Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Τα πολύ συχνά επώνυμα Ελλήνων που προέρχονται από αλβανικές λέξεις

Εκτός από αυτά, αλβανικής προέλευσης λέξεις χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα του ομιλητή της ελληνικής.

Έχουμε ξαναπεί ότι ο γλωσσικός δανεισμός, δηλαδή η διαδικασία κατά την οποία μία γλώσσα παίρνει στοιχεία (κατά βάση λεξιλόγιο) από μία άλλη και τα ενσωματώνει στη δική της πραγματικότητα, είναι κάτι που το βρίσκουμε σε κάθε γλώσσα του κόσμου. Ως εκ τούτου και στα ελληνικά.

Συνήθως, όταν σκεφτόμαστε για δάνειες λέξεις στα ελληνικά, το μυαλό μας θα πάει κατευθείαν στις δύο γλώσσες «υψηλού κύρους»: Τα αγγλικά, που είναι κυρίως η γλώσσα της τεχνολογίας αλλά και τα γαλλικά. Υπάρχουν όμως και μία σειρά από άλλες γλώσσες που δανείζουν την ελληνική.

Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι οι αλβανικές λέξεις ή, για να το θέσουμε καλύτερα, οι λέξεις αλβανικής προέλευσης. Πολλές από αυτές έχουν ενσωματωθεί τόσο καλά στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα που δεν φαίνεται καν ότι είναι δάνειες.

Η μάλλον πιο γνωστή λέξη που χρησιμοποιούμε στα νέα ελληνικά και η οποία έχει αλβανική προέλευση, είναι
η λέξη σβέρκος, η οποία προέρχεται από την αλβανική λέξη zverk, -u. H συγκεκριμένη λέξη σημαίνει, όπως και στα ελληνικά, το πίσω μέρος του λαιμού.

Αλλή μία πολύ γνωστή λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί και στην αργκό παλαιότερων δεκαετιών είναι η
λέξη τσίφτης, που βγαίνει από το αλβανικό qift που σημαίνει το γεράκι. Όπως και οι λέξεις μπέσα (και μπαμπέσης), μπάκα, μπουσουλάω, φλογέρα, η λούτσα ακόμα το κοκορέτσι.

Το πιο εντυπωσιακό βέβαια είναι ότι η πιθανότερη ετυμολογία της
λέξης λουλούδι έρχεται από το αλβανικό lule, με πανάρχαια πορεία στον χρόνο, και πέρασε στα νέα ελληνικά μέσω των αρβανίτικων. Σε αυτό το ζήτημα βέβαια υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό lilium, εκδοχή όμως που είναι σίγουρα λιγότερο πιθανή.

Εντυπωσιακό είναι επίσης ότι πολλά ελληνικά επώνυμα έχουν ως βάση αλβανική ρίζα:
Μπούρας, Λάγιος, Γκ(ι)ώνης, Πλιάκος, Σιούτος, Λάλας, Βλάμης κτλ. είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Όπως έχουμε πει και αλλού, η ιστορία των λέξεων μπορεί να μιλήσει για τη συνύπαρξη των λαών εδώ και αιώνες. Προφανώς, αντίστοιχα πολλές ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται στην Αλβανία και στα Βαλκάνια.

Νίκος Σταματίνης

https://www.tampouloukia.gr/

1 σχόλιο:

my80s είπε...

Η λέξη σβέρκος εισήλθε στην ελληνική ως αντιδάνειο: από το μεσαιωνικό αβέρκιν (υποκοριστικό του αυχένα), το οποίο πέρασε στις σλαβικές διαλέκτους ως svratŭkŭ και επανήλθε στη νεοελληνική με τη μορφή σβέρκος, δηλώνοντας τον πίσω λαιμό. Αυτή η κυκλική διαδρομή δείχνει τη ζωντανή σχέση του μεσαιωνικού ελληνικού λεξιλογίου με τα σλαβικά ιδιώματα των Βαλκανίων.

Η λέξη τσίφτης, δάνειο από το τουρκικό çiftçi (γεωργός), μετασχηματίστηκε σημασιολογικά στην ελληνική ως «ο επιτήδειος, ο ξύπνιος», ενώ παράλληλα διασταυρώνεται ετυμολογικά με το αρβανίτικο qift (γεράκι), ενισχύοντας τον συμβολισμό της οξύνοιας και της δεξιοτεχνίας.

Η μπέσα, κεντρικός όρος στον αρβανίτικο αξιακό κώδικα, διατήρησε το πλήρες σημασιολογικό της φορτίο («πίστη», «λόγος τιμής») στην ελληνική. Αντιθέτως, ο μπαμπέσης προέρχεται από το αρβανίτικο pabesë (χωρίς πίστη), με το pa- ως στερητικό πρόθημα και το besë ως πυρήνα. Η ηχηροποίηση από /p/ σε /b/ έγινε κατά τη φωνολογική προσαρμογή στη νεοελληνική.

Η μπάκα, αν και παλαιότερα αποδιδόταν στο ιταλικό bacca, τεκμηριώνεται ως δάνειο από την αρβανίτικη λέξη bakë (κοιλιά), όρο που επιβίωσε σε πολλά ιδιώματα της Στερεάς και της Πελοποννήσου.

Η μπουσουλάω αναλύεται ως παραγωγή από την αρωμουνική λέξη abušiláre (προχωρώ σκυφτός, στα τέσσερα), παράλληλα με μια πιθανή σύνδεση στον μπούσουλα (πυξίδα), που δηλώνει την αργή, σταδιακή αναζήτηση κατεύθυνσης.

Η φλογέρα, τυπικό πνευστό όργανο, συνδέεται απευθείας με τη φλόγα, εκφράζοντας μεταφορικά την καυτή ανάσα, το διαπεραστικό πνεύμα και τον ήχο που διασχίζει τον αέρα σαν φωτιά.

Η λέξη λούτσα προέρχεται από το πρωτοσλαβικό luža (λακκούβα με νερό), ενώ μέσω αρβανίτικων ή βλάχικων μεσολαβήσεων (π.χ. llucë) ενισχύθηκε το νόημα της λασπώδους έκτασης.

Η λέξη κοκορέτσι, από το αρβανίτικο kukurec, αρχικά σήμαινε το ψητό κυλινδρικό έντερο και ενδεχομένως συνδέεται μεταφορικά με το καλαμπόκι λόγω μορφικής αναλογίας. Η νεοελληνική μορφή επικράτησε για το γνωστό έδεσμα.

Η λέξη λουλούδι ανάγεται στην αρβανίτικη lule, η οποία με τη σειρά της έχει λατινική ρίζα στο lilium. Έτσι, απορρίπτεται η τουρκική θεωρία (lale) ως κύρια πηγή.

Στα επώνυμα, ο Μπούρας αποδίδεται στο αρβανίτικο burrë («άνδρας», «γενναίος»), ενώ ο Λάγιος από το επίθετο λάγιος, δηλωτικό του σκούρου χρώματος (αναφορά στο ζώο με σκούρο μαλλί), με έμμεση σχέση στον λαγό ως ταχύτητα και ευκινησία. Ο Γκιώνης, ετυμολογείται από το πτηνό Otus scops (γκιώνης), με ηχομιμητική καταγωγή. Ο Πλιάκος τεκμηριώνεται από το αρβανίτικο plak (γέρος, σεβάσμιος), ενώ ο Σιούτος αποδίδεται στη βλάχικη λέξη šut (ακέρατο ζώο), παρωνύμιο που δηλώνει ιδιαιτερότητα. Ο Λάλας προέρχεται είτε από το παιδικό λάλα (φλυαρία), είτε από το τουρκικό lala (παιδαγωγός), αμφότερες ισχυρές πιθανότητες. Τέλος, ο Βλάμης ανάγεται στο αρβανίτικο vëllam (αδελφοποιτός, αδερφός), με σημασία κοινωνικής αδελφοποίησης και εμπιστοσύνης.

Η διακριτή παρουσία της αρβανίτικης και βλάχικης γλωσσικής επίδρασης στο ελλαδικό λεξιλόγιο και ανθρωπωνυμικό σύστημα δεν αποτελεί απλή ιστορική υποσημείωση, αλλά μαρτυρά τις βαθιές διαστρωματώσεις του μεσογειακού πολιτισμού. Η πολυγλωσσική όσμωση στην ύπαιθρο, οι μικτές συνοικίες και οι σχέσεις τιμής και συγγένειας καλλιέργησαν ένα σύνθετο γλωσσικό οικοσύστημα. Οι λέξεις και τα ονόματα λειτουργούν ως «ενθυλακώσεις» των πολιτισμικών ρευμάτων που διαμόρφωσαν την κοινωνία, με τρόπο που υπερβαίνει τη γραμμική γλωσσική ιστορία και αποκαλύπτει βαθύτερες δομές αξιών και ταυτοτήτων.