Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

Ηπειρωτών ξενιτιά


Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης

Οι «Δρόμοι της ξενιτιάς» ήταν ανέκαθεν γνωστοί στους Ηπειρώτες. Έξυπνοι, ανήσυχοι, γεμάτοι όρεξη για δουλειά δεν φοβούνταν το άγνωστο. Άφηναν την βουνοσπαρμένη Ήπειρο πότε με αιτία την φτώχεια, πότε με αιτία τους πολέμους ή τους ληστές.
Τα καραβάνια από αιώνες τους έφερναν, μετά από εβδομάδες πεζοπορίας, στην Ρουμανία, την Μολδαβία και στην άλλη Ευρώπη.
Προπολεμικά έφταναν στην Πρέβεζα και στην Άρτα με τα πόδια ή τα λεωφορεία, όπου υπήρχαν δρόμοι. Το πρωί έρχονταν τα καράβια από τον Αμβρακικό, απ’ την Κόπραινα (επίνειο της Άρτας) και από τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Η θρυλική «Πύλαρος» με τη μακαρονάδα, η «Ύδρα», η «Αστραπή», ο «Τάσος», ο «Πέτρος», η «Ελβίρα», ο «Γλάρος», ο «Ατρόμητος» με τα δύο φουγάρα. Από το λιμάνι δια μέσου Λευκάδας, Ιθάκης, Πάτρας, Ισθμού, έφταναν στην Αθήνα, σε 24 και πλέον ώρες. Φορτωμένοι τους σάκους με τα ρούχα τους, ψωμί, τυρί, ελιές για φαγητό, υπέμεναν τα πάνδεινα επί τόσες ώρες, αμπαλαρισμένοι κυριολεκτικά μαζί με αποσκευές, βόδια, άλογα κ.λ.π. Εισιτήριο 50 δρχ. περίπου. Αργότερα, στις δεκαετίες του 1950 και 1960, τα ταξίδια ήταν πιο υποφερτά.

Ατμόπλοιο «ΓΛΑΡΟΣ»

Ατμόπλοιο ΠΥΛΑΡΟΣ

Οι περισσότεροι έφευγαν μόνοι τους και άφηναν πίσω παιδιά, γυναίκες και γερόντους. Όλη η ευθύνη στη γυναίκα-μάνα. Χωράφια, σπίτι, ζωντανά.
Αλλά και ο δρόμος των παιδιών ήταν γνωστός. Όσα «δεν έπαιρναν τα γράμματα», έμπαιναν στο λεωφορείο για την πόλη. Τα αγόρια μοναχά τους ή κοντά στους πατεράδες, τα κορίτσια στις «καλές» οικογένειες των Αθηνών, υπηρέτριες. Να φύγουν από τον φτωχό τους τόπο.
Από τα σπίτια ακούγονταν τα ίδια μοιρολόγια, οι ίδιοι θρήνοι, γιατί ο ίδιος καημός βασάνιζε όλη την Ήπειρο. Τα αναστενάγματα των μανάδων και των γυναικών ταξίδευαν από τις ποταμιές, στα λαγκάδια, στις χαράδρες και τα διάσελα. Ερήμωσαν τα χωριά, έφυγαν τα εργατικά χέρια και πολύ λίγα ξαναγύρισαν. Τα τραγούδια της ξενιτιάς, οι προσευχές, η προσμονή, λίγο μαλάκωναν τις καρδιές. Και μαζί με τους ξενιτεμένους έφυγαν και τα κοπάδια τα γιδοπρόβατα, σταμάτησαν τα γαυγίσματα των σκυλιών, τα χτυπήματα των κουδουνιών και των κυπριών, τα τραγούδια και τα παιχνίδια των παιδιών, τα έθιμα και γενικά όλη η ζωή. Σταμάτησαν να καλλιεργούνται τα χωράφια, να κλαδεύονται τα δέντρα, να καθαρίζονται τα πηγάδια. Έκλεισαν τα μονοπάτια από τα αγριόχορτα και τους θάμνους. Ξεχάστηκε δυστυχώς η πολιτιστική παράδοση.

Έφευγαν γεμάτοι από ευχές των δικών τους:
«Καλό κατευόδιο, μήτε πουλί πετούμενο να μη σου γίνει εμπόδιο», «Ας πάει στο καλό και στην καλή την ώρα», «Καλό γύρισμα», «Καλό ταξίδι, καλή προκοπή», «Ο Θεός μαζί σου, να γίνεις καλός άνθρωπός», «Με την ευχή του Θεού πρώτα και ύστερα με τη δική μου», «Ώρα καλή και ο Θεός μπροστά», «Καλή αντάμωση», «Όλο τον κόσμο να γυρίσεις και πουθενά να μη σκοντάψεις», «Να πάς στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας» κ.λ.π.
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί και θα γραφτούν για των Ηπειρωτών την ξενιτιά. Θα παρατεθούν μερικές πτυχές της αποδημίας τούτης της φυλής, όπως φαίνονται σε επιστολές που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» (Εκδότης Γ. Γάγαρης.
Στην πρώτη επιστολή ξενιτεμένου Ηπειρώτη περιγράφεται η διαρκής επιθυμία για τον γυρισμό στα πάτρια εδάφη και τα προβλήματα που προκύπτουν:

«Φωνή της Ηπείρου, φύλλο 9, 13/11/1892, σελ. 3.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΗΠΕΙΡΩΤΟΥ
ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΝ, 3 Νοεμβρίου 1892.
Κύριε Συντάκτα!
Τις βεβαίως φιλόπατρις Ηπειρώτης δεν ησθάνθη και ενδόμυχον χαράν επί τη αναγνώσει των πρώτων λέξεων «Φωνή της Ηπείρου»; Εάν εγώ όστις εγκατέλειπον την φίλην πατρίδα μωρόν παιδίον έτι ών, μόλις δεκαετές, και ανετράφην εν ξένη χώρα εσκίρτησα χαράς ένεκεν, διότι έζησα και είδον ότι και νύν ακόμη υπάρχουσιν Ηπειρώται θυσιάζοντες τον καιρόν των, δημοσιεύοντες τα αφορώντα την φίλην πατρίδα, όπως αφυπνίσωσιν εκ του ληθάργου τους (πρό πολλού καθεύδοντας) αδελφούς των, πόσον μάλλον οι όντες θρέμμα της φίλης πατρίδος να μή χαρώσι και να μη συνδράμωσι τους φιλοπάτριδας εκδότας της «Φωνής της Ηπείρου», της αναγκαιοτάτης και τιμαλφεστάτης παντί Ηπειρώτη.
Είμαι εβδομηκοντούτης και ηξιώθην μόνον έξ μήνας πρόπερσυ τον χειμώνα να ίδω την φίλην πατρίδα, ήν έως τότε ως όνειρον ενθυμούμην. Έφυγον μικρός αλλά αυξανούσης της ηλικίας ηύξανε και ο προς την πατρίδα πόθος μου. Επεθύμουν να ιδώ άπαξ έτι την ως οπτασίαν αναπολουμένην πρασινάδα εν τω καταφύτω και λοφώδει εκείνω τόπω, να ίδω το περικαλλές Ζαγόρι την της Ηπείρου Ελβετίαν. Όπως λοιπόν κορέσω τον διακαή τούτον πόθον μου και καταπραϋνω την του προς την πατρίδα έρωτός μου φλόγα απεφάσισα και μετέβην. Ότε απεβιβάσθην εις Πρέβεζαν και επάτησα το πάτριον έδαφος ήμην έξαλλος εκ χαράς, και οι οφθαλμοί μου εδάκρυσαν αφθόνως, διότι ηξιώθην να ίδω την φίλην πατρίδα μετά τόσην μακροχρόνιον απουσίαν μου. Όλην εκείνην την ημέραν περιφερόμην ανά την πόλιν, καθ’ όλην δε την νύκτα ήμην ανήσυχος και αφυπνιζόμην συχνάκις. Μοι εφαίνετο η νύξ εκείνη χρόνος, έως ού ίδω το λικόφως της πρωϊας. Οποία δε ήτο η χαρά μου ότε ο αγωγεύς μοι ανήγγειλεν, ότι ο αλέκτωρ εφώνησε και επλησίαζε να φέξη, ο δε ίππος ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν.
Ήτο μην Δεκέμβριος, αλλ’ η ζέστη των χειμαδιών και ο πράσινος του κάμπου της Πρεβέζης πέπλος πλήρης προβάτων και αμνών, μοι επροξένησαν μεγίστην ευχαρίστησιν, ο καιρός λίαν ευχάριστος δι’ εμέ τον ζήσαντα εις τα βόρεια της Βλαχίας μέρη, όπου η άνοιξις και το θέρος ομού διαρκούν τέσσαρας μήνας και οι λοιποί οκτώ μήνες χειμών. Έτρεξα όλην την ημέραν νύστις διότι επροτίμουν καλλίτερον να παρατηρώ τα χιονοσκεπή όρη της Ηπείρου, τα διάφορα εις λόφους και αλλαχού χωρία, τους αποκρήμνους βράχους, τα χιονοστόλιστα εκείνα δάση, διότι τα πάντα δι’ εμέ ήσαν πρωτοφανή. Την δευτέραν ημέραν από της εκ Πρεβέζης αναχωρήσεώς μου περί την δείλην εφθάσαμεν εις τα περιπόθητα Ιωάννινα.
Εκεί είδον ιδίοις όμμασι το πρώτον τας υπό των Τούρκων κατακτητών της χώρας μας διαπραττομένας προς τους αδελφούς μας πιέσεις. Παρέστην δε μάρτυς της εξορίας των προκρίτων εκείνων Ιωαννιτών επί του εκκλησιαστικού ζητήματος. Εκεί έμαθον τα της ληστείας του Ζαγορίου μας, εκεί την εισχώρησιν των ξένων προπαγανδών, τα κακουργήματα των οργάνων της εξουσίας, τας καταχρήσεις των αρχόντων, τα δεινοπαθήματα των πτωχών. Και εγώ ο πλήρης χαράς και μετά δακρύων ενθουσιασμού επιβιβασθείς εις την Ήπειρον. Έφυγα μετ’ ολίγον καιρόν πλήρης θλίψεως και μετά δακρύων απογοητεύσεως και μαρασμού. Αλλά δεν απελπίσθην. Ήλπισα πάντοτε ότι δεν θα στειρεύση η Ήπειρος και ότι μίαν ημέραν θ’ αναφανούν οι εκδικηταί της δουλείας, της ατιμώσεως, του εξολοθρευμού της. Και πρώτον τοιούτον εκδικητήν σήμερον αναγνωρίζω την υμετέραν «Φωνήν.
Παράχθιος».

Στην δεύτερη επιστολή ο ξενιτεμένος αφήνει την τελευταία του πνοή μακριά από την πατρίδα, εκεί που παντρεύτηκε την γυναίκα του μαζί με την ξένη γή. Τα μοιρολόγια της μάνας του γίνονται κατευόδιο στο τελευταίο του ταξίδι.
Φύλλο 27, 19/3/1893, σελ. 2.
«ΘΛΙΒΕΡΑ είδησις εδημοσιεύθη είς τι των τελευταίων φύλλων της συναδέλφου Πατρίδος του Βουκουρεστίου. Εν Μολδαβία απέθανεν ξενιτευμένος πρό 27 περίπου ετών Ηπειρώτης, σύζυγος ρωμουνίδος και πατήρ 5 τέκνων. Η εβδομηκοντούτις μήτηρ του, αφού μάτην ανέμενεν επί ημίσειαν όλην πεντηκονταετηρίδα την επάνοδον του αρνησιπάτριδος υιού της, μη υποφέρουσα τον χωρισμόν, εκίνησεν εκ της πατρίδος με όλον το γήρας της και μετέβην εις την αλλοδαπήν προς αντάμωσίν του. Ατυχώς όμως εύρεν αυτόν επιθάνατον και μετ’ ού πολλάς ημέρας παρέδωκεν εις τας αγκάλας της το πνεύμα. Ειδοποιηθέντες περί τούτου οι παρευρισκόμενοι συμπατριώται του Ηπειρώται, ηκολούθησαν εν ομίλω την κηδείαν του. αλλά καθ’ ήν ώραν κατεβίβαζον τον νεκρόν εις τον τάφον, παρέστησαν θεαταί σπαραξικαρδίου σκηνής. Η γραία Ηπειρώτισσα, μήτηρ του θανόντος, σταματά αίφνης τον ρωμούνον ιερέα εις τας τελευταίας προσευχάς αυτού, ζητήσασα να μοιρολογήση τον υιόν της. Αλλ’ ο ιερεύς και οι συγγενείς της ρωμουνίδος νύμφης της αντέστησαν εις την αίτησίν της. Ο πόνος όμως της μητρός ήτον ακράτητος και ως λύκαινα εχύθη εις την πρώτην αντίστασίν των να τους κατασπαράξη με τας γηραιάς, αλλά νευρώδεις, ανδρικάς χείρας της, με τας οποίας τις οίδε πόσους ταξιλδαρέους και πόσους μουσταφεζάδες του Σουλτάνου έχει γρονθοκοπήσει. Εχρειάσθη λοιπόν να επέμβωσιν οι παρευρισκόμενοι Ηπειρώται. Και η γραία αφεθείσα ελευθέρα να κλαύση το τέκνον της, εστήριξε τους βραχίονάς της επί του φερέτρου και ήρχισε λέγουσα εν δακρύοις και κοπετοίς έν από τα σπαρακτικά εκείνα Ηπειρωτικά μοιρολόγια δια τους ξενιτευμένους αφηγουμένη κατά τα διαλείμματα εν λυγμοίς εις επήκοον πάντων πώς τον εγέννησε, πώς τον ανέθρεψε, πώς τον εξεκίνησε δια την ξενιτειάν και πώς τώρα εις την πατρίδα επιστρέφουσα θα είπη ότι δεν απέθανεν αλλ’ ενυμφεύθη εις τα ξένα και ότι πήρε γυναίκα όχι την κόρην της Μολδαβίας αλλά την γήν, και πενθεράν την μαύρην και αραχνιασμένην πλάκα».
Στην τρίτη επιστολή ο ξενιτεμένος απαντά στην μάνα του για τους φόβους του σε ενδεχόμενο γυρισμό και την καλεί στον γάμο του στην ξενιτιά, αφού πρώτα της στέλνει τα απαραίτητα χρήματα για τους φόρους κ.λ.π.

Φύλλο 396, 25/2/1900, σελ. 1 και 2.
Εις απάντησιν επιστολής της μητρός του, η οποία του περιγράφει τα δεινοπαθήματα των περιοχών Παπαδατών Πρεβέζης, Δρόβιανης Δελβίνου κ.λ.π. από μπουλούκια ληστών και τούρκους εισπράκτορες φόρων, ο υιός της γράφει:
«Βουκουρέστιον 8 Δεκεμβρ. 1899.
Σεβαστή μου μητέρα σε προσκυνώ και σου φιλώ το χέρι. Έλαβα το γράμμα σου και μόλην την καρδιά μου ανέγνωσα αυτό και εχάρην δια την υγείαν σου, και εγώ έχω καλώς.
Μώγραφες μητέρα δια να έλθω και εγώ τώχα κατά νούν μου τα Χριστούγεννα να τα εορτάσω εις το Πωγώνι πρώτα με εσένα και δεύτερον με τους φίλους. Σκέφτομαι ότι δεν είμαι δι’ αυτού, και ξέρω όπου θα σου κακοφανή. Τι να κάμω νάρθω για να με κακοποιούν οι αγάδες και οι σιουμπασιάδες όπου περβατούν τα χωράφια μας με τα γκρά στο χέρι και τα φουσέκια αρμάθα, νάχω την ευκή σου μητέρα άμα σου γράψω νάρθης και σύ εδώ να λάχης και εις τους γάμους μου, διότι άμα όπου θάρθης σύ εδώ θα αποφασίσω να υπανδρευθώ, ευρίσκω και χρήματα εδώ, παρά νάρθω αυτού ένας να με δέρη, άλλος να με φοβερίζη και άλλος να με συκοφαντή. Η κακή του τόπου μας κατάστασις με κάνει χωρίς να θέλω ν’ αρνηθώ το σπίτι μου, ν’ αρνηθώ και την πατρίδα. Λάβε μητέρα και 5 ναπολεόνια να πληρώσης πρώτα και πρώτα τα βασιλικά να μην έχεις μπακαέν έπειτα να πάρης στάρι να φάς και αν περισεύση χαρτζιλίκι φκιάσε και ένα φόρεμα πασχαλιάτικο της αδελφής μου Ευδοξίας της οποίας φιλώ τα μάτια, και με οικονομία τα χρήματα διότι εδώ υποφέρουν από ανέχεια.
Εις όλους χαιρετίσματα, ιδιαιτέρως εις την θείαν Αργυρή.
Σε ξαναπροσκυνώ ο υιός σου
Αθανάσιος».
Στην τέταρτη επιστολή φαίνονται τα προβλήματα που προκύπτουν από την οικονομική ανέχεια της Ηπείρου και πώς σκέπτονται να τα αντιμετωπίσουν οι άλλες πληθυσμιακές ομάδες της περιοχής, εν προκειμένω οι Εβραίοι.
Φύλλο 535, 11/7/1903, σελ. 2.
«ΕΞ ΗΠΕΙΡΟΥ
Άρχισαν τώρα να ξενιτεύονται και οι εβραίοι, περισσότεραι δε των πεντήκοντα οικογενειών απήλθον εξ Ιωαννίνων μεταβαίνουσαι εις Αμερικήν.
Το γεγονός τούτο έκαμεν αλγεινοτάτην εντύπωσιν εις όσους το έμαθαν, διότι πάντες εσκέφθησαν ότι εδεινώθη εις άκρον βεβαίως η καχεξία αφ’ ού άρχισαν να ξενιτεύωνται και οι εβραίοι. Και η ιδέα αυτή μας ανησύχησεν όλους και μας φέρνει αδιάκοπα εις τον νούν ολόμαυρες σκέψεις, όχι πλέον δια το μέλλον αλλά δι’ αυτό το εγγύτατον παρόν.
Ούχ ήττον δεν είνε διόλου δύσκολον να ευρεθούν άνθρωποι, οι οποίοι να είπουν καθ’ εαυτούς: Δεν συμβαίνει τίποτε. Και οι εβραίοι καθώς και άπειροι άλλοι απέρχονται εις την Αμερικήν να θησαυρίσουν και τίποτε περισσότερον. Οι φόβοι προέρχονται από κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων.
Αυτά ημπορούν να σκεφθούν οι τοιούτοι και να μείνουν έπειτα ήσυχοι θεωρούντες το ζήτημα λελυμένον.
Και ποίος δεν θα ηύχετο να συμβαίνει τοιούτον τι;
Δυστυχώς όμως άλλη είνε η αιτία, δι’ ήν ξενιτεύονται αι εβραϊκαί οικογένειαι και τούτο ακριβώς μας κάμνει να τρέμωμεν δια την τύχην μας.
Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι οι εβραίοι είνε ολιγορκώτατοι, όταν δε το εμπόριον χωλαίνει και δεν ανταποκρίνονται εις τα έξοδά των, τότε η ολιγάρκειά των καταντά απίστευτος, παροιμιώδης. Και όμως επιμένουν να νικήσουν τα κεσάτια με την ολιγάρκειαν και δεν αποδημούσι. Τούτο μαρτυρεί βεβαιότατα η μέχρι σήμερον ιστορία των.
Αλλά η απελπισία κατέβαλε πλέον και αυτούς. Και απέρχονται. Η απέλευσις δε αυτών φανερώνει ολόγυμνον την αλήθειαν, φανερώνει ότι η οικονομική καχεξία έφθασε πλέον εις το απροχώρητον. Τούτο εννοήσαμεν σχεδόν πάντες τώρα και ερωτώμεν ημάς αυτούς: τι θα γίνη αυτός ο κόσμος; Πώς θα ζήση όλος αυτός ο πεινών πληθυσμός;
Αι ερωτήσεις αυταί είναι συχναί από πολλών ετών εις τον τόπον μας. αλλά προηγουμένως απέβλεπον δια το μέλλον, εν ώ τώρα σκεπτόμεθα δια αυτό το παρόν. Ο κίνδυνος τώρα μας κρούει την θύραν και η ταραχή μας είνε απερίγραπτος.
Αλλά η θεία πρόνοια έβαλε και πάλιν το χέρι της, και φαίνεται ότι θα αναχαιτισθή προς το παρόν ο κίνδυνος της αμέσου καταστροφής. Η εσοδεία των δημητριακών είναι πλουσιωτάτη εφέτος εις όλα τα μέρη της Ηπείρου η ευτυχία προσμειδιά προς τα κάτωχρα πρόσωπα των πεινώντων χωρικών.
Εξ άλλου και η κυβέρνησις φέρεται μετά πολλής περισκέψεως προς τους πάσχοντας πληθυσμούς. Ανέστειλε την είσπραξιν των φόρων και εν γένει φροντίζει με κάθε τρόπον ναι μετριάζη την θλίψιν των δυστυχών.
Συγχρόνως δε δεν παύει αποβλέπουσα και εις την γενικήν κατάστασιν. Νέαι μεταρρυθμίσεις καθ’ εκάστην εφαρμόζονται και νέαι ελπίδες ριζικής βελτιώσεως της δικαιοσύνης πρό πάντων ανατέλλουσι. Πρό καιρού δε η κυβέρνησις έπαυσε τους παλαιούς αζάδες και τους αντικατέστησε δι’ ετέρων τοιούτων μορφωμένων ευπαιδεύτων και εν γένει ανθρώπων, οι οποίοι δίδουν ελπίδας ότι πολλής φειδούς θέλουσι διανείμει την δικαιοσύνην εις τους πληθυσμούς, οι οποίοι είνε πασίγνωστον ότι μέχρι σήμερον ουδέποτε εγνώρισαν τοιαύτην. Ίδωμεν.
Δεν ηρκέσθη δε μόνον εις την αντικατάστασιν των δικαστών, αλλά και νέους υπαλλήλους διώρισεν εις τα πρωτοδικεία και κακουργοδικεία, σκοπούσα να διευκολύνη την απρόσκοπτον λειτουργίαν της αγαθής προαιρέσεως των νέων δικαστών. Και την μισθοδοσίαν δε αυτών εφρόντισε γενναιότατα να ανταμείψη αναβιβάσασα τους μισθούς των δικαστών από εκατόν πεντήκοντα γρόσια εις τριακόσια τοιαύτα. Ούτω δε τα έξοδα εν γένει της Κυβερνήσεως ηύξησαν σημαντικώτατα. Πάντες δε θαυμάζομεν με τούτο και απορούμεν πώς θα θέλουσιν οικονομηθή τόσα έξοδα, αφ΄ ού γνωρίζομεν εκ πείρας ότι μέχρι σήμερον είχε το τρίτον των εξόδων και δεν ηδύνατο να ανταποκρίνηται εις ταύτα, εβλέπομεν δε υπαλλήλους οι οποίοι είχον και έχουσιν ακόμη να λάβωσι πολλών μηνών μισθούς.
Ίσως ευρεθή κανείς, ο οποίος θα έχη την επιθυμίαν να σκύψη και να μας είπη κρυφά στο αυτί. Και τι σας μέλλει σας τούτο; Άς κάμη καλά η κυβέρνησις. Σείς είσθε ευχαριστημένοι που θα αποκτήσετε δικαιοσύνην, και να αρκεσθήτε εις αυτό.
Βεβαίως είμεθα ευχαριστημένοι. Ομολογούμεν όμως ότι δεν παύομεν να έχωμεν φόβους μη βγούν από την καμπούρα μας όλα αυτά τα έξοδα δι’ επιβολής νέων υπερόγκων φόρων. Εάν ηδυνάμεθα να γνωρίζομεν ότι δεν θέλει συμβή τοιούτον όχι μόνον ηθέλαμεν μείνει κατ’ ευχαριστημένοι, αλλά συγχρόνως ηθέλαμεν χειροκροτήσει παταγωδέστατα τα νέα μέτρα της σεβαστής Κυβερνήσεως».
Στα δύο επόμενα δημοσιεύματα η ερήμωση της Ηπείρου από την μετανάστευση είναι εμφανής, όπως και τα διάφορα προβλήματα που ανακύπτουν. Προβλήματα που οι ξενιτεμένοι προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αντιμετωπίσουν ιδρύοντας συλλόγους σε διάφορες χώρες, πολύ μακριά από την πατρίδα.
Φύλλο 675, 23/6/1906, σελ. 1.
«ΕΞ ΗΠΕΙΡΟΥ
Ιωάννινα, τη 6 Ιουνίου 1906.
Το ζήτημα της εις Αμερικήν μεταναστεύσεως ήρχισε να λαμβάνη επιφόβους διαστάσεις δια την ελάττωσιν του πληθυσμού της δυστυχούς Ηπείρου. Καθ’ εβδομάδα εκατόν και πλέον άτομα αναχωρούσιν εκ των διαφόρων της Ηπείρου μερών δια την νέαν γήν της επαγγελίας, την Αμερικήν, φεύγοντα μεν την οίκοι δυσπραγίαν και αθλιότητα ελπίζοντα δε εν τω αγνώστω να εύρωσι την τύχην. Και κατ’ αρχάς μεν η μετανάστευσις περιωρίζετο μεταξύ των Ιουδαίων, από τινος δε χρόνου παρατηρείται αύτη και παρά τοις ημετέροις αθρόα.
Είνε αληθές, ότι πολλοί μετανάσται κατώρθωσαν να εύρωσιν εκεί εργασίαν και πόρους ανεκτής ζωής, τινές δε εξαιρετικώς και να γίνωσι βαθύπλουτοι, αλλά πόσοι άραγε δεν περιφέρονται ελεεινά και δυστυσή φάσματα της πείνης και της εν τη ξένη περιπλανήσεως; Νομίζομεν ότι το ζήτημα τούτο εάν έχη σπουδαιότητα μεγίστην δια τους εκ της ελευθέρας Ελλάδος μετανάστας όσον αφορά την ελάττωσιν του πληθυσμού της χώρας ποίαν δεν δύναται να έχη εν τοις αλυτρώτοις και υπό μυρίων κινδύνων και πολλαπλών εχθρών υπονομευομέναις επαρχίαις; Δεν θα ήξιζεν ολίγον τον κόπον να σκεφθώσι και περί του ουχί αδιαφόρου τούτου ζητήματος οι αρμόδιοι, και να παρακωλήσωσι την μέχρι φρενίτιδος, καταλαβούσαν τους πάντας εν Ηπείρω επιδίωξιν πλούτου δι΄ υπερωκεανείων ταξειδίων, και εγκατάλειψιν, ίσως άνευ ελπίδος επιστροφής, της πατρικής των καλύβης».

Φ. 778, 12/12/1908, σελ. 2.
«ΕΞ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Κλίντον Μας 28 Νοεμβρίου.
Οι ενταύθα παροικούντες εκ της επαρχίας Αργυροκάστρου Ηπειρώται, λαβόντες υπ’ όψει την από ημέρας εις ημέραν εν κινδύνω ευρισκομένην ζωήν των οικείων των ως εκ της ακαταλογίστου των Αλβανιστών δράσεως, συνήλθον εν κοινή συνδιασκέψει εν τω ενταύθα καταστήματι του Ηπειρώτου κ. Φωτίου Τζιά, του χωρίου Σωφράτικα, τη πρωτοβουλία του κ. Σπύρου Ζέρβα εκ χλωμού, του επί μακρόν εν τω Μακεδονικώ αγώνι δράσαντος και προσωρινώς ενδιατρίβοντος ενταύθα και του Κωνστ. Παπαδοπούλου του εκ της αρκετόν χάριν της πατρίδος αιματοχυσάσης Οικογενείας εκ Κοσσιοβίτσης, και απεφάσισαν την ίδρυσιν Συλλόγου, καθ’ υπόδειγμα του εν Αργυροκάστρω ιδρυθέντος τοιούτου, σκοπόν έχοντος την δια παντός τρόπου ηθικώς ή υλικώς ενίσχυσιν των εν τη πατρίδι Οικείων των, προς αποτελεσματικήν αντίδρασιν κατά των υπό των Τουρκαλβανών μετερχομένων μέσων. Ο σφοδρότερος δε αντίκτυπος των μέχρι τούδε ενεργειών των Αλβανών, υπήρξε το εσχάτως διαπραχθέν θρασύτατον τόλμημα του ληστάρχου Τοπούλη, εξαναγκάσαντος δια της βίας τους εκεί προκρίτους να ομολογήσουν άρνησιν της εθνικότητός των κ.λ.π.
Ελπίζομεν ότι άπαντες οι εν Αμερική Ηπειρώται και ιδία οι εν τοις ορίοις της κάτω Αλβανίας οικούντες θα αφυπνισθώσιν εκ της μέχρι τούδε παρατηρουμένης εις αυτούς αδρανείας, ήτις ως εκ των περιστάσεων διαρκούσα εισέτι βεβαίως καθίσταται ακουσίως αιτία της καταστροφής των καλλιτέρων της πατρίδος ιδανικών μας. βεβαίως πρέπει να δειχθή εις τους κ. αυτούς Αλβανιστάς, ότι και οι Ηπειρώται και εν τη απομεμακρυσμένη αύτη χώρα προσωρινώς βιούντες έχουν συναίσθησιν των προς την πατρίδα των ιερών υποχρεώσεών των και γνωρίζουσιν ότι είνε απόγονοι των από αιώνων επί του πατριωτισμού διακριθέντων και πολλαχώς δρασάντων πανταχόθεν όπου η μοίρα ένεκεν της δουλείας τους ηνάγκασε να ζώσι μακράν της πατρίδος.
Οι συνελθόντες ολίγοι ενταύθα προέβησαν εις την σύστασιν προσωρινής επιτροπής, συλλέξαντες εκ του προχείρου μικρόν ποσόν, όπερ απέστειλαν εις την πατρίδα εχέγγυον μελλούσης μετά των εν τη πατρίδι συνεννοήσεως και αποτελεσματικής δράσεως.
Οι συνελθόντες και συνεισενεγκόντες ήταν οι εξής:
Οι από Σωφράτικα Φώτιος Τζιάς, Σπυρ. Γούλιος, Στ. Γκούτας, Χαρ. Κάτσης, Πέτρος Τζιάς, Ξενοφ. Γάμβας ανά δολλ. 1. – Οι εκ Δουβιανής Σπ. Δόδος, δολλ. 1, Δημ. Μ. Παππα-ζήσης 1, Αν. και αδελφοί Βοζόροι 2, Δημ. Β. Σκαπέτης 1, Νικόλαος Βοζόρης 1. – Οι εκ Γορίτσης Χρ. Κέντρος δολλ. 1, Δημ. Ι. Κατσαρέλης 1. – Ο εκ Λιούκαρης Σπυρ. Θ. Μπάσιος δολλ. 1. – Οι εκ Φραστανής Τάσος Ν. Παναγιώτου δολλ. 1, Στέφανος Αποστόλου 1, Φίλ. Βότσης 1, Φίλιππος Θάνος 1, Φίλιππος Ν. Ρούσσης 1. – Ο εκ Γορίτσας Νεοκλής Μιχαήλ δολλ. 1. – Οι εκ Γράπτζι Γεώργιος Ευθυμίου δολλ. 1, Θεόδωρος Πόλιος 1. – Οι εκ Γεωργουτσάτων Κώστα Μουτζούρης δολλ. 1, Γρ. Παππά Χρήστου 1, Φώτιος Γιοβάννης 1, Στ. Κ. Γιοβάνης 1, Θεόδ. Σ. Γκατζόνης 1.50, Μιχαήλ Κόκορος 1, Ηλίας Δούβλης 1. – Ο εκ Ζερβάτες Χρ. Νίκας δολλ. 1. – Οι εκ Βουλιαράτες Αλ. Δαλιάννης δολλ. 1, Ευάγγ. Λάππας 1, Στεφ. Β. Κουρεμένος 1, Μιχαήλ Καράς 0.50. – Ο εκ Βοδρίστης Γεώργιος Π. Βαρούχας δολλ. 1. – Οι εκ Κάτω Επισκοπής Γεώργ. Τσίμης δολλ. 1, Μιχαήλ Φ. Νοτιάδης 1. – Οι εκ Γλίνης Μιχαήλ Τσέτσος δολλ. 1, Αθαν. Γκίκας 1. – Ο εκ Βανίστης Γεώργιος Νάσης δολλ. 1. – Ο εκ Λάκων Γεώργιος Παπαγιαννέας δολλ. 1. – Ο εκ Βλαχογοραντζής Αθ. Στ. Λώλης δολλ. 2. – Ο εκ Κακαβιάς Αριστ. Β. Γκόκας δολλ. 2. – Ο εκ Γεωργουτσάτων Φώτιος Αλέξης δολλ. 1. – Ο εκ Κάτω Λαμπόβου Ηλίας Λαμποβίτης δολλ. 1.
Εκ προηγουμένων δε εισφορών δολλ. 15».




















Καταστατικό Συλλόγου

Η ξενιτιά ήταν πάντα στο αίμα του Ηπειρώτη. Και σήμερα υφίσταται ακόμη αυτή η τάση.
«Ανάθεμά σε ξενιτιά και τρις ανάθεμά σε….».

Ένα όμως δεν σβήνει. Η νοσταλγία για τον αγαπημένο τόπο. Την ΗΠΕΙΡΟ.


Αθανάσιος Δημ. Στράτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: