Γράφει
ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Ο
σεβντάς έχει ένα χάλι, φέρνει αντράλα
στο κεφάλι»
(
Με αφορμή τη λέξη «αντράλα» που άλλοι
τη χρησιμοποίησαν –χωρίς να το ξέρουν
φυσικά- σε διαφημιστικό του πανηγυριού,
κι άλλοι την απόδιωξαν -χωρίς να το
ξέρουν κι αυτοί φυσικά-, ως μιαράν και
αποτρόπαιον και απάδουσαν της σοβαρότητας
του «Πολιτιστικού Ανταμώματος»).
Σεβντάς
και αντράλα, δύο λέξεις με έντονα ερωτικό
το περιεχόμενό τους. Σεβντάς σημαίνει
ερωτική λαχτάρα, ερωτικός καημός,
πλανταγμός, καψοκαΐλα. Αντράλα, ζαλάδα,
βαβούρα, φασαρία, τζερτζελές, ζάλη,
σκοτοδίνη, σιουλούτιασμα, ίλιγγος. Η
πηγή της αντράλας κατά το πλείστον
προέρχεται από ερωτοκαψούρα. Αντραλίζομαι
σημαίνει σκοτουριάζομαι. Αυτά και τόσα
κι άλλα τόσα. «Πού
πάτε ορέ στο Καφενείο και β’ζάνετε τα
παλιοτσίπρα και γινόσαστε κουρούμπελα
στο μεθύσ’ και μετά έχετε όλη την μέρα
αντράλα στο κεφάλ’».
Το καφενείο ως γνωστόν ονομαζόταν και
Πουτσαρείον, καθόσον σύχναζαν αποκλειστικά
άντρες, ήταν ο βασικός χώρος, όπου
δημιουργούνταν η αντράλα. Η τσιπροποσία
ασφαλώς η βασική αιτία αντράλας. «Τσίπρα
παλιοσφύρ’ μπαλατσιάρασε. Του ‘ρθε
αντράλα στο κεφάλ’».
Βασικός
λοιπόν λόγος αντραλίσματος ήταν το
πιώμα. Το πιώμα που έφτανε, που μετέτρεπε
το δράστη, σε «πτώμα». Ο αντραλισμένος
άντρας ήταν εκτός εαυτού και έκανε ό,τι
και όποια σαχλαμάρα μπορεί κάποιος να
φανταστεί. Ενίοτε όμως, γιατί είχαν κι
αυτοί, οι υπόλοιποι, λερωμένη τη φωλιά
τους, καθόσον λειτουργούσε ο Πλατωνικός
έρωτας, «φάτε μάτια ψάρια», πολλοί τον
δικαιολογούσαν. « Πιωμένος ήταν, αντράλα
είχε στο κεφάλι του, τι περιμένεις. Αυτός
φταίει; Το τσίπουρο τον κατευθύνει.
Είναι που είναι σιαλαφός, αντραλίστηκε
και απόγινε. Έγινε αρκούδα».
Η
ερωτική καψούρα είναι βαρύ και ασήκωτο
πάθος.
«Ποιός είδε νέον σεβνταλή, καρδιών ποιός
είδε κλέφτη,/να εξυπνάει με το αχ! και
με το βαχ! να πέφτει;». Ο Θεόδωρος
Ορφανίδης (1817-1886).
Ο σεβντάς γίνεται καρασεβντάς, μαύρος
έρωτας, που οδηγεί τον «σεβνταλισμένο»
σε πράξεις παράλογες και ζημιάρες.
Γίνεται με λίγα λόγια αληθινό σουργούν’.
«Φλοκάρ’σε
αυτός. Τον έφαγε ο σεβντάς. Έβαλε αντράλα
μόνιμη στο κεφάλ’». Πολλές
φορές δεν το καταλαβαίνει και γι’ αυτό
αρκουδιαρίζει συνεχώς. Άλλες όμως το
έχει απόλυτα συνειδητοποιήσει. Γι’
αυτόν ισχύουν τα λόγια του τραγουδιού.
«Αχ
μωρέ σεβντά, αχ καρασεβντά,/πως μ’ έχεις
καταντήσει το μαύρο,/ αχ πως μ’ έχεις
καταντήσει».
Επίσης
αντράλα, ζάλη αληθινή, μπορεί να σου
φέρει και ένα καλό δημοτικό τραγούδι,
ηπειρώτικο φυσικά που συνοδεύεται από
το σπουδαίο παίξιμο π.χ. του Πέτρου Λούκα
Χαλκιά.
«Έχω
ζάλη στο κεφάλι, έχω ντέρτια και καημό,
παίζει ο Πέτρο Λούκας στο κλαρίνο
ηπειρώτικο σκοπό». Βέβαια
μ’ αυτή τη ζάλη, την αντράλα άμα προηγήθηκε
και η κατανάλωση αμέτρητης ποσότητας
τσίπουρου, «κυβικά ολόκληρα», τότε το
μίγμα δημιουργεί πυρηνική έκρηξη.
Λαμπόγυαλα τα πάντα. Έπονται αρκουδιαρίσματα
ύψιστου βαθμού! Και πολλές φορές πέφτουν
σωρηδόν και οι κατάρες…«
Τον σεβντά μου ν’ αποκτήσεις/και ζουρλή
να καταντήσεις».
Τέλος,
η αντράλα είναι δυνατόν να προέρχεται
και από την πείνα. Το λέει στο ποίημά
του «Η
Μπαλάντα Του Κυρ’ Μέντιου»
-«Αντραλίζομαι!... Πεινώ!... /-Σούτ! θα φας
στον ουρανό!"
Εν
κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι η λέξη
«αντράλα» είναι ελληνική, προέρχεται
από το ρήμα αντραλίζομαι (τραλίζομαι)
και σημαίνει σιαλακάς, βαβούρα κι άστα
να πάνε. Το πρόβλημα είναι αλλού. Να
ξέρουμε πότε και πού θα τη χρησιμοποιήσουμε.
Εδώ, αμφοτέρωθεν οι δράστες μας θυμίζουν
την παροιμία. « Άλλού με ξύνεις γούμενε,
κι αλλού είναι ο πόνος». Διαφορετικά
να το πούμε. Με τέτοια να ασχολείστε και
ταχιά θα ανακράξετε: «Τι έχουν τα έρμα
και ψοφάν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου