Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ρουψιά Πωγωνίου. Απολαύστε τα video





Απολαύστε τα video

























Ρουψιά

Η Ρουψιά (Τοπική Κοινότητα Ρουψιάς - Δημοτική Ενότητα ΆΝΩ ΠΩΓΩΝΙΟΥ), ανήκει στον δήμο ΠΩΓΩΝΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".

Η επίσημη ονομασία είναι "η Ρουψιά". Έδρα του δήμου είναι το Καλπάκι και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.

Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Ρουψιά ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Ρουψιάς, του πρώην Δήμου ΑΝΩ ΠΩΓΩΝΙΟΥ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.

Η Ρουψιά έχει υψόμετρο 626 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,967653867 και γεωγραφικό μήκος 20,580433797. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στη Ρουψιά θα βρείτε εδώ.


























Σπυρίδων Βλάχος(1873-1956). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (1949-56)


Γεννήθηκε στη Χηλή της Βιθυνίας, αλλά η οικογένειά του καταγόταν από τη Ρουψιά του Πωγωνίου Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1895 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία απεφοίτησε το 1899. Χειροτονήθηκε διάκονος και διορίσθηκε θεολόγος καθηγητής και ιεροκήρυκας στον Γαλατά της Πόλης, ενώ αργότερα υπηρέτησε ως αρχιερατικός επίτροπος Καβάλας. Εκεί οργάνωσε την περιοχή και αναμίχθηκε στην κίνηση του Μακεδονικού Αγώνα που μόλις άρχιζε. Στην Καβάλα συνεργάσθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και δύο άλλους διπλωμάτες που η Ελλάδα είχε στείλει για να οργανώσουν την αντίδραση στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο και τον Νικόλαο Μαυρουδή. Τον Αύγουστο 1906 ο Σπυρίδων χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης και στάλθηκε στην Ήπειρο για να αναλάβει την εθνικοθρησκευτική του αποστολή. Εκεί, στη Βελλά, ίδρυσε το ομώνυμο ιεροδιδασκαλείο και ταυτόχρονα συνέβαλε στην ίδρυση στην Αθήνα της «Ηπειρωτικής Εταιρείας». Κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο 1912-13 έδρασε εθνικά στην Κόνιτσα, όπου συνελήφθη από τον στρατηγό Τζαβίτ πασά, ο οποίος τον παρέπεμψε στο στρατοδικείο. Ο Σπυρίδων καταδικάσθηκε σε θάνατο για τη δράση του και η εκτέλεσή του απετράπη μόνον ύστερα από προσωπικό ενδιαφέρον του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού. Ο Σπυρίδων, μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συνέβαλε στην οργάνωση του κινήματος στη Βόρειο Ήπειρο και έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο να αναθέσει την αρχηγία της προσωρινής κυβερνήσεως της Βορ. Ηπείρου στον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο και το υπουργείο Εξωτερικών στον Αλέξανδρο Καραπάνο, ενώ ο ίδιος ανέλαβε υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας. Μετά το τέλος του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, ο Σπυρίδων επανήλθε στην Κόνιτσα, περιοριζόμενος εκ των πραγμάτων στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1916, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων και η πνευματική επιρροή του ήταν πολύ ευρύτερη από τον τίτλο του. Στον μητροπολιτικό θρόνο της ηπειρωτικής πρωτεύουσας παρέμεινε μέχρι την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών τον Ιούνιο 1949, με εξαίρεση μια διετή περίοδο (1922-24), όταν ανέλαβε τη Μητρόπολη Αμασείας. Ίδρυσε πλήθος σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, συγκέντρωσε και οργάνωσε αποδοτικότερα τα ηπειρωτικά κληροδοτήματα, ενώ ενδιαφέρθηκε ζωτικά για τη δημιουργία της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας και την ίδρυση του περιοδικού «Ηπειρωτικά Χρονικά». Όταν πραγματοποιήθηκε η ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Σπυρίδων ενθάρρυνε πολλαπλώς τους μαχόμενους στρατιώτες του Μετώπου και είδε τη Βόρειο Ήπειρο να απελευθερώνεται από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά τον Απρίλιο 1941, όταν η αντίσταση που προέβαλλε η Ελλάδα εξαντλήθηκε, τάχθηκε υπέρ της ανακωχής και του σχηματισμού ελληνικής κυβέρνησης για να μειωθούν τα δεινά της Κατοχής. Κατά την Κατοχή, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων υπήρξε πρόεδρος του «Οργανισμού Δημοσίας Αντιλήψεως Κοινωνικής Προνοίας Ηπείρου» και απετέλεσε το στήριγμα για κάθε διωκόμενο και δοκιμαζόμενο Ηπειρώτη. Για τη γενικότερη εθνική δράση του, καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο από ιταλικό στρατοδικείο του Αργυροκάστρου, ενώ από τους Γερμανούς ετέθη σε περιορισμό. Μόνο χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού προς τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, κατορθώθηκε να αρθεί ο περιορισμός του και οι τυχόν περαιτέρω ενέργειες σε βάρος του. Πολλαπλή ήταν η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής και καθοριστικής σημασίας η συμπαράστασή του την εποχή εκείνη προς τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, όπως και η στάση του κατά τα Δεκεμβριανά και αργότερα στον Εμφύλιο. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στις 20 Μαΐου 1949, αν και υπήρξε προς στιγμήν η σκέψη για την αποκατάσταση του πρώην Αθηνών Χρυσάνθου, εξελέγη ο Ιωαννίνων Σπυρίδων με 42 ψήφους από τους 56 Μητροπολίτες που ψήφισαν. Ο 11ος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος βρέθηκε επί κεφαλής της σε δύσκολες εποχές και επιτέλεσε σημαντικό έργο. Από την πρώτη ημέρα της εκλογής του, δραστηριοποιήθηκε δημιουργικά. Αμέσως μετά την ήττα των ανταρτών, ενδιαφέρθηκε με θέρμη για την αποκατάσταση των θυμάτων του Εμφυλίου και ίδρυσε την «Επιστράτευση της αγάπης» και την αποστολή του «Δέματος επαναπατρισμού», αναθέτοντας στον τότε Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη τη διεύθυνση αυτού του έργου, ενώ με διαμαρτυρία του προς τους αρχηγούς κρατών και εκκλησιών κατήγγειλε το «παιδομάζωμα» και ζήτησε την παλιννόστηση των ελληνόπουλων που είχαν απομακρυνθεί από την Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τη δράση του εντός του εκκλησιαστικού πλαισίου, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων κατέβαλε ενέργειες για την ίδρυση του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας στη Μονή Πετράκη, μερίμνησε ώστε να αποκτήσει σύγχρονο τυπογραφείο η Αποστολική Διακονία για την έκδοση πολλών έργων εκκλησιαστικού και θεολογικού περιεχομένου, ενώ ίδρυσε νέα περιοδικά («Ο Εφημέριος», «Το Χαρούμενο Σπίτι», «Τα Χαρούμενα Παιδιά» και «Η Φωνή του Κυρίου»). Τον Σεπτέμβριο 1952 υπέγραψε σύμβαση με την Ελληνική Πολιτεία, στην οποία η Εκκλησία παραχωρούσε μοναστηριακά κτήματα προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμπαράστασή του προς τον ενωτικό αγώνα των Κυπρίων, στον οποίο ο ίδιος πρωτοστάτησε. Βρέθηκε με εξαιρετική δραστηριότητα στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας και επίσημα την προεδρία της Πανελληνίου Επιτροπής Αυτοδιαθέσεως Κύπρου.





























Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς: Μια «κυψέλη» παιδείας στην Ήπειρο...

Η ίδρυσή του από τον Σπυρίδωνα και η πορεία στο χρόνο

«Η ίδρυση και η λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιερατική ποιμαντορία του Σπυρίδωνα, του οποίου το πνεύμα υπερίπταται αυτή τη στιγμή» τόνισε ο πρ. Δ/ντης της ιστορικής Σχολής κ. Εμμ. Ριζόπουλος σε εκδήλωση της περασμένης Κυριακής, στο ακριτικό Δελβινάκι στην οποία ειδικότερα αναφέρθηκε στους σπουδαστές από το Πωγώνι από το 1913 έως το 1989. Στην πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του ο κ. Ριζόπουλος ανέφερε:...


Ο Σπυρίδων Βλάχος καταγόμενος από το χωριό Ρουψιά Πωγωνίου, γεννήθηκε στη Χιλή του Ευξείνου Πόντου, στα 1873. Φοίτησε στο Γυμνάσιο του Γαλατά, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και ολοκλήρωσε τις Θεολογικές του σπουδές, στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χειροτονηθείς σε ηλικία 21 ετών διάκονος. Τοποθετήθηκε στην Καβάλα, όμως για την εθνική και εκκλησιαστική του δράση η οποία προκαλούσε, ανεκλήθη στο Πατριαρχείο και το 1906 σε ηλικία 33 ετών, εξελέγη και χειροτονήθηκε επίσκοπος και ορίσθηκε Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης.

Κατά άλλους, η τοποθέτησή του στην Μητρόπολη Βελλάς και Κονίτσης, στόχευε ούτως ώστε να απαλλαγεί το Πατριαρχείο από τα εθνεγερτικά του κηρύγματα. Η κατάσταση της Μητροπολιτικής του περιφέρειας ήταν επιεικώς οικτρή. Ο ίδιος στην χειρόγραφη αίτησή του «προς το εν Αθήναις Εποπτικόν Συμβούλιον του Υπουργείου της Παιδείας», με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1914 διεκτραγωδεί την κατάσταση των κατοίκων ως εξής: «Όταν το πρώτον προ 9ετίας επισκεπτόμην την εμήν πνευματικήν παροικίαν, παρετήρησα την εν αυτή φοβεράν του κλήρου κατάπτωσιν, διότι μεταξύ των ιερέων των υπερεκατόν αυτής χωρίων, ουδέ της μιας χειρός τους επλήρουν οι και Ελληνικού, έστω Σχολείου, απολυτήρον φέροντες εφημέριοι». Έτσι λοιπόν ο Μητροπολίτης Σπυρίδων, έλαβε την γενναία απόφαση αναφέροντας ότι «...έδει να ανορθώσω το παρά τω αγρότη διασαλευθέν θρησκευτικόν και εθνικόν συναίσθημα». Το πρώτο μέρος της ολοσέλιδης αίτησής του, κλείνει με την εξής παράγραφο: «Προς την εξασφάλισην της επιτυχίας μιας τοσούτου πολιτιμότατης πνευματικής παραγωγής, κατόπιν σοβαράς μελέτης προέβην, εις την ίδρυσιν του εν τη ιστορική Ιερά Μονή Βελλάς, από 3 ετίας ήδη λειτουργώντος Ιεροδιδασκαλείου. Όταν επί του κατερειπωμένου ιερού τούτου σκηνώματος, έθεταν τα θεμέλια του ευεργετικωτάτου τούτου εν Ηπείρω Ιδρύματος, ως μόνον εφόδιον είχον την ελπίδαν εις τον Θεόν και την γενναιοδωρίαν του Έλληνος».

Το 1911 η ίδρυσις του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς είναι πλέον γεγονός. Στις 8 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς τελούνται τα εγκαίνια από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, ενώ η εφημερίδα «Ήπειρος» των Ιωαννίνων δια του εκδότη της Γεώργιου Χατζηπελλερέν, περιγράφει σε σχετικό δημοσίευμα την τελετή εγκαινίων του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Αρχειακό υλικό της εφημερίδας διασώζεται στη βιβλιοθήκη της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών. Να πως περιγράφει η γλαφυρή πέννα του Χατζηπελλερέν την τελετή των εγκαινίων: «Περιεφέρθη δίσκος υπέρ του Ιεροδιδασκαλείου συλλέξας περί τας 40 λίρας Οθωμανικός... και περίοικοι κοινότητες βαθύτατα εκτιμώσαι την αξίαν του έργου έσπευδον, ποία να πρωτοστείλει χάριν των τροφίμων, άλλη ένα φόρτωμα σίτου, άλλη ένα φόρτωμα οσπρίων και εν γένει ότι ο τόπος των παράγει».

Αλλά και από του κώδικες πρακτικών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της εν Κωνσταντινοπόλει Εκκλησίας έτους 1911, φαίνεται καθαρά ότι το Ιεροδιδασκαλείο ιδρύθηκε με οδηγίες και τις ευχές του Οικουμενικού Πατριάρχη και της εν Κωνσταντινοπόλει Ιεράς Συνόδου, ενώ ο ίδιος ο Πατριάρχης αναφέρει χαρακτηριστικά πως το Ιεροδιδασκαλείο αποτελεί για τον Ελληνισμό, «Εθνοφελές φυτώριο». Ο Έλληνας Αιγυπτιώτης, ποιητής, Αλέξανδρος Πάλλης, βοήθησε στην ίδρυση «δια γενναίας υλικής αρωγής» και στη συνέχεια πρόσφερε και 150 λίρες Τουρκίας ετησίως, για τα προς συντήρηση του Ιεροδιδασκαλείου και γι' αυτό το λόγο το Πατριαρχείο εξέφρασε προς τον Πάλλη την αμέριστη ευαρέσκειαν της Εκκλησίας.

Οικονομική αυτοτέλεια
Επειδή όμως το 1911 η Ήπειρος ευρίσκετο ακόμη κάτω από τον τουρκικό ζυγό, τα τουρκικά φιρμάνια της περιοχής όριζαν, πως «περί ιδρύσεως και λειτουργίας φιλανθρωπικών ιδρυμάτων», θα πρέπει να υπάρχει οικονομική αυτοτέλεια.
Τελικά, η οικονομική αυτοτέλεια του Ιδρύματος, επετεύχθη με την συνδρομή του Ελληνικού Προξενείου στα Γιάννενα, το οποίο διέθεσε μυστικά και αφανή κονδύλια, εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Επίσης ο Μητροπολίτης Σπυρίδων αναφέρει χαρακτηριστικά, πως ο πρώτος Δήμαρχος των Ιωαννίνων Γιαγια Βέη, αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1913, παραχώρησε μεγάλη κτηματική περιουσία, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Ιωάννη Φίλιου, προς τον ενεργούντα για λογαριασμό του Σπυρίδωνα, βουλευτή της περιοχής Ιωαννίνων στο Τουρκικό Κοινοβούλιο, Κίγκα. Η διορατική προσωπικότητα του Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, στόχευε στην ενίσχυση του εθνικού φρονήματος των υπόδουλων Ηπειρωτών και στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου, με την εκπαίδευση ιερέων και δασκάλων, ειδικευμένων και στην γεωπονία, οι οποίοι θα αναλάβαιναν την διδασκαλία των υπόδουλων Ελληνοπαίδων και την ανόρθωση της οικονομίας, μέσα από την βελτίωση των γεωργοκτηνοτροφικών καλλιεργειών. Από τα εγκαίνια του 1911 μέχρι το 1916 λειτούργησε το Ιεροδιδασκαλείο με διακοπή το 1912 - 1913, λόγω της απελευθέρωσης, οπότε οι πρώτοι 7 πτυχιούχοι, μετά από 4ετη φοίτηση, έλαβον το πτυχίο του δημοδιδασκάλου, όπως ακριβώς γράφει στην προσωπική του εξιστόρηση, ο κ. Ηλίας Ευθυμίου Παπαζήσης, ο οποίος έλαβε το πτυχίο του το 1920.
Το 1916 ο Σπυρίδων ενθρονίζεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων και προβαίνει σε προσάρτηση του Ιεροδιδασκαλείου με άλλες 42 Κοινότητες από την  Μητρόπολη Βελλάς και Κονίτσης στη νέα του Μητρόπολη των Ιωαννίνων. Έτσι το Ιεροδιδασκαλείο λειτουργεί κανονικά μέχρι το 1925 και διακόπτει για 2 χρόνια περίπου, για να κτισθεί ο όροφος μπροστά και δεξιά από το Ναό. Το 1927 προχωρεί στην επαναλειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου και στην νομοθετική ρύθμιση του Νομικού του προσώπου, οπότε το 1932, κωδικοποιούνται τα διάφορα νομοθετικά διατάγματα στο Νόμο 5408/32 , ο οποίος και θεωρείται ιδρυτικός νόμος της Σχολής οριστικά. Στα επόμενα χρόνια, μέχρι το ξέσπασμα του ΒΊΊ.Π, το Ιεροδιδασκαλείο λειτουργεί κανονικά και εντάσσει τα πνευματικά της τέκνα ιερείς και δασκάλους στη προσφορά του κοινωνικού συνόλου. Επίσης κατά την διάρκεια της κατοχής, έως και την απελευθέρωση, το Ιεροδιδασκαλείο λειτούργησε με πενιχρά μέσα και προσπάθησε να επιβιώσει, αντέχοντας στα δεινά του Εμφυλίου πολέμου. Σε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια για τον Ελληνισμό, ο Σπυρίδων παρέμεινε ακλόνητος βράχος και στήριξε το πνευματικό του τέκνο, το Ιεροδιδασκαλείο της Βελλάς.
Η μεταπολεμική περίοδος
Το 1949, αρχίζει ουσιαστικά η δεύτερη περίοδος, στην πολυκύμαντη ζωή του Σπυρίδωνα. Στις 4 Ιουνίου 1949 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, «εξελέξατο αυτόν ψήφοις κανονικαίς πλην της δικής του - όλων των άλλων Αρχιερέων και κατέστησεν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος ως Αρχιερέα δεδοκιμασμένον και ζηλωτήν, δόκιμον κήρυκα του Θείου Λόγου και ικανήν πείραν κεκτημένον».
Είναι γι' αυτόν, η μεγάλη ευθύνη και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, «Αρχιεπίσκοπος σημαίνει Γολγοθάς». Διατηρεί όμως και το Μητροπολιτικό θρόνο, στα Γιάννενα και θα φροντίσει να καταδείξει την αγάπη του, στο πνευματικό του τέκνο, το Ιεροδιδασκαλείο. Όπως δεν το εγκατέλειψε κατά τους Αγώνες της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου το 1914, στους οποίους πρωτοστάτησε, όπως το φρόντισε με τους γερμανοιταλούς, όπως το προφύλαξε από τα δεινά του Εμφυλίου, έτσι θα κρατά και τώρα, άγρυπνο μάτι πάνω από το Ιεροδιδασκαλείο. Επίσης ως Αρχιεπίσκοπος, αναδεικνύεται κορυφαίος μαχητής στην ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους και της Ελληνικής Εκκλησίας και ηγείται στην Αθήνα του Κυπριακού Αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: