Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ποιοι κερδίζουν από την κρίση


Αν κάποιος ήθελε να περιγράψει σε μια πρόταση την Ελλάδα της κρίσης θα μπορούσε να μιλήσει για τη χώρα η οποία επιμένει να παρέχει μεγάλες συντάξεις σε νέους ανθρώπους τη στιγμή που ουσιαστικά στερεί ακόμη και αυτό το ελάχιστο επίδομα ανεργίας από τους μακροχρόνια άνεργους. Αυτό δεν προέκυψε τυχαία, αλλά είναι -μαζί με τόσες άλλες στρεβλώσεις- αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι, δίπλα στα πραγματικά θύματα της κρίσης υπάρχουν και εκείνοι που παλεύουν για διατηρήσουν τα προνόμια τους. Προνόμια, μικρά ή μεγάλα, που παρείχε το πελατειακό κράτος στη διαδρομή του προς τη χρεοκοπία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διορισμένοι από τα κόμματα υπάλληλοι της βουλής, οι οποίοι ανακάλυψαν τον κρυμμένο αριστερό εαυτό τους και μεταπήδησαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα στις εκλογές του σωματείου τους. Πρόσωπα και φορείς με αυτά τα χαρακτηριστικά πρωταγωνιστούν -από κοινού με κόμματα και ΜΜΕ- στην κατασκευή ενός βολικού σεναρίου που λέει ότι η ελληνική κρίση σχεδιάστηκε και εκτελείται προκειμένου να εξυπηρετηθούν ορισμένα οικονομικά συμφέροντα. Οι Έλληνες πολίτες που πλήττονται από τις οδυνηρές συνέπειες της χρεοκοπίας της χώρας, βομβαρδίζονται καθημερινά από ισχυρισμούς και εκτιμήσεις που εμφανίζουν τον ελληνικό λαό ως το μεγάλο θύμα της αχαλίνωτης επιδίωξης κάποιων για περισσότερα κέρδη. Κάπως έτσι φθάσαμε στο σημείο να διαβάζουμε στην εφημερίδα «αυγή»: «και να μη γελιόμαστε, όταν κερδίσει τις εκλογές (ο ΣΥΡΙΖΑ) θα κάνει "ακραία" πράγματα γιατί γι' αυτό θα τον ψηφίσει ο κόσμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα 'πρεπε να φορολογήσει απλώς τους πλούσιους, αλλά να τους εκδικηθεί πολιτικά για τη δυστυχία που αυτοί και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους επέβαλαν στους πολίτες αυτής της χώρας, να τους εκδικηθεί για τους 3,000 αυτόχειρες που πήγαν με τη ρετσινιά του "καψούρη". Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καλείται να ανατρέψει απλώς τα ντιλς των εργολάβων της διαπλοκής, αλλά να τους βάλει να σκάβουν οι ίδιοι για να ολοκληρώσουν τα έργα που ακόμη περιμένουμε και για τα οποία έχουν εξοφληθεί και με το παραπάνω».

Ξεκινώντας την αναζήτηση για το ποιοί τελικά κερδίζουν από την ελληνική κρίση θα πρέπει να γυρίσουμε στην περίοδο πριν το 2009 και να δούμε εάν αυτοί που θεωρούνται ότι προκάλεσαν την κρίση για να επωφεληθούν, κέρδιζαν τότε λιγότερα ή περισσότερα απ' ό,τι σήμερα. Την περίοδο εκείνη μέσω του κρατικού δανεισμού εισέρεαν και διαχέονταν -φυσικά όχι δίκαια, ούτε παραγωγικά- στην ελληνική οικονομία κεφάλαια ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, τα οποία δεν αντιστοιχούσαν στην παραγωγική ικανότητα της χώρας. Τα κεφάλαια αυτά δημιουργούσαν εισοδήματα και ζήτηση η οποία κινούσε ένα μεγάλο μέρος της αγοράς, πριν ξαναφύγουν στο εξωτερικό μέσω των εισαγωγών. Αυτό τροφοδοτούσε την κερδοφορία, την απασχόληση και τα εισοδήματα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων, που τότε ανθούσε, ενώ σήμερα έχει καταρρεύσει. Από την προτίμηση των Ελλήνων καταναλωτών σε αυτά κέρδιζαν πρώτα οι αυτοκινητοβιομηχανίες -γερμανικές οι περισσότερες- κέρδιζαν οι τράπεζες -που παρείχαν αφειδώς δάνεια στους αγοραστές με μεγάλα επιτόκια- κέρδιζαν οι έμποροι, οι εταιρίες πετρελαιοειδών καθώς και τόσοι άλλοι που συμμετέχουν στον κλάδο του αυτοκινήτου. Επίσης κέρδιζαν τα μέσα ενημέρωσης από την αυξημένη διαφημιστική δαπάνη. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και σε πολλούς άλλους κλάδους της οικονομίας. Η μεγάλη κερδοφορία των επιχειρήσεων και των τραπεζών είναι αποτυπωμένη στους ισολογισμούς της εποχής εκείνης, στις τιμές των μετοχών και στην κεφαλαιοποίηση των εταιριών, που δείχνει το συνολικό τους μέγεθος.

Αντίθετα, σήμερα οι περισσότερες από τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο Αθηνών εταιρίες παρουσιάζουν μεγάλες ζημιές, οι τιμές των μετοχών έχουν κατρακυλήσει και πολλές εταιρείες έχουν κλείσει. Ειδικά στον κλάδο των τραπεζών επήλθε πλήρης ανατροπή. Οι τράπεζες, οι οποίες έως το 2009 ευημερούσαν, βρέθηκαν σε κενό ρευστότητας, με δυσχέρεια πρόσβασης στην αγορά χρήματος, με μεγάλη απώλεια καταθέσεων και με πλήθος επισφαλών δανείων. Το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους επιβάρυνε περαιτέρω τις τράπεζες, οι οποίες κατείχαν μεγάλο αριθμό ομολόγων του ελληνικού δημοσίου.

Αν συγκρίνει κανείς τις σημερινές τιμές των μετοχών των τραπεζών με τις τιμές πριν από την έναρξη της κρίσης θα παρατηρήσει ότι η πτώση έχει ξεπεράσει το 90%. Οι τραπεζίτες στην ουσία έχασαν τις τράπεζές τους, καθώς μετά την ανακεφαλαιοποίηση οι περισσότερες μετοχές τους πέρασαν στο δημόσιο. Έτσι οι παλιοί ιδιοκτήτες κατέχουν σήμερα, πολύ μικρότερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της κάθε τράπεζας με μετοχές σημαντικά μικρότερης αξίας.

Ανάλογα αρνητική είναι η εξέλιξη και άλλους κλάδους της οικονομίας όπως το εμπόριο, οι κατασκευές, η παραγωγή οικοδομικών υλικών, η ακτοπλοΐα. Η πτώση της κατανάλωσης, η αδυναμία δανεισμού, η δυσχέρεια εισαγωγής πρώτων υλών με πίστωση, η έκτακτη φορολόγηση, η έλλειψη εμπιστοσύνης λόγω πολιτικής και νομισματικής αβεβαιότητας, είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στις περισσότερες επιχειρήσεις.

Στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης ήταν λίγες οι επιχειρήσεις που διατήρησαν τη θέση τους και ακόμη λιγότερες εκείνες που την βελτίωσαν. Ορισμένες από αυτές ενδεχομένως να βοηθήθηκαν οριακά από τη μείωση του εργατικού κόστους. Πρόκειται για εξαιρέσεις, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αλλάξουν τη γενική εικόνα ζημιών και καταστροφών.

Είναι αυτονόητο ότι οι ζημιές των επιχειρήσεων είναι μη συγκρίσιμες με την τεράστια ζημιά που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Οι επιχειρηματίες χάνουν κέρδη, ενώ οι εργαζόμενοι χάνουν στο πεδίο των ζωτικών αναγκών. Ωστόσο η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στις επιχειρήσεις έχει άμεσες επιπτώσεις στους εργαζόμενους, με κορυφαία την εκτίναξη της ανεργίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την κύρια υπαιτιότητα του κράτους για την κρίση, πολλές επιχειρήσεις δεν είναι άμοιρες ευθυνών. Αρκεί να θυμηθούμε, μεταξύ άλλων, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, την διαπλοκή και τη μη παραγωγική αξιοποίηση των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από το χρηματιστήριο.

Οι επιπτώσεις της κρίσης είναι εξίσου αρνητικές και για τις μεγάλες ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Δύο μεγάλοι γαλλικοί τραπεζικοί όμιλοι, που είχαν αποκτήσει τις τράπεζες «Εμπορική» και «Γενική», αποχώρησαν από την Ελλάδα καταγράφοντας σημαντικές ζημιές. Μεγάλες γαλλικές και γερμανικές επιχειρήσεις στο χώρο του λιανικού εμπορίου (FΝΑC, Carrefour, Aldi, Saturn) εγκατέλειψαν την ελληνική αγορά, λίγο καιρό μετά την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων. Από την Ελλάδα, επίσης, αποχώρησαν και δύο μεγάλες πολυεθνικές στο χώρο των καυσίμων η Shell και η BP, παραχωρώντας τα εμπορικά τους δίκτυα. Στο μεταξύ, δεν έχουν εμφανισθεί οι ξένοι, οι οποίοι υποτίθεται ότι προκάλεσαν την πτώχευσή μας για να μας αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί. Μέχρι στιγμής, το «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές» έχει προκαλέσει πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον.

Γίνεται φανερό ότι οι πολυεθνικές, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι εισαγωγείς, οι έμποροι, οι εργολάβοι, οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και τόσοι άλλοι είχαν κάθε συμφέρον να επιθυμούν τη συνέχιση της προ του 2009 κατάστασης και σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελαν διαταράξουν μια τόσο ευνοϊκή για αυτούς ισορροπία. Αλλά και οι περισσότεροι πολιτικοί των τότε κομμάτων εξουσίας -και σίγουρα οι τότε ηγέτες τους- είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν τη διατήρηση της ίδιας κατάστασης. Η κατάσταση αυτή τους επέτρεπε να διορίζουν, να μονιμοποιούν συμβασιούχους, να μοιράζουν επιδόματα, να δίνουν συντάξεις σε νέους ανθρώπους, να ιδρύουν πανεπιστήμια και ΤΕΙ, να δημιουργούν την αίσθηση της ευμάρειας. Αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι και συνδικαλιστές είχαν βρει στο δανεισμό την πηγή που χρηματοδοτούσε τη λειτουργία του πελατειακού συστήματος και μέσω αυτού τη διαιώνιση της εξουσίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια τόσες δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ δεν χρησιμοποιήθηκαν για να διευρυνθεί το κοινωνικό κράτος, αλλά για να αναπαραχθούν τα πελατειακά δίκτυα.

Η άρνηση και του Κώστα Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην επερχόμενη χρεοκοπία ήταν μια από τις τελευταίες απόπειρες του πολιτικού συστήματος να διατηρήσει, για όσο ακόμη μπορούσε, τα προνόμια που του χάριζε η ευημερία με δανεικά. Η οικονομική κατάρρευση ήρθε να αντιστρέψει τους όρους για τους πολιτικούς. Εκεί που μοίραζαν τώρα έπρεπε να περικόψουν, εκεί που διόριζαν έπρεπε να απολύσουν, εκεί που ήταν περιζήτητοι τώρα έγιναν αποσυνάγωγοι. Το κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού σήμανε το τέλος της ευημερίας και μαζί το τέλος της πολιτικής και της επιχειρηματικότητας, όπως τη γνωρίζαμε.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που οι περισσότεροι κάτοικοί της αισθάνονται ότι βρίσκονται μονίμως στο στόχαστρο μιας ξένης επιβουλής. Παλιότερα έχουν γίνει πιστευτές εξωπραγματικές θεωρίες, όπως αυτή για το υποτιθέμενο μουσουλμανικό τόξο, που δήθεν μας απειλούσε. Επομένως δεν είναι παράξενο ότι από την πρώτη στιγμή η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας ερμηνεύτηκε σαν εθνικό ζήτημα και αποδόθηκε στις επιδιώξεις των ξένων να επωφεληθούν σε βάρος της χώρας μας.

Υπάρχουν θεωρίες που ισχυρίζονται ότι παρ' όλη την ανωμαλία που προκάλεσε διεθνώς και τις αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, η ελληνική κρίση σχεδιάζεται και εκτελείται από τους ξένους με σκοπό τα κέρδη. Η πιο δημοφιλής από αυτές παρουσιάζει την Ελλάδα σαν ένα πειραματόζωο με σκοπό τη γενικευμένη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε άλλες χώρες. Όμως τα κόμματα της ελληνικής αριστεράς, που διακινούν αυτή τη θεωρία, μιλούσαν για νεοφιλελεύθερη λαίλαπα πολλά χρόνια πριν την έλευση της κρίσης, ακόμη και την εποχή που μεσουρανούσε ο πελατειακός κρατισμός και οι δημόσιες δαπάνες -όπως και το χρέος- διπλασιάστηκαν μέσα σε πέντε χρόνια. Σήμερα οι ίδιοι ισχυρίζονται -χωρίς να αντιλαμβάνονται την αντίφαση- ότι μετά από δεκαετίες συνεχούς εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού κάποιοι αποφάσισαν να διεξαγάγουν ένα πείραμα για να δουν το πώς θα εφαρμοστεί.

Η θεωρία του πειραματόζωου προϋποθέτει ένα ενιαίο κέντρο, ισχυρό και ικανό να σχεδιάζει και να εφαρμόζει πολιτικές σε παγκόσμια κλίμακα. Παρουσιάζει δηλαδή έναν διεθνή καπιταλισμό ενιαίο και αδιαίρετο και όχι ένα σύνολο διαφορετικών και αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων. Ανάλογες πολιτικές με αυτές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα έχουν εφαρμοστεί σε αρκετές χώρες και πρόσφατα στη Λετονία. Δεν ήταν αυτό αρκετό για να εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα; Για ποιο λόγο λοιπόν ήταν απαραίτητος ένας ακόμη πειραματισμός στην Ελλάδα; Γιατί θα έπρεπε εκείνοι που υποτίθεται ότι θέλουν να επωφεληθούν από τις πολιτικές αυτές να ρισκάρουν χρηματοδοτώντας μια υπερχρεωμένη χώρα με τόσο μεγάλα ποσά; Δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι για να πετύχουν το σκοπό τους, αξιοποιώντας παράλληλα τα χρήματά τους σε πιο επικερδείς επενδύσεις;

Δίπλα στη θεωρία του πειραματόζωου αναπτύχθηκε ο γνωστός ισχυρισμός περί τοκογλύφων. Ο ισχυρισμός αυτός, που προσθέτει μια ηθική απαξία στους δανειστές, επαναλαμβάνεται καθημερινά σε όλες τις ανακοινώσεις της «χρυσής αυγής» (ΧΑ). Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τα επιτόκια με τα οποία η Ελλάδα δανείζεται από το μηχανισμό στήριξης, βρίσκονται γύρω στο 2% και είναι από τα χαμηλότερα στον κόσμο, χαμηλότερα από αυτά που δανείζονται πολλές από τις χώρες που μας δανείζουν. Η Ελλάδα δανείζεται σήμερα με ευνοϊκά επιτόκια σαν να ήταν μια αξιόπιστη χώρα με άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση, παρά το τεράστιο χρέος, την κακή δημοσιονομική της κατάσταση και παρότι προχώρησε σε αθέτηση των υποχρεώσεών της με το μεγάλο κούρεμα ων ομολόγων. Τον ισχυρισμό περί τοκογλύφων περιέλαβε και ο Αλέξης Τσίπρας σε πρόσφατη ομιλία του στην Πάτρα. Ενδεχομένως να το έκανε για να μην υστερεί σε σχέση με τη ΧΑ και τον Καμμένο. Ωστόσο, ένα μήνα πριν σε χαιρετισμό του στην «εναλλακτική σύνοδο κινημάτων» στην Αθήνα, είχε αναφερθεί σε εκείνους που θέλουν την Ελλάδα πειραματόζωο για να επιβάλουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους στην Ευρώπη. Ο Αλέξης Τσίπρας προσάρμοσε τη ρητορική του στις απαιτήσεις του εκάστοτε ακροατηρίου (Έλληνες στην Πάτρα, ξένοι αριστεροί στην Αθήνα) χωρίς να τον ενδιαφέρει η ανακολουθία: Οι τοκογλύφοι πάντα ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν τα κεφάλαιά τους, να πάρουν πίσω τα χρήματά τους και να κερδίσουν από τα αυξημένα επιτόκια. Δεν μπορεί να μας μεταχειρίζονται ταυτόχρονα και ως πειραματόζωα, διότι κάτι τέτοιο περιέχει πολύ μεγάλο ρίσκο. Αν το πείραμα αποτύχει, θα χάσουν όχι μόνο τους τόκους, αλλά και τα χρήματα που μας δάνεισαν. Τα... ξένα κέντρα, μέσα στην υποτιθέμενη παντοδυναμία τους, θα μπορούσαν να βρουν άλλους να δανείσουν και να απομυζούν και άλλους να χρησιμοποιούν ως πειραματόζωο. Γιατί να τα θέλουν όλα από εμάς; Μήπως λόγω της ιδιαίτερης αξίας μας και της μοναδικής θέσης μας τον κόσμο;

Οι απόψεις περί τοκογλύφων βρήκαν γόνιμο έδαφος στην αρχή της κρίσης, διότι πολλοί διέδιδαν ότι υπάρχουν Ρώσοι και Κινέζοι πρόθυμοι να μας δανείσουν με σχεδόν μηδενικά επιτόκια και οι ελληνικές κυβερνήσεις το αρνούνται και καταφεύγουν στους Γερμανούς. Οι ισχυρισμοί αυτοί κατέρρευσαν -μαζί με πολλούς άλλους μύθους -με την εξέλιξη των πραγμάτων στην Κύπρο. Οι Ρώσοι, με μεγάλα συμφέροντα στο νησί, είχαν δώσει στο κυπριακό κράτος ένα μικρό δάνειο 2.5 δις ευρώ με σύντομη διάρκεια και επιτόκιο 4.5 %. Οι ίδιοι αρνήθηκαν να δώσουν μεγαλύτερο δάνειο και συνέστησαν μάλιστα στην κυπριακή κυβέρνηση να προσφύγει άμεσα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (ESM) και στο «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ).


Η θεωρία αυτή δέχεται τις ζημιές των επιχειρήσεων και θα μπορούσε να ισχύει εφόσον στην Ελλάδα είχαμε μια κρίση υπερπροσφοράς. Αν δηλαδή υπήρχε παραγωγή προϊόντων μεγαλύτερη από τη ζήτηση και οι τιμές έπεφταν, μειώνοντας τα κέρδη των επιχειρήσεων. Τότε αρκετές επιχειρήσεις θα έκλειναν ή θα συρρικνώνονταν. Το ξεσκαρτάρισμα αυτό θα ήταν αναπόφευκτο, όσο και απαραίτητο για το ξεπέρασμα της κρίσης και την επαναφορά της κερδοφορίας.

Οι άνθρωποι του ΚΚΕ προσπάθησαν να αναλύσουν την κατάσταση με βάση τη μαρξιστική οικονομική θεωρία, η οποία, όμως, ήταν αδύνατο να προβλέψει το φαινόμενο του ελληνικού πελατειακού κρατισμού και τις συνέπειές του. Έτσι η κρίση που είχαν στο μυαλό τους δεν έχει σχέση με την σημερινή Ελλάδα. Εδώ υπήρχε μεγάλο έλλειμμα, τεράστιο δημόσιο χρέος και πολύ αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Αντίθετα η κερδοφορία των επιχειρήσεων ήταν παραπάνω από ικανοποιητική, καθώς ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας είχε προσαρμοστεί στην εσωτερική κατανάλωση και την πώληση εισαγόμενων αγαθών. Πολλές επιχειρήσεις κατέρρευσαν όταν το κράτος δεν μπορούσε πλέον να δανείζεται για να τροφοδοτεί τη ζήτηση. Στην Ελλάδα η κρίση μεταφέρθηκε από το κράτος στις τράπεζες και την ιδιωτική οικονομία, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία σε σχέση με αυτό που συνέβη σε πολλές χώρες κατά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Φαίνεται, πάντως, ότι το ΚΚΕ έχει εγκαταλείψει τη θέση περί καταστροφής κεφαλαίου. Στις αποφάσεις του 19ου συνεδρίου γίνεται απλώς αναφορά σε «κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου», ενώ μεταγενέστερη απόφαση της κεντρικής επιτροπής (ΚΕ) του (Μάιος 2013) αποδίδει την κρίση στον ανταγωνισμό μεταξύ ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η διαφορά αντίληψης ανάμεσα στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ προσπαθεί να ερμηνεύσει, έστω και ανεπιτυχώς, με μαρξιστικά εργαλεία την κατάσταση ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται καιροσκοπικά τα κατασκευάσματα του εθνολαϊκισμού.

Όσο σπάνιο είναι να εντοπίσει κάποιος κερδισμένους από την κρίση στο πεδίο της οικονομίας, τόσο εύκολο είναι να τους βρει στο χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ. Η αντιμνημονιακή ρητορεία και η μήνις κατά των ξένων δημιούργησαν μια πραγματική ιστορία επιτυχίας για λαϊκιστικά κόμματα, δημαγωγούς ηγέτες, τυχοδιώκτες δημοσιογράφους και χρεοκοπημένα εκδοτικά συγκροτήματα. Το αντιμνημονιακό εμπόρευμα έγινε περιζήτητο, καθώς μεγάλο μέρος των πολιτών προτίμησε τις βολικές αναγνώσεις για την προέλευση της κρίσης από την αναζήτηση των αιτίων στην διαδρομή της εγχώριας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η οικονομική κρίση από ένα μεγάλο μέρος ελληνικής κοινωνίας δεν απέχει απλώς από την πραγματικότητα, αλλά δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.

Η τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορούσε να ξεπεραστεί με ανώδυνο τρόπο. Όμως, πιθανότατα, η τόσο μεγάλη καταστροφή θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Η συζήτηση για τη στάση των ευρωπαϊκών παραγόντων και την ανεπάρκεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι ανοικτή. Παράλληλα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τόσο δύσκολης κατάστασης, μια κοινωνία με έλλειψη προσανατολισμού, η οποία έχει τόσο λίγη αυτογνωσία και συντηρεί τόσο μεγάλες αυταπάτες.

Η αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα θυμίζει όλο και περισσότερο την αντιμετώπιση των θανατηφόρων επιδημιών στον μεσαίωνα. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, αγνοούσαν τα πάντα γύρω από τη διάδοση, την θεραπεία και την πρόληψη των ασθενειών. Είχαν όμως την ακλόνητη πεποίθηση ότι η έλευση μιας επιδημίας, όπως και η αντιμετώπισή της, ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα του Θεού. Συγκεντρώνονταν, λοιπόν, στις εκκλησίες για να προσευχηθούν. Οι προσευχές τους, όχι μόνο δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά η συνάθροιση σε κλειστούς χώρους ευνοούσε την περεταίρω διάδοση της αρρώστιας.

Δείτε το βίντεο με την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα




του Σπύρου Βλέτσα  

Ο Σπύρος Βλέτσας είναι κινηματογραφιστής και συγγραφέας



Δεν υπάρχουν σχόλια: