Το Αρχαιολογικό
μουσείο Ιωαννίνων, βρίσκεται στή θέση Λιθαρίτσια και κατασκευάστηκε μεταξύ των
ετών 1963 - 1966 από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (αποτελεί ένα από τα
σημαντικότερα έργα του), ενώ λειτούργησε για πρώτη φορά για το κοινό την 1η
Αυγούστου 1970. Οι αρχές της διαφάνειας, της ειλικρίνειας και της λακωνικότητας
είναι εμφανείς στο μουσείο, μέρος ευρύτερου σχεδίου διαμόρφωσης δημόσιων χώρων
της πόλης, π.χ. του πάρκου Λιθαρίτσια, του αναψυκτηρίου «Όασις» και άλλων
κτηρίων που δεν πραγματοποιήθηκαν. Το μουσείο ανοίγεται προς το τοπίο μέσα από
αίθρια που επιτρέπουν στο φυσικό φως να φθάνει στην καρδιά του. Επιφάνειες
γυαλιού αντικαθιστούν τους συμπαγείς τοίχους με εικόνες της πόλης, της λίμνης
και των γύρω βουνών. Το αυξομειούμενο ύψος των αιθουσών έκθεσης (τρία και πέντε
μέτρα) δίνει ρυθμό στην περιδιάβαση. Οι αισθήσεις αυτές, μικρές εκπλήξεις που
αναπτύσσονται στο βάθος χρόνου μιας επίσκεψης, δεν προκαλούνται από διακοσμητικά
τεχνάσματα αλλά από την ίδια την κατασκευή. Τα υλικά χρησιμοποιούνται
διακριτικά, η κλίμακα είναι ανθρώπινη και η θέση του οικοδομήματος μέσα στον
φυσικό περίγυρο αποτελεί το μοναδικό καλλωπισμό του.
Ο κύριος σκοπός της
ανέγερσης του Α.Μ.Ι. ήταν να στεγάσει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Ηπείρου
από την αρχαιότητα έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και τη συλλογή
έργων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και 20ου αι., δωρεάς του Συλλόγου οι «Φίλοι των
Ιωαννίνων». Για αρκετά χρόνια το κτιριακό συγκρότημα του Α.Μ.Ι. ήταν η έδρα των
τότε Εφορειών Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μόλις το 1999 επιτεύχθηκε η
αποκλειστική χρήση του Α.Μ.Ι. τόσο για την έκθεση των ευρημάτων αρμοδιότητας της
ΙΒ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Ε.Π.Κ.Α.) όσο και της
λειτουργίας της. Η οριστική εκκένωση των χώρων που κατελάμβαναν τα εργαστήρια
συντήρησης της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έγινε το 1992, έτος
μετεγκατάστασης και των βυζαντινών εκθεμάτων (βλ. παρακάτω) στο νέο Βυζαντινό
Μουσείο της πόλης. Το 1999 απομακρύνθηκαν και τα εικαστικά έργα της λεγόμενης
«Πινακοθήκης» μέρος των οποίων σήμερα κοσμεί τη Δημοτική Πινακοθήκη
Ιωαννίνων.
Το 1970 άνοιξαν οι πύλες του Α.Μ.Ι. για το κοινό με τη μόνιμη
έκθεση διαχρονικού χαρακτήρα και την εκθεσιακή προσέγγιση που υπαγόρευαν οι τότε
συνθήκες και αντιλήψεις. Την έκθεση των προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων
επιμελήθηκε η αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου, ενώ εκείνη των βυζαντινών και
μεταβυζαντινών ευρημάτων καθώς και της «Πινακοθήκης» έγινε από την τότε 5η ΕΒΑ.
Από τις πέντε συνολικά αίθουσες του Α.Μ.Ι. μόνον δύο (καθώς και ο ευρύχωρος
κεντρικός διάδρομος) φιλοξένησαν έργα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας από
τις σημαντικότερες ως τότε γνωστές αρχαιολογικές θέσεις της Ηπείρου (π.χ.
Δωδώνη, Κασσώπη, Νεκρομαντείο, Βίτσα) ή άλλα μεμονωμένα ευρήματα (π.χ. θησαυρός
χαλκών αντικειμένων Καταμάχης, σαρκοφάγος από το Λαδοχώρι Θεσπρωτίας). Επίσης,
ορισμένα ευρήματα, κυρίως αρχιτεκτονικά μέλη, τοποθετήθηκαν στα εγκιβωτισμένα
στον κάναβο του κτιρίου αίθρια.
Οι συλλογές του μουσείου αναπτύσσονται σε
επτά αίθουσες, τον κεντρικό διάδρομο και τρία αίθρια, σε συνολική επιφάνεια
1.200 τμ. Τα εκθέματα καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την πρώτη
εμφάνιση του ανθρώπου στην Ήπειρο, κατά την Κατώτερη Παλαιολιθική εποχή πριν από
250.000 χρόνια, έως και τη δύση της όψιμης αρχαιότητας κατά τους ύστερους
ρωμαϊκούς χρόνους (3ος αι. μ.Χ.). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα ευρήματα από το
ιερό της Δωδώνης τα οποία εκτίθενται σε μια αίθουσα αφιερωμένη αποκλειστικά σε
ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία του ελληνικού κόσμου. Η νέα μόνιμη έκθεση
διατηρεί την πανηπειρωτική διάσταση της παλαιάς, όπως την είχε, δηλαδή,
εμπνευστεί η πρώτη Διευθύντρια του ΑΜΙ Ιουλία Βοκοτοπούλου. Περιλαμβάνει περίπου
3.000 αρχαιολογικά ευρήματα από όλη την Ήπειρο. Η διάρθρωσή της βασίζεται σε
τρεις άξονες: ένα χρονολογικό, ένα γεωγραφικό και ένα θεματικό. Συμπλεκόμενοι οι
άξονες αυτοί διατρέχουν τη μουσειολογική ροή επιχειρώντας να αναδείξουν την
ιδιαίτερη φυσιογνωμία και πορεία της περιοχής κατά την
αρχαιότητα.
Σημαντική είναι η συλλογή από χάλκινα σκεύη, αντικείμενα
μικροτεχνίας του 13ου αιώνα, νομίσματα ηπειρωτικών και άλλων αρχαίων ελληνικών
πόλεων, ευρήματα από τις ανασκαφές της αρχαίας Αμβρακίας, της σημερινής Άρτας
κ.ά. Ξεχωριστό είναι το αρχαιότερο έκθεμα του μουσείου, ένας χειροπέλεκυς
Αχελαίας τεχνολογίας (χρονολογείται
περίπου 200.000 π.Χ.) και η μαρμάρινη
σαρκοφάγος από την αρχαία Φωτική Θεσπρωτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου