Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Μυρτώ Λέτσου, δικηγόρος, υποψήφια Περιφερειακή Σύμβουλος στην Π.Ε. Πρέβεζας με τον συνδυασμό «'Ηπειρος Ανατροπής»


''Ιδιωτικοποίηση: Η νεοσυντηρητική πολιτική ενός προτεκτοράτου''.

Η πολιτική της ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών (τόσο στην αρχική εκδοχή της: μονεταρισμός - θεωρία κλειστής οικονομίας, όσο και στην τρέχουσα: παγκοσμιοποίηση - θεωρία ανοικτής οικονομίας) ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Υλοποιείται από τις συντηρητικές κυβερνήσεις Ρέηγκαν και Θάτσερ, αν και έχει ήδη προηγηθεί η δοκιμαστική εφαρμογή της την προηγούμενη δεκαετία από τις στρατιωτικές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής (π.χ. Χιλή).

Ακολούθως, επιβάλλεται ως διεθνής τάση στις αναπτυγμένες  και στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Από την δεκαετία του 1990 την πολιτική αυτή την ενστερνίζεται και η κεντροαριστερά (σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) με κορυφαίο παράδειγμα την κυβέρνηση Μπλαιρ, αντικαθιστώντας τις Κεϋνσιανές πολιτικές. Στην επιβολή της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το ΔΝΤ και τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής που αυτό επιβάλλει, όπου  καλείται να συνδράμει οικονομίες με δημοσιονομικά προβλήματα.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες η πολιτική αυτή συμπυκνώνεται στη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», δηλαδή στο νεοσυντηρητικό πλαίσιο πολιτικών που κυριαρχεί στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα). Πρόκειται για πολιτικές καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, μέσω των οποίων επιδιώκεται η αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της φθίνουσας κερδοφορίας του κεφαλαίου και της συνακόλουθης υπερσυσσώρευσής του, με την παροχή προς ιδιωτική εκμετάλλευση τομέων της οικονομίας που μέχρι πρότινος ήταν υπό δημόσιο έλεγχο. Οι τομείς αυτοί, υπό δημόσια λειτουργία, είχαν πολύ χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας λόγω του προτάγματος της κοινωνικής πολιτικής (δηλαδή επιλογής παροχής των υπηρεσιών τους με φθηνό αντίτιμο για να έχουν πρόσβαση σε αυτούς όλοι οι πολίτες και ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα.


Συνεπώς όταν τους αναλαμβάνει το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί - αυξάνοντας τόσο την εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την τιμή των υπηρεσιών τους - να αποκτήσει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά κερδοφορίας,  σε τομείς που προηγουμένως δεν είχε πρόσβαση.
Σημειωτέον ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις υπάρχουν κυρίως στους τομείς της κοινής ωφέλειας. Στους τομείς αυτούς, πριν από τις δημόσιες επιχειρήσεις υπήρχαν ιδιωτικοί πάροχοι με εξαιρετικά αποτυχημένες οικονομικά και κοινωνικά επιδόσεις (ακριβές τιμές, ανεπαρκής κάλυψη του πληθυσμού κλπ.), λόγω του υψηλού κόστους και του μακροχρόνιου ορίζοντα απόδοσης των απαιτούμενων επενδύσεων για έργα υποδομής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι τομείς της κοινωνικής ωφέλειας κρατικοποιήθηκαν. Αυτός είναι και ο λόγος που τώρα - εφόσον έχει δημιουργηθεί με δημόσια δαπάνη η υποδομή και είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμη - το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι διατεθειμένο να την αποκτήσει.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 της οποίας τα θεμελιακά αίτια, αλλά και οι επιπτώσεις της δεν έχουν αντιμετωπισθεί μέχρι σήμερα, σηματοδοτεί την αποτυχία των νεοσυντηρητικών πολιτικών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Συγκεκριμένα:
Η υποβάθμιση του δημόσιου συμφέροντος: Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, την αξία των μετοχών τους και τις αμοιβές του διευθυντικού προσωπικού τους. Αυτό συνεπάγεται τον περιορισμό στις δαπάνες για συντήρηση υποδομών και προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών.  Επιπλέον, στην περίπτωση που οι τομείς αυτοί δημιουργούν αρνητικές επιπτώσεις εξωτερικά (π.χ. μόλυνση) οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να ρυθμίσουν την παραγωγή έτσι ώστε να περιορισθούν σε ένα κοινωνικά βέλτιστο επίπεδο. Αντιθέτως, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα κίνητρο να το κάνουν εκτός και εάν επιδοτηθούν από το δημόσιο.
Η αρνητική αναδιανομή πλούτου: η πώληση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων (που ανήκουν σε όλους) στα πλουσιότερα στρώματα του πληθυσμού ευνοεί τα δεύτερα καθώς συνήθως αγοράζουν φθηνότερα και στη συνέχεια εκμεταλλεύονται εξαιρετικά προσοδοφόρες επιχειρήσεις (καθώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίας κοινής ωφέλειας τα αγοράζουν αναγκαστικά όλοι). Αυτό οδηγεί σε αύξηση της ανισότητας μεταξύ πλουσίων και φτωχών.



Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις προσπαθούν συνεχώς να μειώσουν τα κόστη (ακόμη και όταν αυτό είναι προβληματικό) και ένας από τους ευκολότερους τρόπους είναι η μείωση του προσωπικού και η εντατικοποίηση της εργασίας. Αυτό εύκολα συνεπάγεται αύξηση της ανεργίας (σε περιόδους ύφεσης ή κρίσης), εν τέλει μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας (λόγω υπερβολικής εντατικοποίησης) και σοβαρότατα ατυχήματα (και λόγω φθοράς του εργατικού δυναμικού).
Ο τομέας της ενέργειας είναι χαρακτηριστικός της αποτυχίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων. Δημιουργήθηκε σταδιακά ένα τυποποιημένο πρότυπο που προπαγανδίσθηκε και επιβλήθηκε και περιλαμβάνει διάσπαση της παραγωγής, διανομής, χονδρικής και λιανικής πώλησης και την δημιουργία ουσιαστικά ψευδο-αγορών (οιονεί αγορών) έτσι ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση κάποιας μορφής ανταγωνισμού.
Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην ενέργεια χρησιμοποιούν την κυριαρχία τους στην αγορά για να εκβιάσουν τις κυβερνήσεις με την απειλή της χρεοκοπίας και των διακοπών παροχής ενέργειας έτσι ώστε να τους επιτρέψουν οι ρυθμιστικές αρχές να αυξήσουν τις τιμές ή να τις διασώσουν από χρεοκοπία με κρατικά χρήματα.
Η ελληνική περίπτωση με την μακρόχρονη κυβερνητική προσπάθεια για ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν διαφέρει από το ως άνω περιγραφόμενο οικονομικό πρότυπο, παρά μόνο στο ότι καθυστέρησε λόγω των εύλογων κοινωνικών αντιδράσεων.
Πριν δοθεί το χαριστικό χτύπημα στον δημόσιο χαρακτήρα της ηλεκτρικής ενέργειας, η ΔΕΗ μετατράπηκε με διατάξεις νόμων σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό της κυβέρνησης. Σύμφωνα με την νομοθεσία, ο λογαριασμός της ΔΕΗ απεικονίζει χωριστά τις χρεώσεις προμήθειας (τιμολόγιο, την τιμή της κιλοβατώρας που χρεώνει η ΔΕΗ και το πάγιο), τις «ρυθμιζόμενες χρεώσεις» και τις «λοιπές χρεώσεις». Αυτές απεικονίζονται ξεχωριστά γιατί δεν αποτελούν επιλογή της ΔΕΗ, ούτε σχετίζονται με την κατανάλωση ρεύματος, αλλά αποδίδονται απευθείας στο Υπουργείο Οικονομικών, στους δήμους και άλλους φορείς, καθώς οι χρεώσεις αφορούν «χαράτσια» ακινήτων, δημοτικά τέλη, καθώς και πάσης φύσεως φόρους.
Τον Απρίλιο του 2014 έφυγε από τη Βουλή για τη ΔΕΗ το σχέδιο προκήρυξης του διαγωνισμού για την πώληση του 66% των Δικτύων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ). Εν συνεχεία η ΔΕΗ προχώρησε σε «Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος», η οποία αποτελεί την προκαταρκτική φάση για τον διαγωνισμό της πώλησης του 66% των μετοχών.
Επίσης κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για τη λεγόμενη «Μικρή ΔΕΗ», η ψήφιση του οποίου σημαίνει το ξεπούλημα σε ιδιώτες δημόσιας περιουσίας ανυπολόγιστης αξίας, ήτοι σύγχρονων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ορυχείων, δικαιώμάτων επί λιγνιτικών παραχωρήσεων, ανά την Ελλάδα,  αλλά και τη διαχείριση των υδάτων που θα σημάνει δραματική αύξηση του κόστους άρδευσης για την αγροτική παραγωγή, την ύδρευση, την διαχείριση των υδάτων σε περιόδους πλημμυρών, τη διαχείριση των παραλίμνιων και παραποτάμιων περιοχών καθώς και των βιοτόπων τους και τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ προς τις συγκεκριμένες περιοχές.
Δεν αρκούνται, όμως, μόνο στα παραπάνω, αλλά παραχωρούν υποχρεωτικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και το πελατολόγιο της ΔΕΗ.
Μιλάμε, δηλαδή για το 30% της περιουσίας και του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ είναι καταστροφική όχι μόνο για τον τομέα του ηλεκτρισμού αλλά και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία δεδομένης της καθοριστικής σημασίας της, αφού ο κύκλος εργασιών της  αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ και αποτελεί τροφοδότη όλων των υπόλοιπων παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, η ήδη συντελεσμένη ιδιωτικοποίηση της ενέργειας τα τελευταία 13 χρόνια, έχει εκτοξεύσει τις τιμές της Ηλεκτρικής Ενέργειας. Η τιμή του ρεύματος έχει αυξηθεί κατά 98% την τελευταία δεκαετία και 58% την τελευταία πενταετία.Βασικό λόγο των αυξήσεων αποτελεί η δημιουργία κινήτρων για ιδιωτική επένδυση στον τομέα της ενέργειας και εξαγορά μετοχών ή και τμημάτων της. Με τη διάσπαση της ενιαίας δομής της ΔΕΗ, δημιουργούνται 3 εταιρείες:
ΔΕΗ Παραγωγή - Εμπορία και ΔΕΔΔΗΕ. Καθεμιά με αυξανόμενα κόστη λειτουργίας, επενδύσεων, δανεισμού, λόγω συρρίκνωσης του μεγέθους και με συμβόλαια πώλησης στη θέση της προηγούμενης λειτουργικής συνεργασίας.
Η δημιουργία της «Μικρής ΔΕΗ» θα σημάνει τόσο περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής, όσο και μείωση της ανταγωνιστικότητάς της, λόγω του μείγματος καυσίμου και της ηλικίας των εργοστασίων που θα της απομείνουν. Φυσικά οι αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος θα συνεχιστούν κι αυτό γιατί η παλιά ενιαία ΔΕΗ λειτουργούσε με λογική ανάκτησης του κεφαλαίου της σε 25 ή 50 χρόνια και με απόδοση κάτω του 5%. Για τους ιδιώτες προφανώς ο προσανατολισμός θα είναι βραχυπρόθεσμος και οι επιζητούμενες αποδόσεις υψηλότερες .
Έργα με μεγάλους χρόνους απόσβεσης και μικρά επιτόκια απόδοσης κεφαλαίου, όπως είναι τα υδροηλεκτρικά και οι λιγνιτικές μονάδες, μόνο μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να υλοποιήσει.
Στη Δημόσια ΔΕΗ που θα απομείνει θα έχει το Δημόσιο μόνο την καταστατική μειοψηφία (το 34%).
Η ελληνική οικονομία χάνει κάθε δυνατότητα αυτόκεντρης ανάπτυξης και μετατρέπεται σε εξάρτημα δυτικο-ευρωπαϊκών διαδικασιών παραγωγής.
Η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας, και ειδικότερα η υπόθεση της ΔΕΗ έχει πέρα οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και εθνικές διαστάσεις, καθώς αυτή αποτελεί κινητήριο μοχλό της οικονομίας. Είναι ανεπίτρεπτο ο ήλιος, ο άνεμος, το νερό, ο ορυκτός πλούτος να μετατραπούν σε πηγή κερδοσκοπίας για τα κρατικοδίαιτα παράσιτα της αγοράς. Είναι κοινωνικά αγαθά, προσβάσιμα σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Εμείς στην «ΗΠΕΙΡΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ» πρεσβεύουμε μια διαφορετική από την καθεστηκυία αντίληψη για την πολιτική και την κοινωνία.  Είμαστε υπέρμαχοι της Εθνικοποίησης ολόκληρου του ενεργειακού τομέα και της λειτουργίας του ως γρανάζι στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Κάτι που σημαίνει δημόσιες, σύγχρονες και εξυγιασμένες ενεργειακές επιχειρήσεις προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Το ζήτημα της ΔΕΗ δεν είναι υπόθεση συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, συνδικάτων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα ή αυτοδιοικητικών παρατάξεων, αλλά πρέπει να αποτελέσει βασικό μέλημα του συνόλου των πολιτών, καθώς πρόκειται για άμεσο ζήτημα επιβίωσης. Η Υγεία, η Παιδεία, η Ασφάλιση, το νερό, το ρεύμα ή θα είναι αποκλειστικά δημόσια αγαθά ή απλά δε θα υπάρχουν.
Στα πλαίσια αυτά, είναι αναγκαία η υιοθέτηση μίας ανεξάρτητης αναπτυξιακής πολιτικής και η υλοποίηση ενός σχεδίου, κόντρα στα κατεστημένα συμφέροντα και σ' αυτούς που αντιμετωπίζουν λογιστικά την κοινωνία με κύριο μέλημά τους να μην αλλάξει τίποτε, εκτός από την αύξηση των κερδών τους. Η αφοπλισμένη από τον «Καλλικράτη»  αιρετή Περιφέρεια πρέπει ν' ανακτήσει αρμοδιότητες με αντίκρισμα, ώστε να μπορεί να πιέσει ως προς αυτή την κατεύθυνση.



Ο κλάδος της ενέργειας έχει αποφασιστική σημασία, όπως εύστοχα είχε αποτυπώσει παλιότερα στο έργο του για την «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα» ο Δημήτρης Μπάτσης, εκπρόσωπος μιας γενιάς επιστημόνων, που εκτελέστηκε το 1952, μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη. Στο έργο αυτό έχουν τεθεί τα βασικά προβλήματα ανάπτυξης μιας χώρας εξαρτημένης και υπανάπτυκτης, χώρας "περιφερειακής", όπως θα λέγαμε σήμερα. Κόστος, τιμή και κατανομή της ηλεκτρικής ενέργειας γίνονται αντικείμενο λεπτολόγου διερεύνησης και το ενεργειακό βρίσκει τη λύση του στο πλαίσιο της λαϊκής ανοικοδόμησης.

Εφόσον υπάρχουν οι Ιδέες, η Βούληση και τα Πρόσωπα, η Ανατροπή αποτελεί ιστορική νομοτέλεια. Κι αυτό στο πλαίσιο μιας συλλογιστικής που θέλει τις καπιταλιστικές δυνάμεις άθελά τους, να προωθούν τις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες αναπόφευκτα δημιουργούν εκείνο το κοινωνικό και πνευματικό υλικό, κληροδότημα από την αποκλεισμένη - στο παρόν-  πλειονότητα των μελών της ταξικής κοινωνίας, προς όφελος των ανθρώπων που αγωνίζονται για ένα σοσιαλιστικό μέλλον.


Δεν υπάρχουν σχόλια: