Γράφει ο Μητς Μήτσης
Κωμικοτραγικό! Και πώς μπορεί να μην είναι, όταν κάτι συμβαίνει σε εμφύλιο;
Ήταν στα πρώτα του χρόνια ο εμφύλιός μας, χειμώνας το 46 κι από τη ράχη του Τσούτσουρα που αντικρύζεις όλο το χωριό, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ φώναξαν με το χωνί.
Απόψε τη νύχτα οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ, λόγω της ραγδαίας βροχής θα ξενυχτήσουν στο χωριό σας και θα κοιμηθούν στα σπίτια σας. Πρώτα θα περάσει η επιτροπή να δει τη χωρητικότητα κάθε σπιτιού για να μοιραστούν ανάλογα.
Οι περισσότεροι άντρες του χωριού ήταν στο αντίπαλο αντάρτικο, στο ΕΔΕΣ. Ο πατέρας μου που δεν είχε οργανωθεί σε καμιά αντάρτικη οργάνωση, με το άκουσμα του τελάλη έφυγε και πήγε στο χειμαδιό να κοιμηθεί, για να μην τον βρουν στο σπίτι και τον στρατολογήσουν, αφού έδωσε τις πρέπουσες συμβουλές, οδηγίες όπου θέλει ο καθένας ας τις τοποθετήσει.
Ό,τι και να σας ρωτάνε, εσείς θα απαντάτε δεν ξέρουμε, δεν μας είπε τίποτα, ό,τι και να γίνει εσείς τσιμουδιά, για κανέναν δε θα πείτε κακό, αλλά ούτε και καλό.
Όλοι στο μικρό το χωριουδάκι το Βλαχώρι Θεσπρωτίας θορυβήθηκαν διότι το μαντάτο ήρθε πιο γρήγορα από τους αντάρτες. Ψείρες και κόνιδες. Ψείρες με ουρά! Μιλιούνια ψείρες, ψείρες και των γονέων, άσε τις κόνιδες που κουβαλούσαν μαζί τους οι αντάρτες, ανυπολόγιστες, αμέτρητες ήταν.
Ωχ! Οι μάνες, ωχ οι βάβες, ωχ οι παππούδες, αλλοίμονό μας θα μας γεμίσουν ψείρες τα παιδιά.
Μη φοβάσαι Γιώργαινα, η βάβω μου.
Τη να μη φοβάμαι μάνα, οι ψείρες είναι ψείρες.
Μη φοβάσαι Γιώργαινα, ξανά η βάβω μου.
Τι να μη φοβάμαι, τις ψείρες να μην φοβάμαι, τρία μικρά παιδάκια έχομε.
Σου είπα μη φοβάσαι Γιώργαινα, εγώ θα τους διώξω τους αντάρτες! Δε θα τους αφήσω να κοιμηθούν στο σπίτι.
Προς θεού μάνα, μην πεις τίποτα!
Τίποτα δε θα πω, αλλά οι αντάρτες θα φύγουν νύφη. Αγύριστο κεφάλι η βάβω μου. Εγώ θα τους διώξω νύφη, δε θα τους αφήσω να μας γεμίσουν τα μαξούμια ψείρες.
Πήγε έξω στη θημωνιά κι έφερε ξύλα μέσα στο σπίτι, έριξε αρκετά στη φωτιά και δυνάμωσε και τυλίχτηκε με τη βελέντζα κι άρχισε να βογκάει.
Η περιοχή μας τότε ελεγχόταν απόλυτα από το ΕΛΑΣ με αρχηγό τον Κόκορη από το Πόποβο Παραμυθιάς, Αγία Κυριακή τώρα και το τμήμα των ανταρτών που θα περνούσε τη βραδιά στο χωριό μας, το οποίο πήγαινε για την Κέρκυρα ήταν από το Λιτόχωρο, με τριανδρία αρχηγό, τους αδελφούς Γκουντάρα. Τέσσερα αδέλφια ήταν και ο τέταρτος ήταν μικρός τότε και δεν ακολούθησε. Αργότερα, περίπου τα είκοσι χρόνια και τα τέσσερα αδέλφια βρέθηκαν να εργάζονται στην Τζέντα της Σαουδαραβίας. Εκεί τα συνάντησε ο πρωτοξάδερφος της μητέρας μου, ο Κώστας Έξαρχος που υπηρετούσε δάσκαλος στο εκεί Ελληνικό σχολείο, όπου και παιδιά τους ήταν μαθητές του.
Όλες οι γυναίκες του χωριού μαγείρεψαν για να φάνε οι αντάρτες που θα κοιμότανε στο σπίτι τους ότι το καλύτερο είχαν. Η μητέρα μου έβρασε φακές με μπόλικα κρεμμύδια-καύγες που είναι πιο νόστιμες, δυο φύλα δάφνη και τις έκαψε με αρκετό λάδι και κόκκινο πιπέρι, έβγαλε από τη βαρέλα κι έξι πλάκες τυρί και τους περιμέναμε να έρθουν.
Εμείς τα παιδιά φοβισμένα, διότι στα μουλοχτά μερικές γυναίκες που οι άντρες τους ήταν στο Ζέρβα, διαδώσαν ότι είναι κακοί άνθρωποι, σφάζουν για το τίποτα.
Η βάβω μου όπως αναφέραμε παραπάνω ξαπλωμένη και τυλιγμένη με τη βελέντζα, έκανε τη βαριά άρρωστη και βογκούσε λες και ήταν του θανατά.
Μπήκαν μέσα έξι αντάρτες και καλησπέρισαν. Η βάβω έκανε πως δεν τους κατάλαβε και συνέχιζε να βογκάει και να βήχει δυνατά, να πιάνει τις ροχάλες με τα χέρια και να τις πετάει δεξιά αριστερά στη γωνιά στο τζάκι. Έβαλε και το δάχτυλο στο λάρυγγα κι έκανε εμετό και γέμισε η γωνιά ξερατά και ούρλιαζε, νύφη ειν’ τα τελευταία μου, απόψε θα πεθάνω και δως του το βήχα και τις ροχάλες με τις μύξες να τις πετάει ανεξέλεγκτα, όπου οι αντάρτες πήραν στα γρήγορα το τυρί με το ψωμί να μη το μαγαρίσει η βάβω μου με τις ροχάλες κι έτσι άρον-άρον οι αντάρτες εγκατάλειψαν την εστία μας.
Δε στο ‘πα μωρ’ νύφη ότι θα τους διώξω, όμως για καλό και για κακό δεν ξέρεις μπορεί να ξανάρθει κανένας να δει τι κάνω και συνέχισε τον ίδιο σκοπό όπου τα ξημερώματα προτού φύγουν πέρασε ένας από τους έξι βραδινούς, να δει τι κάνει και της είπε περαστικά, ούτε που άνοιξε μάτι να τον δει η βάβω μου.
Όλες οι γυναίκες του χωριού από ταχιά άναψαν φωτιά στις αυλές και στα μεγάλα κακάβια τα ονομαζόμενα πλυτοκάκαβα, έφτιαξαν αλισίβα. Έβγαλαν έξω από το σπίτι όλα τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα όχι μόνο που κοιμήθηκαν οι αντάρτες αλλά και τα δικά τους. Έξω στις αυλές άλλαξαν τα σκουτιά-ρούχα δικά τους και των παιδιών για να πέσουν οι ψείρες με τις κόνιδες στο χώμα για να φαίνονται να τις σκοτώσουν κι όσες δεν τις δούνε να τις φάνε οι κότες. Μετά έλουσαν τα παιδιά με την αλισίβα, λούστηκαν κι αυτές κι ύστερα ζεμάτισαν με καυτό νερό να ψοφήσουν οι ψείρες σκουτιά-ρούχα, σκεπάσματα και στρωσίδια.
Τους βγήκε η Παναγία ανάποδα από την κούραση, για να τα προφτάσουν να τα παστρέψουν όλα, να απαλλαγούν από το βρομερά ζωύφια που ρουφάνε το αίμα. Όλη την ώρα της λάτρας τους αναθεματίζανε λέγοντας, να μη σώσουν να πάνε στον προορισμό τους, διότι πίστευαν ότι θα ξαναγύριζαν από το χωριό και τις έπιανε σύγκρυο.
Δυο αδέρφια λίγο μεγαλούτσικα δέκα και ένδεκα χρονών, από τον απάνω μαχαλά, τα οποία αριστερίζανε ολίγο, στα κρυφά όμως, διότι ο φόβος κρατούσε τα έρημα, δε δέχτηκαν να αλλάξουν τα σκουτιά, ούτε και σχολείο πήγαν εκείνη την ημέρα. Ήθελαν να βοσκίσουν τα λίγα γίδια με τα πιο λιγότερα πρόβατα απέναντι από το χωριό, στις τοποθεσίες Φωτεινού και Πλάκα για να χαρούν τις αριστερές τις ψείρες με τις κόνιδες να απολαύσουν τη συντροφιά τους.
Θέλανε να αγναντεύουν το χωριό, διότι έτσι φανταζόταν ότι, αν ήταν κι αυτά αντάρτες θα έπρεπε να καταστρώσουν σχέδιο, το πώς θα κάνανε την επίθεση να το καταλάβουν.
Ο …. και ο …. δε γράφω το όνομά τους, διότι όταν ρώτησα τον έναν που ζει μου το απαγόρευσε, παρ΄ ότι μου φρεσκάρισε τη μνήμη μου για το συμβάν.
Ο .… και ο …. τις θέλανε τις ψείρες και τις κόνιδες, επειδή ήταν από ομοϊδεάτες όπως μου είπε ο επιζών.
Οι ψείρες όμως φιλαράκο του είπα δεν είναι δεξιές κι αριστερές, ούτε γνωρίζουν από αριστερό κι από δεξιό αίμα, οι ψείρες ρουφάν μόνο αίμα.
Και το αίμα φίλε μου και να του αλλάξεις το άτομο από Α σε Δ το ίδιο κυλάει!
Τα καημένα τα αδερφάκια, άντεξαν πόσο άντεξαν το τσίμπημα από τις φιλικές ψείρες, ξύστηκαν πόσο ξύστηκαν κι έπρεπε να δώσουν τέλος στην απόλαυση από τις εχθρικές πια που κατάντησαν! Κι έτσι ξεμπλετσιάστηκαν, -έβγαλαν όλα τα ρούχα-, κι άρχισαν να σκοτώνουν τις ψείρες που δεν είχαν τελειωμό.
Ξεχάστηκαν σκοτώνοντας τις ψείρες με τις κόνιδες κι έτσι τα γίδια ανεξέλεγκτα προχώρησαν και μπήκαν στο χωράφι της Νασιο-Βασίλαινας στην Πλάκα, το είχε σπαρμένο κουκιά και το κάνανε λίμπα. Έφαγαν όλα τα κουκιά και τα αδερφάκια δεν το πήρανε χαμπάρι σκοτώνανε ψείρες και κόνιδες.
Ο δραγάτης που έλεγχε με κάτι γερμανικά κιάλια, τα οποία ήταν λάφυρο από το σαμποτάζ που έκαναν οι αντάρτες στον αμαξωτό δρόμο Ιωαννίνων Ηγουμενίτσας πριν από το χωριό μας στο ανήλιο της Πλαϊνής, στη μεγάλη τη στροφή, στην τοποθεσία Πέταλο, όπου συμμετείχε κι αυτός.
Από τη Γούργαρη που παρατηρούσε τα γύρω, είδε τα γίδια στο χωράφι της Νασιο-Βασίλαινας στην Πλάκα που τρώγανε τα κουκιά πιο κάτω τα δυο αδερφάκια γυμνά που σκοτώνανε τα αναθεματισμένα ζωύφια, ο ένας από το κεφάλι του άλλου. Καθ’ ότι ο δραγάτης ήταν και καλαμπουρτζής υπολόγισε ότι όσο να φτάσει στην Πλάκα τα γίδια θα τα είχαν φάει όλα τα κουκιά, εξ’ άλλου το μισό χωράφι είχε σπείρει η Νασιο-Βασίλαινα, διότι το άλλο θα το έσπερνε κατά το τέλος της Άνοιξης ξερικό ασπροκαλάμποκο.
Κι έτσι προσεχτικά πήγε κοντά στα γυμνά αδερφάκια και τους πήρε τα σκουτιά και τα έβαλε μέσα στο σακούλι του και τράβηξε την ανηφόρα κι έφθασε στο χωράφι της Νασιο-Βασίλαινας. Άρχισε να σφυρίζει με την σφυρίχτρα μαζεύοντας τα γίδια κι ένα του να τα πάει στο χωριό, να πάρει τη ρήτρα, την κατά κεφαλή αμοιβή όπως συνηθιζόταν.
Τότε τα αδερφάκια πήραν χαμπάρι τι συνέβηκε και πήγαν να φορέσουν τα σκουτιά και είδαν ότι δεν ήταν στη θέση τους. Βλέπουν και στο δρόμο το δραγάτη να κατεβάζει τα γίδια για το χωριό επειδή όμως ήταν γυμνά, ντράπηκαν να εμφανιστούν κι έτσι ανενόχλητος ο δραγάτης ροβόλαγε την κατηφόρα στο στενό μονοπάτι τα γίδια τους.
Το ένα το αδερφάκι πήγε στα πρόβατα και τ’ άλλο το ποιο πονηρό διακριτικά πίσω από τις πουρναρότουφες να μην τον δει κανένας που ήταν γυμνό, ακολουθούσε τα γίδια με τον δραγάτη που τα πήγαινε στο χωριό, μήπως και τα κατάφερνε να του αρπάξει το σακούλι από τον ώμο που είχε μέσα τα ρούχα τους.
Ο δραγάτης με τα γίδια δεν είχαν προχωρήσει ούτε το ένα πέμπτο της απόστασης να φτάσουν στο χωριό κι άρχισε να ξύνεται στο σβέρκο και βλέπει στο νύχι του κολλημένη μια ψείρα. Χώνει τότε τα δάκτυλά του πιο βαθιά στα μαλλιά κάτω από το καπέλο και ξύστηκε και τα νύχια του γέμισαν ψείρες που τις αποκόλλησαν από το κεφάλι του κι έτσι κατάλαβε ότι είναι από τα σκουτιά των παιδιών και τα άδειασε από το σακούλι στο δρόμο.
ΟΙ ψείρες έχουν την ιδιότητα και κρύβονται στα τριχωτά μέρη του σώματος και ιδίως στο κεφάλι, γι’ αυτό άλλωστε μας κούρευαν με την ψηλή τη μηχανή. Τώρα όμως ξυρίζουν το κεφάλι, διότι οι ψείρες με τις κόνιδες είναι μέσα στο κρανίο για να βγούνε έξω, αλλά αυτές θρονιάσανε για τα καλά μέσα στο καύκαλό τους και δεν ξεκολλάν με τίποτα. Γι’ αυτό θέλει ξύρισμα το μυαλό τους με κρύο νερό όπως λέγανε στο χωριό μου, μπας και λαμπικάρει.
Πως μάλλον εκείνες οι ψείρες με τις κόνιδες που δεν ήταν μόνο αριστερές, αλλά ήταν και αντάρτισσες και γνώριζαν πολύ καλά από κρυψώνες και καταφύγια, διότι στην αντίσταση κρυβόταν στα δάση από τους Γερμανούς και πάνω στα βουνά στα απόκρυφα μέρη, πως μάλλον με τον εμφύλιο που οι κίνδυνοι ήταν περισσοί.
Ο δραγάτης ο καημένος γύρισε και το σακούλι ανάποδα και το τίναξε να πέσουν οι ψείρες και καθώς δεν πρόσεχε σκουντούφλησε στις πέτρες κι έπεσε ανάσκελα, σηκώθηκε και προχώραγε σιγά-σιγά την κατηφόρα.
Όταν απομακρύνθηκε λίγο από τα σκουτιά που τα άδειασε στο δρόμο, το γυμνό αδερφάκι τα μάζεψε, φόρεσε τα δικά του και τ’ άλλα τα πήγε στο αδέρφι του. Μετά έτρεξε την κατηφόρα κι όταν πλησίασε στον δραγάτη με τα γίδια λοξοδρόμησε και μέσα από τις πουρναρότουφες προσπέρασε και τα γίδια και ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά τους και τα τρόμαξε και σκόρπισαν μέσα στις πουρναρότουφες δεξιά κι αριστερά!..
Άιντε να τα σμίξεις τα γίδια και να τα βάλεις σε ίσιο δρόμο!..
Δεν είχε περάσει καλά, καλά το μεσημέρι και ο δραγάτης τα παράτησε όλα και τράβηξε για το χωριό, να πάει στο σπιτάκι του να αλλάξει τα σκουτιά, να απαλλαγεί από τα αριστερά ζωύφια, μια και ήταν από τα γεννοφάσκια του δεξιάκι του κερατά. Ήταν ποτέ δυνατόν να τις κουβαλάει στη ράχη του; Τι δηλαδή, παιδί του κατσιαπλιά ήταν … που έσφαζε, όπως διαδίδανε όλοι οι δωσίλογοι και συν αυτών με τα κονσερβοκούτια, ή μήπως ήταν αδέρφι του… και του… που αναφέραμε παραπάνω, τα οποία κι εκείνα σαν καλά και υπάκουα αριστεράκια, τις ανέχτηκαν όσο τις ανέχθηκαν και μετά σαν τρελά έκαναν να απαλλαγούν από δαύτες!
Οι πιτσιρικάδες πήραν τα γιδοπρόβατα με τα λιθάρια το δρόμο πέρα και έφτασαν στη βρύση στο Τζουρλόγγο με το κρύο το νερό, να πλυθούνε και να μουλιάσουν τα σκουτιά τους για να πουντιάσουν οι ψείρες με τις κόνιδες, να ψοφήσουν, να γίνουν ντέφι από το κρύο, να απαλλαγούν μια για πάντα από δαύτες.
Έλα όμως, αυτά κόντεψε να τα κακαρώσουν απ’ το παγωμένο νερό, διότι οι ψείρες δεν ήταν απλώς αριστερές, ήταν ορεσίβιες, μαχόμενες αντάρτισσες!
Ήταν σκληρές, καθαρόαιμες κομμουνίστριες κι άντεξαν στο παρεμφερές μαρτύριο τύπου ανεκδιήγητου Μανιαδάκη κατά τη διακυβέρνηση του δικτάτορα Μεταξά όπου τις έριξαν. Ο οποίος για να αναγκάσει τους αριστερούς να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας, κάθε μέρα το πρωί τους έδενε καθισμένους με τον κώλο πάνω σε μια κολώνα πάγο έως ότου λειώσει από τη θερμοκρασία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου