Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

«Γούρνα να γίν’, δε μ’ ενδιαφέρ’ καθόλ’».


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Η γούρνα είναι ένα μικρό γήινο βαθούλωμα, μια φυσική κοιλότητα, όπου συγκεντρώνονται νερά. Τέτοιες υπήρχαν πολλές στο Τζουμέρκο, όχι στον Άραχθο, αλλά στα παραποτάμια του. Και χρησίμευαν φυσικά ως «φυσικές πισίνες» με τη μόνη διαφορά πως δεν επρόκειτο για τεχνητή δεξαμενή όπως η πισίνα, αλλά για φυσική και κάτι ακόμη˙ εκεί δεν ήταν ελεύθερο το κολύμπι. Έτσι και γινόταν κάτι τέτοιο θα «έπεφτε χειροτονία Αρχιεπισκόπου». Ίσως γιατί «αυτό το παιχνίδι» ήταν απόλυτα επικίνδυνο, αλλά μάλλον γιατί οι Τζουμερκιώτες ορεσίβιοι καθώς ήταν δεν είχαν γεύση θάλασσας και δεν γνώριζαν τίποτε για «τα μπάνια του λαού». Γι’ αυτό κυρίως τα απαγόρευαν. Τα θεωρούσαν ανώφελα.


Γούρνα στο ποτάμι… Απαγορεύονταν οποιαδήποτε επίσκεψη. Γούρνες φτιάχναμε για να ποτίσουμε τα ζωντανά. Και σαν έπιανε καμιά βροχή γιόμιζε και άντε να ξέφευγε κανένα ζωντανό, να γλιστρούσε και αν έπεφτε μέσα… Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος. Κίνδυνος μην κολλήσουμε στη γλίνα, εκεί όπου η γλίτσα είχε επικαθήσει και είχε γίνει μια λάσπη κολλώδης τουλάχιστον τριάντα πόντους. «Έπεσες και συ μαζί με το κατσίκ’ στ(η)ν γούρνα; Γιατί έχ(ει)ς περισσότερο μυαλό εσύ; Κολλημένο είναι το μυαλό σου από την πολύ γλίνα». Το ακούγαμε κι αυτό. Μας έβαζαν κάτω από τη βρύση και μας έπλεναν με το λάστιχο. Εκεί να δεις, καθώς ήταν και παταγουδιασμένο το νερό, ργιό -Παναΐα μου- που μας έπιανε. Έτρεμαν για τα καλά τα τσιαούλια μας.



Η γούρνα απαγορεύονταν. Μπάνιο μόνο κρυφά. Μπερδεύαμε τις λέξεις. Γουρνομυτιάζω. Μας είχε απασχολήσει το νόημα της λέξης αυτής. Βάζω κάτω κάποιον να σκαλίζει το χώμα με τη μύτη, σαν το γουρούνι. «Αρπάχτηκαν και γουρνομυτιάστηκαν και οι δυο». Έτσι μας παραλλήλιζαν. Παράλληλα είχαμε και τα γουρνοτσάρουχα, τα τσαρούχια από δέρμα χοίρου. Αναφερόμαστε κυρίως στα ζγαρόνια. «Τα “γουρνοτσάρουχα”, υποκατάστατα των παπουτσιών, κυρίως κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της πείνας του 1941-1944. Σε χοντρά μάλλινα πλεκτά τσουρέπια, πρόσθεταν, στις συνήθως φθαρμένες πατούσες τους, λάστιχο (σαμπρέλα) ή δέρμα γουρουνιού ή άλλου ζώου και προστάτευαν-τρόπος του λέγειν- κάπως τα πέλματα των ποδιών τους».


Επίσης, καλό είναι να διευκρινίσουμε πως η γούρνα δεν έχει καμιά σχέση με το βροχιό, δηλαδή τη στέρνα, όπου συγκεντρώναμε το νερό μιας μικρής πηγής. Υπήρχε στη βάση του τοιχώματος μια μικρή τρύπα, που την κλείναμε με ένα ξύλο, κάτι σαν το βούλωμα του κρασοβάρελου, που το λέγαμε πίρο. Όταν γέμιζε ο βροχιός άνοιγαν το νερό που, «λόγω της ποσότητας και της πίεσης, εξέρχεται με ορμή, οδηγείται μέσω αυλακιών στα κτήματα για πότισμα». Κι άρχιζε η μοιρασιά. Τότε γινόταν το έλα να δεις. «Δυο βροχιούς νερό δικαιούσαι και κόντεψες να τον πάρεις αγκαλιά τον βροχιό όλο το καλοκαίρι». Πανηγύρια αληθινά…



Η λέξη γούρνα δεν έμεινε στα στενά πλαίσια της κτηνοτροφικής διαλέκτου. Οι γούρνες δεν ήταν μόνο για πότισμα των ζωντανών ούτε και για κανένα μπλατσιάρισμα μόνο των παιδιών. Δεν σταμάτησε εκεί η εννοιολογική χροιά της λέξης. Χρησιμοποιήθηκε και στην πολιτική ζωή. «Γούρνα τα έκανε τρομάρα του. Νόμισε πως θα τους έριχνε εκεί μέσα και θα τους πότιζε με πολιτική γλίνα και θα άρπαζε την ψήφο τους. Αμ, δε! » Γούρνα, γουρνοτσάροχο, γουρνουκεφαλή, γουρνόπιασμα και γουρνοαπαυτωμένος.



Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: