Η αλλαγή πορείας δεν είναι ουτοπική και ανέφικτη, αλλά
αναγκαστική και ρεαλιστική: η σημερινή κλείνει τον κύκλο της με ανυπολόγιστες
απώλειες, ακόμη και για τους εμπνευστές της
Για τις
ευρωεκλογές, οι προβλέψεις κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές είναι για τη σημερινή
ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Η αποχή τοποθετείται στο 50%, ενώ από τη μειωμένη
συμμετοχή αναμένεται παντού μετατόπιση της ετυμηγορίας προς την εθνικιστική και
αντιευρωπαϊκή ακροδεξιά. Ιδίως στη Βρετανία, επίσης σε Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία,
Αυστρία, Φινλανδία, ακόμη και Γερμανία.
Η μεταστροφή τροφοδοτείται με την απογοήτευση από τη
μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή εμπειρία, η οποία στην πράξη μεταφράζεται σε δραματική
επέκταση της ανεργίας, περιθωριοποίηση των νεανικών πληθυσμών, καταλυτική
αδυναμία προβολής οιουδήποτε θετικού οράματος για το ευρωπαϊκό
μέλλον.
Με τις πολιτικές
λιτότητος και περικοπές δημόσιων δαπανών, που η Ευρώπη επιβάλλει, με πρόσχημα
την εθνική ισοσκέλιση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί χάνουν καθημερινά πειστικότητα και
αξιοπιστία. Ενώ οι πάντες προβλέπουν λαϊκή αποδοκιμασία, παραμένουν εντυπωσιακά
σε πλήρη αδράνεια για να την αποτρέψουν, συνεχίζοντας στο μοιραίο δρόμο των
επιλογών που οξύνουν τη λαϊκή απόγνωση. Εύκολο το συμπέρασμα ότι το μέχρι σήμερα
ευρωπαϊκό έργο δεν είναι πλέον υπερασπίσιμο.
Κορωνίδα του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος, το ευρώ: ενώ είχε θεσπισθεί με φιλοδοξία να ανταγωνισθεί το
αμερικανικό δολάριο, σήμερα σύρεται στο έδαφος, επαιτώντας στήριξη από αυτούς
που επαίρετο ότι θα ανταγωνισθεί.
Παράλληλα, εάν το ευρώ διατηρείται ακόμη,
αυτό οφείλεται στις «μη συμβατικές» πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
οι οποίες όμως συνεπάγονται περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ευρωπαϊκής
οικονομίας, με επέκταση της ύφεσης και της ανεργίας. Η τεχνητή στήριξη του ευρώ
από την ΕΚΤ δημιουργεί αίσθημα «παραπλανητικής ασφάλειας», επισημαίνει η Κριστίν
Λαγκάρντ από το ΔΝΤ, αφού το δύσκαμπτο νόμισμα αποβαίνει σήμερα παράγων
αποσταθεροποίησης της οικονομίας, επιδείνωσης της ύφεσης και εκτίναξης της
ανεργίας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Στις παρούσες οδυνηρές συνθήκες
ουδείς είναι σε θέση να υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή πορεία και το μόνο όπλο που
απομένει προς υπεράσπισή της είναι η διόγκωση του φόβου σχετικά με την
αναμενόμενη άνοδο της ακροδεξιάς.
Ωστόσο, η τελευταία δεν παραπέμπει
αναγκαστικά στα ναζιστικά πρότυπα της δεκαετίας του 1930. Απλώς, οικειοποιείται
τον ανερχόμενο πειρασμό των εθνικών λύσεων έναντι του αδιεξόδου στο οποίο
καθηλώνει η σημερινή ευρωπαϊκή αδράνεια.
Οσο είναι δημαγωγία η ταύτιση
της Ευρώπης με τις σημερινές αδιέξοδες επιλογές της, άλλο τόσο είναι δημαγωγία
να ταυτίζεται η αμφισβήτησή τους με το φασισμό και το ναζισμό.
Στην πράξη, η ακροδεξιά αμφισβήτηση θέλει η
σημερινή Ευρώπη να είναι «μονόδρομος», ώστε να εισπράττει την εξ αυτού κοινωνική
δυσαρέσκεια. Ομοίως, οι ευρωπαϊκοί «μονόδρομοι» θέλουν η αμφισβήτηση να είναι
ακροδεξιά, ώστε να είναι ευκολότερα διαβλητή. Εκαστη πλευρά επενδύει εκβιαστικά
στο φόβο της άλλης, αλλά και έκαστη στρώνει δρόμο στην άλλη, πιστεύοντας ότι
έτσι ενισχύεται η ίδια.
Η αποτυχία της Ευρώπης ενθαρρύνει τον
αντιευρωπαϊσμό και ο τελευταίος διακινείται ως φόβητρο για διαιώνιση των
σημερινών άγονων επιλογών.
Ωστόσο, εάν η Ευρώπη σήμερα απογοητεύει,
ενθαρρύνοντας την αναζήτηση εθνικών λύσεων, αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι
έχουν εξαντληθεί οι ευρωπαϊκές, πολλώ δε μάλλον που δεν έχουν καν ποτέ
δοκιμασθεί στην πράξη.
Αλλο ο αντιευρωπαϊσμός, άλλο η κριτική στην Ευρώπη. Ο
πρώτος διεκδικεί την εγκατάλειψη κάθε ευρωπαϊκής διαχείρισης και αναδίπλωση σε
εθνικές, ενώ η δεύτερη προβάλλει διαφορετική εναλλακτική διαχείριση των
ευρωπαϊκών πραγμάτων. Από την ίδρυσή της (1957) μέχρι το 1992, η Ευρωπαϊκή Ενωση
λειτούργησε με την αρχή αλληλεγγύης, με το ευρωπαϊκό κοινωνικό υπόδειγμα και
στόχο την ανάπτυξη.
Ομως, η πρώτη εγκαταλείφθηκε με τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ (1992), το δεύτερο με το Σύμφωνο Σταθερότητος (1998), ο τρίτος με τον
οδοστρωτήρα της λιτότητος (2010). Αντί αλληλεγγύης, υιοθετήθηκε η επιδίωξη
ανταγωνιστικότητος κάθε χώρας-μέλους εις βάρος των εταίρων και όλων μαζί εις
βάρος της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.
Αυτό δεν ήταν αναγκαίο
και δεν οδηγεί πουθενά, εκτός από υποβάθμιση της Ευρώπης στον υπόλοιπο κόσμο.
Από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όλοι οι λαοί της μπορούν να ωφελούνται, αρκεί να
εγκαταλειφθεί ο σημερινός «μονόδρομος» προς τον κοινωνικό όλεθρο.
Δεν
είναι αναγκαίο από την ευρωπαϊκή κρίση να επωφελούνται οι εθνικισμοί, αρκεί η
Ευρώπη να επανέλθει στις ιδρυτικές αρχές της. Υπάρχουν σήμερα κοινωνικές
δυνάμεις στον ευρωπαϊκό χώρο, ικανές να επιβάλουν αλλαγή πορείας προς κοινό
όφελος εργαζομένων σε όλες τις χώρες-μέλη.
Η Ελλάδα, με τη μέγιστη
κοινωνική καταστροφή από τη «λανθασμένη συνταγή», πρωτοστατεί σήμερα, μαζί με
τις ομοιοπαθείς του Νότου, στην αφύπνιση. Οταν η Ευρώπη διασώζει τράπεζες, αλλά
όχι χώρες, με χρήμα όχι ευρωπαϊκό, αλλά εθνικό, εις βάρος φορολογουμένων κάθε
χώρας, αυτό δεν αποτελεί ζήτημα υπερτροφικής ευρωπαϊκής διαχείρισης, αλλά
δραματικό έλλειμμά της. Οι μεγάλες χώρες την απεμπολούν, οι μικρές τη
διεκδικούν. Η αλλαγή πορείας δεν είναι ουτοπική και ανέφικτη, αλλά αναγκαστική
και ρεαλιστική: η σημερινή κλείνει τον κύκλο της με ανυπολόγιστες απώλειες,
ακόμη και για τους εμπνευστές της. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα βρίσκεται σε λάθος
κατεύθυνση και όσο οι ιθύνοντες επιμένουν σε αυτήν τόσο θα ογκώνεται η
εθνικιστική δημαγωγία για την εγκατάλειψη όχι μόνον αυτής, αλλά και της Ευρώπης.
Ομως, ογκώνεται επίσης η πλευρά όσων αξιώνουν αλλαγή πορείας και όταν
αυτή επιβληθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες και δημοκρατικές προσδοκίες των λαών της,
τότε οι παντός είδους δημαγωγίες θα έχουν απολέσει το νοσηρό έδαφος που τις
εκτρέφει.
Κώστας Βεργόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου