Τις ημέρες εκείνες, ο μάγιστρος
Αλέξιος ο Πρωτηφοράς, είχε καταληφθεί από μίαν ανοιξιάτικην σπαρίλαν και δεν
έκαμε κέφι για δουλειά. Τα πάντα, άλλωστε, εις το Θέμα της Ελλάδος επήγαιναν
κατ' ευχήν. Η οικονομία κάλπαζε ως αραβικό άτι που τού έχεις βάλει νέφτι. Το
προσφυγικόν είχε σχεδόν λυθεί, στα διεθνή επικρατούσε μία βαρετή ηρεμία, η
παιδεία είχε μπει σε καλό δρόμο, οι τέχνες και τα γράμματα ανθούσαν... Μονάχα η
ανεργία, δεν έλεγε να μειωθεί. Όμως ποίος επιθυμεί να εργάζεται όταν έξω είναι
χαρά Θεού;
Έτσι, ο Αλέξιος άφηνε το μυαλό του να πλανιέται.
Να ταξιδεύει οπίσω στις δόξες του προηγούμενου θέρους. Τότε που από κοινού με
τον Ιωάν(ν)η τον Νάρκισσο, τον μετέπειτα αποστάτη, είχαν στραγγίξει τα ταμεία,
εφαρμόζοντας το Παίγνιον της Όρνιθος -το λεγόμενον παρά τοις Φράγκοις και Τσίκεν
Γκέιμ. Και έπειτα, όταν οι ξένοι είχαν αποδειχτεί ολιγότερον τσίκενς από όσο
εστοιχημάτιζε ο Ιωάν(ν)ης, ο Αλέξιος είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα και δια
κακήν του τύχη το είχε κερδίσει και ο λαός εχόρευε καριώτικους εις τες
πλατείες.Και ακολούθως, ο Αλέξιος είχε πάγει εις το κάστρο της Βρυξέλλας και είχε διαπραγματευτεί σθεναρώς δια ώρες δέκα και επτά. Και είχε επιστρέψει τροπαιούχος, με έρπητα εις το απάνω χείλος και είχε διατάξει να γενούν εκλογές, ώστε ο λαός να τον ψηφίσει για να εφαρμόσει το τρισκατάρατο μνημόνιο που ο ίδιος είχε υπογράψει και ήτο κατά πολύ χειρότερον από εκείνο που του έδιναν αρχικώς. Μα προσοχή, το είχε υπογράψει με βαριά καρδιά. Όχι εις το χάι χούι, όπως έκαμαν οι Γεωργάκηδες και οι Σαμαροβενιζέλοντες και οι λοιποί Γερμανοϊππόται.
«Αυτές ήταν συγκινήσεις, μια φορά», εμουρμούρισε ο Αλέξιος. Και ο Καρανίκας, ο σύμβουλός του ετράβηξε τα μάτια του από το μαγικό του γυαλί όπου έβλεπε τις επαναλήψεις με την Ωραία Ελένη. Και ερώτησε τον αρχηγόν του τι είχε και αναστέναζε. Και ο Αλέξιος του εξήγησε πως έλειπεν ολίγον αλατοπίπερον από την ζωήν του. Και στρωθήκανε να σκεφτούν ιδέες δια να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Και κατέφτασε στο μεταξύ και ο Παπάς ο Δολοπλόκος με τον Φλαμπουράρην, ο τελευταίος με έναν φρεντουτσίνον στον στόμα δια να κρατιέται ξύπνιος.
Και μιας και ήταν Μεγάλη Εβδομάδα, τους εκατέβηκε μία λαμπρή ιδέα. Να καθιερώσουν και εκείνοι μία ετήσια εορτή, με θεία πάθη και Ανάσταση. Τι το καλύτερο δηλαδή είχε ο Ιησούς; Το τελετουργικόν θα ξεκινούσε με δηλώσεις ένθεν κακείθεν: Έρχεται η αξιολόγησις, απομακρύνεται η αξιολόγησις και τα λοιπά. Ακολούθως, τα αποθεματικά αδειάζουν και η αγωνία γεμίζει τις καρδιές των πιστών. Ο Αλέξιος καλεί σε υπουργικό συμβούλιο εν είδει μυστικού δείπνου. Κάποιοι τον προδίδουν και υπονοούν πως δεν θα ψηφίσουν νέα μέτρα. Ο Αλέξιος φεύγει δια την Εσπερία όπου τον περιφέρουν από τον Γιουνκέρ τον Εύθυμο, στον Γερούνδιο τον Κατωχωρίτη.
Στο μεταξύ, ο Κατρούγκαλος βγαίνει εις το μπαλκόνιον του υπουργείου του και αναφωνεί: Ποίον θέλετε να σταυρώσουμε; «Τον Αλέξιο ή τον ελεύθερο επαγγελματία;». Ό,τι και αν του πούνε εκείνος σταυρώνει τον δεύτερο, λαμβάνει το 12% της προμηθείας του και νίπτει τας χείρας του. Και όταν ο λαός έχει πια λαλήσει και κουβαλά τα νουνού με τις κούτες, ο Αλέξιος επιστρέφει με τον ιερό έπρητα στα χείλη και προκηρύσσει εκλογές. Κερδίζει, υπογράφει νέο, επαχθέστερο μνημόνιο και οι πιστοί ανάβουν λαμπάδες και ανταλλάσσουν το φιλί της αγάπης.
«Και πώς είμαστε σίγουροι πως θα κερδίσουμε ξανά;» ερώτησε ο Αλέξιος τους συμβούλους του; Και ο Παππάς εχαμογέλασε με εκείνο το γλυκό του χαμόγελο που τον κάμει να μοιάζει με χορτασμένη νυφίτσα. «Θα κερδίσουμε, διότι τα έθιμά μας είναι πιότερο αρεστά εις στους πιστούς απ' ό,τι των άλλων. Να! κοιτάξτε τι κάμει αντιστοίχως ο Τσιριάκος».
Και εκοίταξαν από το παραθύρι και είδαν τον Τσιριάκον τον αδελφόν της Θεοδώρας , να ψάχνει χαρωπός δια τα αυγά που δήθεν είχε κρύψει στον κήπον το Ίστερ Μπάνι (το λαγούδιον της πασχαλιάς). Και όλοι συμφώνησαν πως με τέτοια έθιμα, η αντιπολίτευσις ήτο ακίνδυνος.
Και έτσι κυλούσαν οι άγιες εκείνες ημέρες εις το Θέμα της Ελλάδος.
www.athensvoice.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου