Ελλάς των μνημονίων και της κοινωνικής
εξαθλίωσης. Παρά ταύτα κυβερνητικοί παράγοντες, βουλευτές των κομμάτων της
συγκυβέρνησης και δημοσιογράφοι – «παπαγαλάκια» κάνουν λόγο για το success story που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Ανάλογες
καταστάσεις βίωσαν οι Έλληνες κατά την οκταετία 1955 – 1963. Τότε τη
διακυβέρνηση της χώρας ασκούσε το κόμμα της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως» υπό
την πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και τότε τα κυβερνητικά στελέχη
και οι εφημερίδες της Δεξιάς θριαμβολογούσαν για το επιτελούμενο οικονομικό
θαύμα. Η πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς διαφορετική.
• Η έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων στην
ύπαιθρο ανάγκαζε χιλιάδες κατοίκων της να αναζητούν μάταια καλύτερες συνθήκες
ζωής στα αστικά κέντρα (κυρίως στην Αθήνα), με αποτέλεσμα τόσο την ερήμωση των
χωριών και την υπανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας όσο και τον
υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας. Ακόμη οι τότε κυβερνήσεις είδαν τη μετανάστευση
αγροτών και εργατών προς τη Δυτική Ευρώπη (αρχικά στο Βέλγιο και από το 1959
στη Δυτική Γερμανία) ως μέσο για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων
που ταλάνιζαν τη χώρα. Το 1958 μετανάστευσαν 24.521 άτομα, ενώ το 1962 ο
ετήσιος αριθμός των μεταναστών είχε τριπλασιαστεί (74.054)(εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 14ης Ιανουαρίου 1966).
• Η αδιαφορία της πολιτείας για την αντιμετώπιση του
στεγαστικού προβλήματος είχε ως συνέπεια χιλιάδες οικογένειες να στερούνται
παντελώς στέγης. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας κατά τα
τέλη της κυβερνητικής οκταετίας του Κ. Καραμανλή «73.000 νοικοκυριά
(250.000 – 300.000 Έλληνες και Ελληνίδες) στεγάζονταν εντός κτιρίων μη
αποτελούντων κανονική κατοικία (καταστήματα, αποθήκες, αχυροκαλύβες, σκηνές,
σπήλαια κ.λπ.)». Παραπλήσια στοιχεία περιέχονταν σε έρευνα που είχε
κάνει η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδας. Με βάση αυτά «105.000 οικογένειες
στερούνταν παντελώς στέγης, ενώ έτεραι 109.200 διαβιούσαν εις ανεπαρκείς και
ανθυγιεινάς κατοικίας». Περισσότερο ερευνητικός ο Σύλλογος
Αρχιτεκτόνων υπολόγιζε«σε 300.000 τις καλύβες – τρώγλες της υπαίθρου που
αποτελούσαν παρωδία στέγης» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλα της 12ης Φεβρουαρίου
και της 8ης Ιουλίου 1964). Έτσι συνήθης είδηση στις
εφημερίδες ήταν ο θάνατος αστέγων κατά τους χειμερινούς μήνες.
Πολλοί, λοιπόν, που δεν μπορούσαν
να νοικιάσουν ένα σπίτι, για να στεγάσουν την οικογένειά τους, αναγκάζονταν να
συνοικήσουν (ως φιλοξενούμενοι) με τους γονείς τους. Το 1939 αντιστοιχούσαν
κατά μέσο όρο σε κάθε σπίτι 3,94 άτομα, ενώ το 1962
αντιστοιχούσαν 4,19 άτομα (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο
της 8ης Ιουλίου 1964).
• Η ανάγκη κάλυψης των κρατικών ελλειμμάτων και της
επιτέλεσης έργων υποδομής (λ.χ. των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της
Πτολεμαΐδας, της Μεγαλόπολης κ.ά.) είχε ως συνέπεια το συνεχή δανεισμό της
χώρας και συνεπώς την εκτίναξη του δημόσιου χρέους.
• Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ήταν πολύ χαμηλό.
Είναι ενδεικτικά τα ακόλουθα στοιχεία. 1. Το 1961 το εισόδημα του ¼ του αστικού
πληθυσμού δεν υπερέβαινε τα 200 δολάρια.
2. Εισόδημα αντίστοιχο προς το
κατώτατο όριο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας στοιχειωδώς αναπτυγμένης χώρας
κατά την εποχή εκείνη είχε μόνο το 1/10 του αστικού πληθυσμού της Ελλάδας. Η
φτώχεια και η εξαθλίωση των κατώτερων στρωμάτων συντέλεσε στην κήρυξη 736
απεργιών κατά την εξαετία 1955 – 1961, στις οποίες έλαβαν μέρος δυόμισι περίπου
εκατομμύρια μισθοσυντήρητοι και ημερομίσθιοι εργάτες (εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 27ης Οκτωβρίου 1961).
• Παρά την οικονομική εξαθλίωση μεγάλων μερίδων του
πληθυσμού οι κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή, για να καλύπτουν τα ελλείμματα των
προϋπολογισμών και τις τεράστιες κρατικές δαπάνες, είχαν εφαρμόσει μια
δυσβάστακτη φορολογική πολιτική. Από τα9.547.000.000 των
εσόδων του Δημοσίου κατά το οικονομικό έτος 1954 – 1955, έφθασαν τα δημόσια
έσοδα το 1960 στα 15.693.000.000 δραχμές και το 1961 στα περίπου.
Σε έξι χρόνια δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκαν τα ποσά που αφαίρεσε το κράτος από
τους Έλληνες φορολογούμενους (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 27ης Οκτωβρίου
1961).
Η φορολογική αυτή πολιτική δεν ήταν
μόνον εξοντωτική αλλά και άδικη. Έπληττε τα μεσαία και τα μικρά εισοδήματα, ενώ
άφηνε άθικτο, αν δεν ευνοούσε, το μεγάλο πλούτο. Για παράδειγμα, οι άμεσοι
φόροι αυξήθηκαν κατά 20% μέσα σε μια εξαετία ( από1.957.000.000 κατά
το οικονομικό έτος 1954 – 1955 (πριν την πρωθυπουργοποίηση του Κ. Καραμανλή)
σε 2.500.000.000 το 1961. Την ίδια περίοδο οι έμμεσοι φόροι
αυξήθηκαν κατά 100% (από 6.357.000.000 σε 12.000.000.000 δραχμές)
(εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 27ης Οκτωβρίου 1961).
Παράλληλα με τους τακτικούς φόρους
επιβάλλονταν και έκτακτες εισφορές, οι οποίες μονιμοποιούνταν. Μετά τους
σεισμούς της Κεφαλονιάς επιβλήθηκε έκτακτος φόρος σε ορισμένα προϊόντα (στη ζάχαρη
και στα καύσιμα), ο οποίος διατηρήθηκε επί μακρόν, γεμίζοντας τα δημόσια ταμεία
και μειώνοντας το εισόδημα των καταναλωτών. Ακόμη για την κάλυψη των δαπανών
για τα έργα ύδρευσης και αποχέτευσης της Αθήνας επιβλήθηκε έκτακτη φορολογία,
το περίφημο 3% επί του εισοδήματος από τις οικοδομές της περιοχής πρωτευούσης.
Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε το 1954 για μια τριετία, ανανεώθηκε το 1957 για άλλη
μια τριετία, για να ανανεωθεί και πάλι το 1960 για δεκαπέντε χρόνια αυτή τη
φορά.
Η φορομπηχτική επινοητικότητα των
κυβερνήσεων της Ε.Ρ.Ε. δεν είχε προηγούμενο. Δεν τους αρκούσαν οι τακτικοί
φόροι και οι έκτακτες (ουσιαστικά μόνιμες) εισφορές, αλλά επινόησαν και άλλους
τρόπους αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων. Συγκεκριμένα πολλαπλασίασαν
τους «φόρους υπέρ τρίτων» (= αυτούς που εισπράττονταν από τις φορολογικές
υπηρεσίες του κράτους για λογαριασμό διάφορων νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου, ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας, ασφαλιστικών οργανισμών, επαγγελματικών
οργανώσεων κ.λπ.). Έφθασαν στο σημείο να επιβάλουν και την «ενοριακή εισφορά»,
μολονότι αυτή αποδοκιμαζόταν ακόμη και από την Εκκλησία. Με το
νομοθετικό διάταγμα 3569 «περί ρυθμίσεως των αποδοχών του
εφημεριακού κλήρου» οι φορολογούμενοι, ανάλογα με την οικονομική τους
κατάσταση (= βάσει του νόμου κατατάσσονταν σε κατηγορίες από το εκκλησιαστικό
συμβούλιο κάθε ενορίας και τον οικονομικό έφορο της αρμόδιας Εφορίας),
κατέβαλλαν το ποσό που τους αναλογούσε για την πληρωμή των ιερέων. Το ποσό
εισπραττόταν ως δημόσιο έσοδο με τις ανάλογες συνέπειες για όσους δεν το πλήρωναν
(= απειλές κατασχέσεων, φυλακίσεων κ.ά.). Η Εκκλησία με υπόμνημά της προς τους
αρμοδίους τόνιζε: «Το γεγονός ότι υφ’ ημών εγένετο μέχρι σήμερον
η κατάταξις εις κλάσεις των υποχρέων εις ενοριακήν εισφοράν μάς έχει καταστήσει
κυματοθραύστας του γογγυσμού και της αγανακτήσεως των πιστών. Η εισφορά αυτή
έχει αποβεί πρόξενος μεγίστης ηθικής ζημίας διά την Εκκλησίαν μας και έχει
διαβρώσει μεγάλως την πίστιν και τον σεβασμόν των Χριστιανών. Η Ορθόδοξος
Εκκλησία δεν γοητεύει και δεν μαγνητίζει πλέον τους πιστούς. Τους απωθεί και
ενασκεί εις τας καρδίας των αποσυνθετικήν επίδρασιν. Οι υποκείμενοι εις την
ενοριακήν εισφοράν εν μεγάλω ποσοστώ αναζητούν διέξοδον αποφυγής εκ της
υποχρεώσεως ταύτης δι’ αποσκιρτήσεως εκ της Ορθοδοξίας και της στροφής προς
άλλα δόγματα, τα οποία δεν θίγονται υπό του νόμου 3569. Μόνον εχθροί της
Πίστεως και της Εκκλησίας μας θα ηδύναντο να ψηφίσουν και να διατηρήσουν το
όλως αψυχολόγητον και ανεδαφικόν τούτο νομοθέτημα, η κατάργησις του οποίου
αποτελεί θρησκευτικήν ανάγκην και λαϊκήν απαίτησιν» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο
της 27ης Οκτωβρίου 1961).
Τέλος με την υπερβολική αύξηση των δαπανών για
την εκδίκαση διάφορων υποθέσεων ( αύξηση του χαρτοσήμου, της εγγραφής στα
«πινάκια» κ.ά.) ακόμη και η απονομή της δικαιοσύνης είχε αποβεί προνόμιο των
ευπόρων και μέσο αύξησης των δημόσιων εσόδων.
Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες
αντιμετώπιζαν όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα, οι κυβερνήσεις της Ε.Ρ.Ε.
θριαμβολογούσαν «διά τα υπερέσοδα των δύο δισεκατομμυρίων κατά το
1961» (είχαν και τότε πρωτογενές πλεόνασμα!) και «διά την
κοσμογονία» που παρατηρούνταν τότε στην Ελλάδα.
Συμπερασματικά κατά την οκταετία
(1955 – 1963) της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Καραμανλή:
• υπήρχαν χιλιάδες άνεργοι, ενώ σήμερα ο αριθμός τους
έχει φθάσει το ενάμισι εκατομμύριο,
•υπήρχαν χιλιάδες άστεγοι, όπως και σήμερα,
• μετανάστευαν χιλιάδες νέοι από την ύπαιθρο, για να
δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου και στις φάμπρικες της Δυτικής
Γερμανίας, ενώ σήμερα μεταναστεύουν πολύ μορφωμένοι νέοι, γιατί βλέπουν ότι δεν
«έρχεται» η οικονομική ανάπτυξη της χώρας που ευαγγελίζονται οι τωρινοί
κυβερνώντες,
• γινόταν «αφαίμαξη» των εισοδημάτων των κατώτερων και
των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων με την εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική, κάτι
που συμβαίνει και σήμερα.
Παρά ταύτα οι τότε κυβερνώντες «βάφτιζαν» την
κοινωνική εξαθλίωση ως «οικονομικό θαύμα», ενώ η σημερινή κυβέρνηση ως «success story». Μέσο παραποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας ήταν τότε όπως και τώρα
κάποιοι καλά αμειβόμενοι δημοσιογράφοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου