Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Κώστας Μπαλάφας. Ασπρόμαυρες μνήμες από την Ήπειρο και την Ελλάδα.



Ο Κώστας Μπαλάφας στο αντάρτικο.
Ο Κώστας Μπαλάφας είναι ένας απ' τους μεγαλύτερους Έλληνες φωτογράφους, και από τους κορυφαίους Έλληνες εκπροσώπους της ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Το έργο του που είναι αφιερωμένο στον απλό άνθρωπο του μόχθου και ιδιαίτερα στη ζωή στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου, διαπνέεται από βαθιά πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες και τον αγώνα για αξιοπρεπή επιβίωση στις δύσκολες κοινωνικά συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η ιδιοσυγκρασία του όπως και το ύφος της φωτογραφικής του δουλειάς, που επικεντρώνεται σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού, επηρεάσθηκαν και σημαδεύτηκαν από τις σκληρές συνθήκες ζωής των παιδικών και νεανικών του χρόνων, την εθνική αντίσταση και τους λαϊκούς αγώνες για ανεξαρτησία.


Γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη της Άρτας, ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, από γονείς αγρότες.  Σε μικρή ηλικία κατέβηκε στην Αθήνα για να εργασθεί, ενώ παράλληλα ήταν μαθητής. Οκτώ χρόνια αργότερα, δούλεψε υπάλληλος σε μαγαζί, όπου και είχε την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία που σύντομα έμελλε να γίνει το πάθος του. Αργότερα εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στα Γιάννενα, όπου με τις οικονομίες του αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Έτσι, από το 1939 ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία.


Ήπειρος. Μάνα και γιός. Στο δρόμο για το μεροκάματο
Λίγο αργότερα  πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-44, στις τάξεις του 85ου Σύνταγματος του ΕΛΑΣ. Με το φακό του κατέγραψε τον ένοπλο αντάρτικο αγώνα κατά των κατακτητών σε φιλμ, που κυριολεκτικά του έπεσε από τον ουρανό, όταν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό έπεσε στα Γιάννενα.  Στο φιλμ αυτό αποτύπωσε τις καταστροφές των χωριών, τις ζυμώσεις για την έναρξη του ένοπλου αγώνα, τις πορείες και τις μάχες του αντάρτικου, το θρήνο των μανάδων, τις εκτελέσεις, τις εκδηλώσεις κατά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το υλικό αυτό παρέμεινε κρυμμένο για 31 χρόνια κάτω από το ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού στα Γιάννενα. Το 1991, με τη φροντίδα του φωτογράφου κυκλοφόρησε η έκδοση «Κώστας Μπαλάφας. Το αντάρτικο στην Ήπειρο, Ασπρόμαυρες φωτογραφίες 1940-1944». 


Από το 1951 εργάστηκε στη ΔΕΗ, ενώ τον ελεύθερο χρόνο του τον διέθεσε στη φωτογραφία, εστιάζοντας στον σκληρό αγώνα των κατοίκων της ορεινής υπαίθρου με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Κατά καιρούς ο φωτογράφος περιηγήθηκε ολόκληρο σχεδόν τον Ελλαδικό  χώρο (Ήπειρος, Άθως, νησιά, Μετέωρα και αλλού), αποδτυπώνοντάς τον φωτογραφικά με τον δικό του χαρακτηριστικό ύφος. Το έργο του έχει επανειλημμένα παρουσιασθεί και προβληθεί τα τελευταία χρόνια, με εκθέσεις, αφιερώματα και εκδόσεις. Ο Κώστας Μπαλάφας με το έργο του έχει καθιερωθεί ως ο φωτογράφος της σεμνότητας, του ήθους, της αξιοπρέπειας και του αγώνα των αφανών.


Μια συλλογή φωτογραφιών του βρίσκεται εδώ:


http://www.facebook.com/album.php?aid=31296&id=121523947906587


 Αποσπάσματα από λευκώματά του.


«...Δε φωτογραφίζω χωρίς πρόγραμμα και ό,τι βγει, στην τύχη. Πρώτα το μελετώ και το προσχεδιάζω στο νου σαν εικόνα, που θα αποτελέσει τελικά τη φωτογραφία στο χαρτί, και το σπουδαιότερο είναι -αυτό που τελικά παρουσιάζω- να το χαρακτηρίζει ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια.


Επίσης, αποφεύγω τη φωτογράφηση προσώπων από πολύ κοντά με ευρυγώνους φακούς, κάτι που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ενοχλητικά περίεργα και πιεστικά σαν να σε έχουν πάνω απ΄το κεφάλι τους, κάτι που ζημιώνει την έκφραση. Προσπαθώ να βρω την εκφραστική γωνία με το φωτισμό χωρίς τεχνικές επεμβάσεις που αλλοιώνουν το φυσικό χώρο του περιβάλλοντος.


Επίσης δε φωτογραφίζω για το γούστο κάποιου άλλου που αποβλέπει στην εμπορικότητα ή που εξυπηρετεί αμφιβόλου είδους σκοπιμότητα προκειμένου για φωτογραφία δημοσιότητας και χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μένα.


Μου αρέσει να πλησιάζω τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της εργατιάς και της αγροτιάς, τον κόσμο του μόχθου και προπαντός τον δουλευτή της γης......


...Πολλές φορές με συνεπαίρνει τόσο ο ενθουσιασμός την ώρα που φωτογραφίζω θέματα με ενδιαφέρον, ώστε εκείνη την ώρα που παίρνω τη φωτογραφία να μου διαφεύγουν ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες απαραίτητες για τη σωστή απόδοση και τελικά να με απογοητεύει το αποτέλεσμα....»


Απόσπασμα από το λεύκωμα «Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001», εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος - Αθήνα, 2006.:


[.] Γεννήθηκα σ' ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό -το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ' ένα γαλακτοπωλείο. Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ' ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι' αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα. είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα' θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη. πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ' ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ' ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το 'ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ' τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω. έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα.


[.] Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή. ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ' αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω. δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Γι' αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ' αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ' ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση». και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου. από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω.


Σύνδεσμοι:
Περιμένοντας το φαγητό...


http://youtu.be/IbONHAMYC-g

Δεν υπάρχουν σχόλια: