Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Από την 21η Ιουλίου στην 26η Οκτωβρίου. «Κουρέματα» του χρέους και η θέση της Αριστεράς.




Οι ευκαιρίες που έχει η Ευρώπη δεν είναι απεριόριστες και ο χρόνος της για την εύρεση ουσιαστικής λύσης είναι πεπερασμένος. Η δεύτερη αποτυχία (μετά την 21η Ιουλίου) δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρξει και τρίτη ευκαιρία για επανόρθωση.
 

Εδώ και πολύ καιρό η κρίση χρέους από «ελληνική ιδιαιτερότητα» έχει καταστεί γενικευμένη απειλή για την ύπαρξη της ίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο της Ευρωζώνης). Αυτό αποτελούσε πάγια θέση του χώρου μας από την αρχή της κρίσης, αλλά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε κατανοητό από το καλοκαίρι του 2011 και μετά. Η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου είχε τον χαρακτήρα απάντησης στη συστημική κρίση. Η επίσημη παραδοχή της αποτυχίας της λίγους μόνο μήνες μετά, δίνει τη σκυτάλη σε μια εξαιρετικά εύθραυστη και νεφελώδη νέα συμφωνία, αυτή της 26ης Οκτωβρίου, η οποία δεν έχει κανένα εχέγγυο ότι θα είναι πιο αποτελεσματική από την προηγούμενη. Σε αυτό το σημείωμα, θα παρουσιαστούν οι λόγοι αποτυχίας της «καλοκαιρινής λύσης», οι λόγοι αποτυχίας της «φθινοπωρινής λύσης» και η σημασία της πρότασης της Αριστεράς ως της μόνης εφικτής και βιώσιμης διεξόδου από την κρίση με την κοινωνία να στέκεται όρθια.

Η «καλοκαιρινή Συμφωνία»
Η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου για το ελληνικό χρέος είχε χαρακτηριστεί «ιστορική» από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και από τη μερίδα των ΜΜΕ που αποτελούν στο σκληρό πυρήνα προάσπισης των κυβερνητικών πολιτικών. Η «ιστορικότητα» της Συμφωνίας δεν απέρρεε απλά και μόνο από το γεγονός ότι «ο λαός απαλλάχθηκε από το βραχνά της χρεοκοπίας» ή ότι «είναι επιτυχία του ελληνικού λαού, οι θυσίες του οποίου δεν πήγαν χαμένες» (Γ. Παπανδρέου, ομιλία σε Υπουργικό Συμβούλιο 22/7/2011). Ούτε από το ότι «το ελληνικό χρέος καθίσταται βιώσιμο και μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία». Η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου έλαβε χαρακτηριστικά θριάμβου, γιατί υποτίθεται ότι σηματοδοτούσε μία αλλαγή νοοτροπίας και κατεύθυνσης από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι ότι η «ελληνική βόμβα του χρέους» είχε ευρωπαϊκή διάσταση, έσκυβαν πάνω από το πρόβλημα και δείχνοντας την «αλληλεγγύη» τους, προχωρούσαν σε μία «γενναία» Συμφωνία.

Για την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της, η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου αποτελούσε μία ποιοτική μεταστροφή της πολιτικής της Ε.Ε., η οποία επέστρεφε στις παραδόσεις της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Οι κριτικές στην «ιστορική» Συμφωνία παρουσιάζονταν ως μεμψιμοιρίες αυτών που θέλουν να απαξιώσουν την επιτυχία, όπως ήθελε να παρουσιαστεί από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ η συμφωνία αυτή.

Από τη στιγμή που στη τελευταία Σύνοδο Κορυφής αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, έχει σημασία να θυμηθούμε τί προέβλεπε η Συμφωνία αυτή και ποια ήταν η κριτική που είχε ασκηθεί από την Αριστερά. Κι αυτό γιατί από την μία είναι σημαντικό να υπογραμμίζεται ότι η ανάλυση και οι θέσεις του χώρου μας επιβεβαιώθηκαν ακόμα μια αφορά από την ίδια την πραγματικότητα (ενώ οι θέσεις της κυβέρνησης και άλλων πολιτικών χώρων διαψεύστηκαν ακόμα μια φορά), αλλά και γιατί, από ό,τι φαίνεται, η οποιαδήποτε νέα Συμφωνία γίνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, από ότι φαίνεται, δεν θα απομακρυνθεί από το πνεύμα της 21ης Ιουλίου. Οι βασικές αλλαγές που προωθούνται σχετίζονται αποκλειστικά με το μέγεθος της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, ενώ ο πυρήνας των πολιτικών παραμένει αναλλοίωτος, εξασφαλίζοντας ακόμα μια φορά την αποτυχία της οποιασδήποτε λύσης.

Η Συμφωνία αυτή προέβλεπε την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ανάληψη κόστους από την «ελάφρυνση» του ελληνικού δημόσιου χρέους. Βασική ρήτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας αποτελούσε η συμμετοχή του 90% των πιστωτών σε αυτό το πρόγραμμα. Η Ελλάδα θα λάμβανε νέο δάνειο από την τρόικα ύψους 109 δις ευρώ για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι το 2020. Όσον αφορά τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, η συμφωνία παρείχε στους πιστωτές τέσσερις βασικές επιλογές σχετικά με τα επιτόκια, τις ωριμάνσεις, τις εγγυήσεις και τις ονομαστικές αξίες των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου που θα διακρατούσαν. Η πρώτη επιλογή αφορούσε την χρονική μετακύληση ομολόγων που διακρατούν οι πιστωτές με άλλα 30ετούς ωρίμανσης, εγγυημένα από το EFSF. Τα επιτόκια αυτών των νέων ομολόγων θα ξεκινούσαν από 4% για τα πρώτα πέντε χρόνια και θα αυξάνονταν κατά 0,5% για τη δεύτερη πενταετία και επιπλέον 0,5% για την τελευταία εικοσαετία. Οι δύο άλλες επιλογές αφορούσαν την ανταλλαγή ομολόγων με νέα που θα έχουν μειωμένη κατά 20% ονομαστική αξία, αλλά θα έχουν αυξημένα επιτόκια από 5,9% έως 6,8% (ως αντιστάθμισμα για την μείωση της ονομαστικής τους αξίας) και θα λήγουν είτε σε 15 είτε σε 30 έτη.

Μεσοσταθμικά, οι κάτοχοι ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου θα έχαναν 21% της καθαρής παρούσας αξίας των ομολόγων.

Η κριτική που ασκήθηκε σε αυτή τη συμφωνία από την Αριστερά είχε τους εξής βασικούς άξονες:
1. Το εθελοντικό πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (το περίφημο PSI) ήταν τόσο γενναιόδωρο προς τους πιστωτές της ελληνικής οικονομίας, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να καταστήσει βιώσιμο το καλπάζον δημόσιο χρέος. Το «κούρεμα» κατά 21% της καθαρής παρούσας αξίας των ελληνικών ομολόγων δεν έχει στην πραγματικότητα καμία σχέση με την πραγματική μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, όπως είχε αφεθεί σκοπίμως να πλανάται στην ελληνική κοινή γνώμη. To 21% δεν αποτελούσε «κούρεμα» αλλά τη διαφορά της καθαρής παρούσας αξίας των μελλοντικών ροών (τοκοχρεολύσια) των νέων ομολόγων μετά την ολοκλήρωση του PSI σε σχέση με πριν. Δηλαδή αν πριν το PSI, η καθαρή παρούσα αξία των τοκοχρεολυσίων ήταν 100, μετά το PSI θα ήταν 79. Αυτό γίνεται με βάση την αυθαίρετη υπόθεση του International Institute of Finance (IIF) ότι τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων για 30 χρόνια (μέχρι τη λήξη του PSI) θα ήταν 9%. Επομένως, το βάρος του δημόσιου χρέους εξακολουθούσε να παραμένει βαρύτατο για την ελληνική οικονομία και η αποπληρωμή του εξακολουθούσε να ισοδυναμεί με αφαίμαξη πόρων που θα μπορούσαν να διοχετευτούν σε αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική.

2. Η ρητή διατύπωση ότι το πρόγραμμα αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ελλάδα και καμία άλλη χώρα, δημιούργησε όλο το αναγκαίο έδαφος για κερδοσκοπικές επιθέσεις αλλά και δυσπιστία από τις τράπεζες απέναντι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.  Οι επιθέσεις αυτές ήταν απολύτως προβλέψιμες από όλους, εκτός από τους σχεδιαστές της συμφωνίας, και δεν άργησαν να λάβουν χώρα. Έτσι τα spread των ιταλικών και ισπανικών ομολόγων αυξήθηκαν σημαντικά εντός του Αυγούστου (όπως το ίδιο συνέβη και με τα CDOs τους) και μέχρι σήμερα δεν έχουν αποκλιμακωθεί, καθιστώντας αυτές τις χώρες ως πρώτες υποψήφιες για ένταξη στον Μηχανισμό Στήριξης.

3. Η ίδια η δομή του EFSF έχει χαρακτηριστεί ως άκρως επικίνδυνη για τη σταθερότητα του ίδιου του Ταμείου που υποτίθεται ότι θα εγγυάται τη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Πολλοί οικονομολόγοι  έχουν χαρακτηρίσει το EFSF ως ένα «τοξικό» Ταμείο αφού όσο η κρίση διαχέεται και σε άλλες χώρες τόσο θα λιγοστεύουν οι χώρες που χρηματοδοτούν το EFSF. Και ειδικά αν όπως φαίνεται αναγκαστούν να προστρέξουν σε αυτό η Ισπανία ή η Ιταλία (πόσο μάλλον η Γαλλία), η Γερμανία πολύ δύσκολα θα παραμείνει μόνη της ως βασική χρηματοδότρια.

4. Ίσως όμως το πιο σημαντικό σημείο που καθιστούσε ανεδαφική τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου ήταν η απουσία, παρά τις φιλολογίες για «ευρωπαϊκά σχέδια Μάρσαλ», μιας αναπτυξιακής πολιτικής και κυρίως η ρήξη με τις πολιτικές λιτότητας που εντείνουν το φαύλο κύκλο ύφεσης-χρέους. Η εμμονή στην ουσία της μνημονιακής πολιτικής, που κατέστη σαφής στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, καθιστούσε μη ρεαλιστική την εξασφάλιση βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους και ταυτόχρονα επισφράγιζε την καταδίκη της ελληνικής κοινωνίας σε αποδόμηση και ουσιαστική χρεοκοπία.

Η «φθινοπωρινή Συμφωνία»

Παρά τις συνεχείς διατυπώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί προσήλωσης στη Συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, στις οποίες ευθυγραμμίστηκε και η Δημοκρατική Αριστερά, η Σύνοδος Κορυφής που έλαβε χώρα στις 23 και στις 26/10 έβαλε ταφόπλακα στην «ιστορική καλοκαιρινή επιτυχία» της κυβέρνησης Παπανδρέου. Η απόφαση για «κούρεμα» του ομολογιακού χρέους της Ελλάδας κατά 50% ή 60% που προωθήθηκε δυναμικά από την πλευρά της Γερμανίας μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει ως τομή για το ελληνικό πρόβλημα δημόσιου χρέους, όμως στην πραγματικότητα δεν θα αργήσει να αποδειχθεί μία νέα «21η Ιουλίου». Ας δούμε παρακάτω το γιατί.

Η κ. Μέρκελ υποστήριξε την πρόταση για κούρεμα 50%, βασισμένη στα στοιχεία της εμπιστευτικής έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με τα οποία ένα κούρεμα αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να «προσγειώσει το ελληνικό χρέος σε 120% του ΑΕΠ το 2021 και να το καταστήσει βιώσιμο. Ένα κούρεμα 50%, σύμφωνα με την ίδια μελέτη είναι ταυτόσημο με μία απότομη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους από 160% του ΑΕΠ το 2011 σε 150% το 2012. Υποθέτοντας ότι το ΑΕΠ το 2011 είναι 220 δις και ότι το 2012 το ΑΕΠ είναι 215 δις σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το χρέος μειώνεται από 356,4 δις σε 322,5 δις. Δηλαδή η μείωση του χρέους από ένα κούρεμα της τάξης του 50%, σε πρώτη φάση ισοδυναμεί με μείωση του χρέους μόνο κατά 34 δις ευρώ, ή αλλιώς 9,5%! Ο ισχυρισμός ότι μία τέτοια μείωση σε σχέση με έναν τόσο τεράστιο όγκο χρέους μπορεί να κινητοποιήσει μία διαδικασία ώστε να καταστεί το χρέος βιώσιμο εντός μιας δεκαετίας, προσεγγίζει τα όρια του γελοίου.

Ο λόγος που και αυτό το σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει είναι η επεξήγηση, από πλευρά τρόικας και ηγεσίας της Ε.Ε., του τρόπου με τον οποίο το χρέος από 150% το 2012 θα φτάσει το 120% το 2021. Η μέθοδος για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι η γνωστή πολιτική της εντατικής λιτότητας, με μέσο όρο πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4% για την περίοδο 2012-2020, που θα συνεχιστούν μέχρι το 2030! Αξίζει να σημειωθεί πως για να διατηρήσει μία χώρα τέτοιου τύπου πρωτογενή πλεονάσματα είτε πρέπει να ανακαλύψει πετρέλαιο, είτε πρέπει να βγουν τα τανκς στους δρόμους... Η πολιτική λιτότητας υπό την εποπτεία της τρόικας είναι αδύνατον να δημιουργήσει ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ώστε να σπάσει ο φαύλος κύκλος ύφεσης-δημόσιου χρέους.

Η θέση της Αριστεράς
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της κρίσης έχει προτείνει ένα σχέδιο επίλυσης της κρίσης χρέους, το οποίο όσο περνάει ο καιρός επαληθεύεται πλήρως και γίνεται όλο και πιο επιτακτικό. Στην ουσία αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη διέξοδο για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά κυρίως για την αποφυγή της κοινωνικής ερημοποίησης και αποδόμησης.

Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον η «επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης» δεν προκύπτει από κάποιον φετιχισμό, ούτε από κάποια ευρωλαγνεία αλλά είναι απότοκο της στρατηγικής της Αριστεράς με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Και δεύτερο, αυτή η «επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης» έχει νόημα να υπάρξει μόνο αν αποφευχθεί «η κοινωνική ερημοποίηση». Αν η κοινωνία οδηγείται στη διάλυση εξαιτίας της «επιβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» τότε η Αριστερά οφείλει να συμβάλει στον αγώνα για διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αυτή την μορφή.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για διέξοδο από την κρίση έχει ως βάση την υπέρβαση των αγορών και για αυτό έχει βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα. Καμία λύση δεν μπορεί να δοθεί σε ένα στενό πλαίσιο που θα «σεβέται» τους «ατσαλένιους νόμους του χρηματοπιστωτικού συστήματος» και θα υποτάσσεται στους «στημένους» όρους του παιχνιδιού όπως έχουν διαμορφωθεί από τον υπάρχοντα ταξικό συσχετισμό. Η διέξοδος από την κρίση είτε θα έχει ως βάση της αξίες της αριστεράς για κοινωνική δικαιοσύνη, πλήρη απασχόληση και αλληλεγγύη είτε πολύ απλά δεν πρόκειται να υπάρξει καμία λύση, για να παραφράσουμε μία γνωστή ρήση ενός διανοούμενου του χώρου μας. Αυτό μας έχει διδάξει ως τώρα η εξέλιξη της κρίσης και αυτό ακριβώς είναι που ατσαλώνει την αυτοπεποίθηση για την ορθότητα των επιχειρημάτων μας.

Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα κάποια βασικά σημεία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως γνωστόν, αφετηρία της πρότασης διεξόδου είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους. Λογικό είναι αρκετοί να αναρωτιούνται τί διαφορά έχει αυτή η πρόταση από την πρόταση της Μέρκελ και των λοιπών για κούρεμα 50% ή 60% ή 70% του χρέους. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μία λογιστικού τύπου απομείωση του χρέους αλλά μια πραγματική που δεν θα περιορίζεται μόνο στο ομολογιακό χρέος αλλά θα επεκτείνεται και στα διακρατικά δάνεια που έχουν συναφθεί μέσω του Μηχανισμού Στήριξης με την τρόικα. Οι όροι της δανειακής σύμβασης όσο επαχθείς κι αν είναι, αποτελούν διακύβευμα της πολιτικής, όπως και το καθετί σε ένα παίγνιο συσχετισμών. Κι επειδή σε μία τέτοια προοπτική, αρκετοί πάλι θα αναρωτηθούν τί θα γίνει με τα CDOs ή τί τιμωρία θα μας επιβάλουν οι αγορές, είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε, πως η υπέρβαση των αγορών είναι επιβεβλημένη για την οποιαδήποτε ρεαλιστική διέξοδο.

Είναι κάτι τέτοιο όμως εφικτό ή είναι άλλη μια ουτοπία της Αριστεράς; Αρκεί να αναλογιστούμε το πόσο ριζικά έχει αλλάξει ο κόσμος μας τα τρία τελευταία χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και πόσο πολύ έχει μετατοπιστεί η ατζέντα του διαλόγου στο επίπεδο των ιδεών. Κι αυτό έχει συμβεί χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή των ταξικών συσχετισμών. Η ίδια η κρίση και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού έχουν πυροδοτήσει την αμφισβήτηση των ιερών και των οσίων του νεοφιλελευθερισμού ακόμα και από ορθόδοξους οικονομολόγους, ακόμα και στα -πάλαι ποτέ- πιο φανατικά ιερατεία του συστήματος. Μπορεί μια τέτοια μεταστροφή να μην έχει αποτυπωθεί ακόμη στο πεδίο της πολιτικής, αλλά η ίδια η ιστορία μας διδάσκει πως οι μετατοπίσεις στο ιδεολογικό πεδίο προηγούνται των πολιτικών μετατοπίσεων. Ας διδαχθούμε από το πως ο νεοφιλελευθερισμός, εκμεταλλευόμενος την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970, σάρωσε πρώτα σε ιδεολογικό επίπεδο και μετά επεκτάθηκε σταδιακά για να καταστεί παγκόσμιο πρότυπο διακυβέρνησης. Επομένως μία τέτοια λύση είναι και εφικτή και ουσιαστική η μόνη βιώσιμη.

Αρκεί όμως η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους για τη διέξοδο από την κρίση; Εδώ έγκειται μία ακόμη θεμελιώδης διαφορά της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις προωθούμενες «λύσεις». Έστω ότι με ένα μαγικό ραβδάκι το χρέος μηδενιζόταν σε μια στιγμή, αυτό μέσα σε πολύ λίγο καιρό θα έφτανε σε ιλιγγιώδη επίπεδα γιατί δεν θα είχαν αντιμετωπιστεί δύο νευραλγικά διαρθρωτικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας: το έλλειμμα στη διανομή του εισοδήματος και το έλλειμμα στην παραγωγή προϊόντος.

Είναι γνωστό ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας εδράζεται στην πλευρά των ελλιπών δημόσιων εσόδων και όχι στην πλευρά των υψηλών δημόσιων δαπανών, όσο κι αν αγωνιούν τα διάφορα παπαγαλάκια να μας πείσουν για το αντίστροφο. Όμως, το πρόβλημα δεν έγκειται απλά στην υστέρηση των εσόδων έναντι των δαπανών, αλλά κυρίως στη σύνθεση τους, η οποία είναι αυτή που προσδίδει το καθαρά ταξικό χαρακτήρα της διανομής του εισοδήματος. Δηλαδή το «ποιος πληρώνει φόρους» και το «ποιος επωφελείται τελικά από τις δημόσιες δαπάνες». Η πρόταση για δίκαιη διανομή του εισοδήματος αποτελεί έναν από τουςς ακρογωνιαίους λίθους της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για διέξοδο από την κρίση, όχι απλώς για να καταστούν βιώσιμα τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας αλλά για να εξασφαλιστεί η κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή.

Από την άλλη όμως, το ζήτημα του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας όχι απλώς δεν πρέπει να υποτιμάται, αλλά πρέπει να του αποδίδεται παρόμοια σημασία με το ζήτημα της διανομής του εισοδήματος. Μπορεί να παραμελείται επειδή φαινομενικά δεν αγγίζει, όσο το ζήτημα της διανομής, τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας και να χαρίζεται σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, όμως σε τελική ανάλυση το μοντέλο παραγωγής είναι αυτό που επηρεάζει και τον τρόπο που διανέμεται το εισόδημα. Επομένως, το ζήτημα του παραγωγικού μοντέλου αποτελεί τον έτερο ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάπτυξη και επομένως η απασχόληση και η αύξηση του εισοδήματος αποτελούν συνέπειες ενός παραγωγικού μοντέλου δομημένου με τέτοιο τρόπο, ώστε να τοποθετεί τις ανάγκες της κοινωνίας πάνω από τις στρεβλώσεις που δημιουργεί ένα παραγωγικό μοντέλο εστιασμένο στο κέρδος. Η ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής της χώρας και η εστίαση σε κλάδους που μπορούν να αναπτυχθούν είναι ένα απαραίτητο στοιχείο, ώστε να μην επαναληφθεί το μοντέλο ανάπτυξης της δεκαετίας του 2000, που βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο δανεισμό δημιουργώντας τα σημερινά τεράστια εξωτερικά ελλείμματα αλλά και τι δυσβάστακτο ιδιωτικό χρέος. Η ταυτόχρονη μεταστροφή των καταναλωτικών προτύπων είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση ενός παραγωγικού μοντέλου που θα αμφισβητεί τις κυρίαρχες μορφές οργάνωσης της παραγωγικής δομής εντός του καπιταλισμού.

Τις παραπάνω πτυχές έρχεται να συμπληρώσει η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με κοινωνικό έλεγχο, μία πρόταση που παρόλο πριν την κρίση ακουγόταν ουτοπική, πλέον φαντάζει ως αναγκαία. Η συγκεκριμένη πρόταση είναι απαραίτητη γιατί απαντάει τόσο στο ζήτημα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά συμπληρώνει και τους δύο ακρογωνιαίους λίθους που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή τη διανομή του εισοδήματος και την παραγωγή. Αυτή τη στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες βασίζονται σε κρατικά κεφάλαια αφού έχουν ήδη λάβει σε ρευστό, σε ομόλογα και σε εγγυήσεις το ποσό των 108 δις από το ελληνικό δημόσιο. Η αδυναμία τους να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια καθιστά επιβεβλημένη την κρατικοποίησή τους. Όμως και χωρίς να υπήρχε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, ο δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος θα ήταν και πάλι αναγκαίος ώστε να λειτουργήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με αναπτυξιακά αλλά και κοινωνικά κριτήρια.

Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ευκαιρίες που έχει η Ευρώπη δεν είναι απεριόριστες και ο χρόνος της για την εύρεση ουσιαστικής λύσης είναι πεπερασμένος. Η δεύτερη αποτυχία (μετά την 21η Ιουλίου) δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρξει και τρίτη ευκαιρία για επανόρθωση. Οι εξελίξεις μετά τη δεύτερη αποτυχία αναμένονται να είναι πολύ πιο ραγδαίες και καταιγιστικές από τις εξελίξεις του καλοκαιριού. Σιγά-σιγά έχουμε πλησιάσει στο πιο κρίσιμο σημείο, όπου η Ε.Ε. είτε θα κληθεί να αλλάξει πορεία είτε θα διαλυθεί. Η ευθύνη της Αριστεράς είναι πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή βαρύτητά της στο πολιτικό επίπεδο. Και είναι ευθύνη όχι απέναντι στην Ε.Ε. ως θεσμό, αλλά απέναντι στον κόσμο της εργασίας, ο οποίος δέχεται την πιο σφοδρή επίθεση από τις καταβολές του σύγχρονου καπιταλισμού.

Οι σωστές θέσεις είναι η αναγκαία, αλλά όχι η ικανή συνθήκη για την αλλαγή των συσχετισμών. Η Αριστερά, στην πιο κρίσιμη στιγμή της ύπαρξης της, είτε θα δώσει την μάχη όπως της αρμόζει, είτε θα ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη μοίρα της Ε.Ε. αν η τελευταία συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση.

Μια συντομότερη εκδοχή του παραπάνω κείμενου μπορείτε να βρείτε στην Αυγή


Γαβριήλ Σακελλαρίδης 
RED
Notebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: