Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

«Είμαι άνεργος, δεν έχω χρήματα».Εκλιπαρούσε το παλικάρι τον ελεγκτή μέσα στο τρόλεϊ. Δεν είχε εισιτήριο.

                                                     Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος

                    «...ἔχεις ἀκόμη νὰ κλάψεις πολὺ
                     ὥσπου νὰ μάθεις τὸν κόσμο νὰ γελάει»


         Παράλληλοι βίοι- Ίδια τα θύματα 


Είναι γεγονότα που, όσο σκληρός κι αν είναι κάποιος κι όσο γλωσσικά κατατοπισμένος και να είναι, να μην μπορεί ούτε να τα  περιγράψει ούτε  και να αποτυπώσει τον όλεθρο. Ένα παιδί δεκαοκτώ ετών έχασε τη ζωή του πηδώντας από το τρόλεϊ   προκειμένου να αποφύγει τους ελεγκτές, επειδή δεν είχε εισιτήριο.
«Είμαι άνεργος, κι εγώ και η οικογένειά μου. Δεν έχω χρήματα, ούτε για το εισιτήριο, ούτε για το πρόστιμο», έλεγε -σύμφωνα με μαρτυρίες- ο 18χρονος στον ελεγκτή λίγα λεπτά πριν χάσει τη ζωή του.
Το ίδιο μπορούσε να πει και, πόσες φορές δεν το λέει, κάθε άνεργος. Μιλάμε για κάποια εκατομμύρια ανθρώπων, άνεργων, Αιγιάννηδων, φτωχοδιάβολων, και όπως θέλετε πέστε τους.   Το θέμα είναι σε ποιον να το πει και ποιος να το ακούσει…
Επειδή τα λόγια είναι ανούσια και ίσως και ανόητα, όταν βιώνουμε τέτοιες συμφορές, η σκέψη μου ταύτισε το γεγονός αυτό με ένα άλλο, εξίσου θλιβερό,  που συνέβη στα Τζουμέρκα το 1956.

14 Φεβρουαρίου 1956. Όλο το Τζουμέρκο είχε πνιγεί στο χιόνι.  Είχε πέσει πολύ χιόνι και δυσκόλευε την επικοινωνία, όχι μόνο μέσα στο χωριό, αλλά και με τα παρακείμενα χωριά. Μα, για τους μαθητές από τα άλλα χωριά ήταν κάτι αδιανόητο το Σαββατοκύριακο να μην πάνε στα σπίτια τους. Άμεση η ανάγκη. Να πάνε στο χωριό τους, να πλυθούν, να αλλάξουν, να φάνε λίγο ζεστό φαγητό.  Η επιστροφή, την Κυριακή, αργά το απόγευμα.  Φορτωμένοι με τον «τουρβά» που είχε μέσα το αναγκαίο φαγητό-για να βγάλουν τη βδομάδα- και καμιά αλλαξιά ρούχα, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
Όλοι οι μαθητές από Κτιστάδες, Αμπελοχώρι, Πράμαντα  θεώρησαν «θείο δώρο» το γεγονός, ότι ο ταχυδρόμος Πραμάντων είχε περάσει και είχε ανοίξει το δρόμο με τις πατημασιές του. Έτσι, καμιά τριανταριά μαθητές αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις πατημασιές του και να πάνε στα χωριά τους.  Αυτό έκαναν και οι δυο μικροί μαθητές (14 ετών) από το Αμπελοχώρι.
 
Δύσκολα, δύσκολα, θα τα κατάφερναν. Έτσι πίστευαν. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά.  Και ξεκίνησαν. Μπροστά, οι μεγαλύτεροι, ακολουθούσαν τις πατημασιές του ταχυδρόμου, κι από πίσω οι μικρότεροι.
Εκεί, μόλις πέρασαν  την Κουσοβίστα, χώρισαν οι δρόμοι τους. Μερικοί προχώρησαν για την Πράμαντα. Οι άλλοι για τους Ραφταναίους και το Αμπελοχώρι. Τα περισσότερα παιδιά τους περίμεναν οι γονείς τους και οι άλλοι Ραφτανίτες στο Μολοκοπιό (Στύλιανη). Εκεί πέρασαν το  βράδυ. Φιλοξενήθηκαν σε σπίτια του οικισμού μαζί με όλα τα Ραφτανίτικα παιδιά.  Οι δυο όμως φίλοι συνέχισαν το δρόμο κι άρχισαν να ροβολάν κατά το Αμπελοχώρι.
«Άκοφτος» ο δρόμος, πολύ το χιόνι, γινόταν όλο και περισσότερο η πορεία αργή, δύσκολη και βασανιστική.  Δεν πρόλαβαν να φτάσουν μέρα στο χωριό.  Βράδιασε. Παραμέρισαν το χιόνι και «κούρνιασαν» τουρτουρίζοντας  σε μια μπιστούρα. Μέχρι να ξημερώσει. Κι όταν ξημέρωσε, ο ένας κατάφερε να φτάσει στο χωριό.  Ο άλλος έμεινε εκεί. Πάγωσε. Πέθανε!


Οι δυο φίλοι είχαν όνομα. Ο ένας ονομαζόταν Νικόλαος Νίκου, ο άλλος Γιώργος Βλάχας. Ο πρώτος σώθηκε. Ο δεύτερος «έπεσε ηρωικά» στον αγώνα της μάθησης!
Μια μικρή λεπτομέρεια.  Ο μαθητής αυτός, ο Γεώργιος Βλάχας,  διεγράφη από τα μητρώα του Γυμνασίου Αγνάντων ως αδικαιολογήτως απών!
Εδώ στην άλλη περίπτωση έφταιγε η ποιότητα της μπλούζας. Σκίστηκε από τις χερούκλες του ελεγκτή!

Μια υπόσχεση μπορούμε να δώσουμε.

ΚΙ ΑΝ θάμπωσε τα τζάμια μας το χνώτο της νυχτός
κι αν πάτησε τα κρίνα μας βαρύς οδοστρωτήρας
μένουν στο χώμα οι ρίζες τους και δείχνεται ανοιχτός
 με λάβα ρόδων και φωτιές αστέρων ο κρατήρας.

Σήμερα είναι της Παναγίας. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: