάσει την αληθινή του πατρίδα.
«Μακάριοι οι τρυφεροί, οι ασυγκράτητοι
οι ελεύθεροι, οι γεμάτοι, οι τολμηροί
οι νεοσσοί, οι άνθρωποι εκείνοι που είναι
έτοιμοι να ζήσουν για την αγάπη
να πεθάνουν από αγάπη
να ζήσουν για σένα, για μένα
για να μπορεί να αναγεννιέται
το είδος μας αιώνια…
Ανάξιος να είμαι
αν ποτέ ξεχάσω
την αληθινή πατρίδα μου!».
Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση της ποίησης του Κ. Σβεντζούρη ποικίλα συναισθήματα με κυρίευσαν, αφενός μεν «η από ποιήσεως ηδονή» αφετέρου μια μελαγχολική διάθεση για κάτι όμορφο που τελειώνει. Γι’ αυτό πήρα ξανά στα χέρια μου «την Αποδημία» και την μελέτησα εκ νέου. Καινούργια ρίγη με δόνησαν, καινούριες σκέψεις με ταλάνισαν, καινούριοι προβληματισμοί μου δημιουργήθηκαν. Εκείνο δε που μου προξένησε εντύπωση είναι η διαπίστωσή μου ότι ο Κ.Σ. αποδεικνύεται άριστος κάτοχος και δεινός χειριστής της ελληνικής γλώσσας, τόσο της λόγιας όσο και της καθομιλουμένης. Ο λόγος του είναι «ηδυσμένος» αφού αντλεί λέξεις και φράσεις από τη μακραίωνη διαδρομή της γλώσσας μας «από τις αμμουδιές του Ομήρου» έως τις ημέρες μας για να εκφράσει τα διανοήματα, τα συναισθήματα, τους φόβους, τις προσδοκίες του, τις αγωνίες του…
Εν τέλει ένιωσα υπερήφανος γιατί ένας ακόμη μαθητής μου και ένας νέος άνθρωπος καταγόμενος από τη Φιλιππιάδα θα αφήσει αδρά τα ίχνη του αλλά με αξιώσεις στα τοπία της τέχνης. Συνιστώ λοιπόν ανεπιφύλακτα τη μελέτη του σπουδαίου έργου του Κ. Σβεντζούρη από όλους τους Φιλιππιαδιώτες αλλά και από κάθε άνθρωπο που διψά για πνευματική τροφή και αναζητά γνήσιες και ανεπιτήδευτες εκφάνσεις τέχνης και πολιτισμού. Αυτό θα δώσει δύναμη στον ποιητή για καινούρια πετάγματα και νέες δημιουργίες.
Εύχομαι στον Κ. Σβεντζούρη υγεία και έμπνευση, αντοχή και επιμονή γιατί ο δρόμος της ποίησης τον οποίο επέλεξε να πορευτεί είναι ανηφορικός και απαιτητικός. Το πρώτο του ποιητικό φανέρωμα πάντως έχει όλα τα πειστήρια για να τον πολιτογραφήσει ποιητή στων ποιητών την πόλη.
Ο Κ. Β. Σβεντζούρης γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα το 1969. Σπούδασε θεολογία στη Θεσσαλονίκη, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Λατινικής Πατρολογίας στη Ρώμη και Ελληνικής Παλαιογραφίας στο Βατικανό, ενώ παρακολούθησε μαθήματα Γαλλικής γλώσσας και Ιστορίας στη Γαλλία και Ισπανικής γλώσσας και πολιτισμού στην Ισπανία. Το 2011 κυκλοφόρησε στην Ιταλία η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Here I am και το 2012 η μελέτη του: Αμβροσίου Μεδιολάνων, De Spiritu Sancto. Ζει και εργάζεται ως ερευνητής στη Ρώμη, ενώ παράλληλα είναι υποψήφιος διδάκτορας της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το βιβλίο του Κ. Σβεντζούρη διατίθεται από το Χριστιανικό βιβλιοπωλείο Άρτας και από το βιβλιοπωλείο του Π. Τριανταφύλλου.

 Εκδόσεις i write.gr 2013, σελ 65

Νίκος Β. Καρατζένης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολλά μπράβο Κώστα.Σου ευχόμστε ακόμη περισσότερες επιτυχίες .Σ'ευχαριστούμε για την αγάπη σου στη ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ.Κι εμείς σε αγαπούμε
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!