Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Πώς είναι να ζεις ΜΟΝΙΜΑ σε χωριό; Η εξομολόγηση ενός τύπου που έπαιζε μπάλα με αρνιά και κολτσίνα με τη θειά του.


Οι Αθηναίοι έφυγαν και πλέον στις μπασκέτες (που δεν έχουν διχτάκι) βαράω μόνος σουτάκια, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος για ριμπάουντ.»

Με λένε Νίκο. Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Εύβοιας, με πληθυσμό λίγο κάτω από τον μέσο όρο μιας μέσης καφετέριας στο Μπουρνάζι. Ούτε διακόσιους κατοίκους τον χειμώνα και άντε βαριά τριακόσιους το καλοκαίρι. Γι’ αυτό και η ιστορία μου είναι γεμάτη μοναξιά, κατάθλιψη και άπειρες ώρες συνομιλίας με το ταβάνι. Όμως πίστεψέ με, δεν το μετάνιωσα ποτέ… Από τον δρόμο έξω από το σπίτι μου, αυτοκίνητο περνούσε ανά μία ώρα (το πολύ). Κι ας έμενα θεωρητικά στο κέντρο του χωριού. Αυτό, είτε ήταν του φούρναρη, που περνούσε στις έντεκα και κάτι και κόρναρε, είτε του σπασοπούτση εκνευριστικού τύπου που πουλούσε κοτόπουλα από τα Μέγαρα, είτε του ψαρά που έσκαγε με τα ίδια ηχογραφημένα τραγούδια (Γονίδη ή Τερλέγκα) στην ντουντούκα του. Και μέσα σε αυτήν τη νιρβάνα ξυπνούσα για να πάω στο σχολείο… Και τότε ήταν που καταλάβαινα, ότι άλλος ένας απάλευτος χειμώνας είχε μόλις ξεκινήσει. Άλλο καλοκαίρι και άλλο χειμώνας Γιατί το καλοκαίρι στο χωριό η φάση ήταν εντελώς διαφορετική. Το μέρος θύμιζε πόλη. Είχε εφηβικές φωνές, γέλια, μπάλα, καγκουριές, καφρίλες, φασώματα, ξύλο στην πλατεία και πάει λέγοντας.


Τον χειμώνα όμως, έμενα -σχεδόν- μόνος. Τα παιδιά από την Αθήνα είχαν φύγει και τα νέα παιδιά που ζούσαν μόνιμα εδώ (το τονίζω, όχι συνομήλικά αλλά νέα), ήταν ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού. Το πρόγραμμα κάθε απόγευμα είχε: μοναχικά σουτάκια και «πεταχτάρια» στο γηπεδάκι, δυο τρία -χωρίς κανένα λόγο- πηγαινέλα στην πλατεία ακούγοντας Erasport (με διακοπές), Ζωντανούς Νεκρούς και Χατζηγιάννη (τα’ χω γράψει και παλιότερα) και έκλεινε με αγωνιστικές χαιρετούρες με τον (συγχωρεμένο) Κυρ-Παντελή, τον μπακάλη που ήταν και ο μόνος προμηθευτής του χωριού. Το βράδυ από την άλλη, κατέληγα με το playstation ανά χείρας ή το αρμόνιό μου (διάβασμα ποτέ), ενώ όταν ήμουν μερακλής το έριχνα στα σκληρά που ήταν τα σήριαλ του Μανουσάκη, του Φώσκολου, του Ρώμα, άντε και του PornHub. Βλέπεις, δεν μπορούσα να πάω με τα πόδια στην καφετέρια ή στην ακαδημία μπάσκετ, γιατί από ΜΜΜ είχαμε μόνο ΚΤΕΛ, το οποίο βέβαια είχε και δρομολόγιο κάθε δύο με τρεις ώρες. Και η εξήγηση είναι πολύ απλή. Άλλο επαρχία και άλλο χωριό Οι διαφορές είναι μεγάλες. Επαρχία θεωρείται και η πόλη της Λάρισας, της Λαμίας, του Βόλου και της Θήβας (γελάει ο κόσμος). Χωριό ωστόσο, είναι το μέρος που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Παρένθεση: Ναι, Μάνεση και Μπλέτσα. Δεν είναι παράλογο στα 200 άτομα, να ξέρεις τι μαγείρεψε ο γείτονας, τι εκπομπή βλέπει καθημερινά και με ποια κερατώνει τη γυναίκα του. Κλείνει η παρένθεση. Εκεί που όταν βαράει η καμπάνα δεν είναι για καλό και κατευθείαν παίρνεις τα τηλέφωνά σου για να μάθεις, εκεί που όταν λες θα βγω για ποτάκι, εννοείς: «Παίρνω το αυτοκίνητο μόνο το Σαββατόβραδο (κι ας είμαι 14 ετών) και κάνω μισή ώρα δρόμο για να καταλήξω στο μοναδικό κλαμπάκι που είναι ανοικτό και έχει τέσσερις παρέες όλες κι όλες». Καλά για καθημερινές, ούτε λόγος.




























Το σχολείο, το ωδείο, το σούπερμάρκετ, η καφετέρια, η ακαδημία μπάσκετ και ποδοσφαίρου και το φροντιστήριο ήταν στην Επαρχία. Εγώ ήμουν στο χωριό… Επομένως, οι επιλογές μου στην διασκέδαση ήταν περιορισμένες. Για να παίξω μπάσκετ (με κόσμο) έπρεπε οι δικοί μου να έκαναν κάμποσα χιλιόμετρα με το αμάξι, για να μορφωθώ σε φροντιστήρια έτρωγα πακέτο με την απόσταση και για να δω την κοπέλα μου, περίμενα να χτυπήσει το κουδούνι πρώτα. Αν υπάρχουν κάποιοι που είναι μαθημένοι από παιδιά, στις σχέσεις εξ’ αποστάσεως αυτοί είναι οι βλάχοι και μόνο. Άλλο μοναξιά Αθήνας και άλλο εκεί που μεγάλωσα… Σε κάθε περίπτωση, ο αθηναίος έχει επιλογές διασκέδασης, όμως έχει και πιο γρήγορους ρυθμούς ζωής. Από την άλλη ο χωριάτης έχει ελάχιστες -έως και καθόλου- επιλογές και οι ρυθμοί της ζωής του κυλούν βασανιστικά αργά. Κι όμως, έχοντας ζήσει και στο ένα άκρο αλλά και στο άλλο, μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι οι αργοί ρυθμοί είναι σίγουρα καλύτεροι. Έχεις άπλετο χρόνο να σκεφτείς πράγματα, καθώς και να συνομιλήσεις με τον εαυτό σου. Μπέσα τώρα, αυτή η συνομιλία μου λείπει στην Αθήνα. Δεν έχω καταλήξει ακόμα που μου αρέσει περισσότερο. Αλλά γι’ αυτό που είμαι βέβαιος είναι ότι ο μόνιμος κάτοικος στο χωριό περνάει ένα «τσακ» καλύτερα. Όσο κι αν σου φαίνεται παράλογο, έπειτα από αυτήν την ιστορία μου. Κάτι η «καλημέρα» που θα πεις, λίγο τα αυγά και τα χόρτα (δεν είναι αυτό που νομίζεις) που θα σου δώσουν απλόχερα οι γείτονες και λίγο το αγνό κουτσομπολιό στο σχολείο αφού τους γνωρίζεις όλους (από το δημοτικό μέχρι το λύκειο) και τα ξέρεις όλα, δεν συγκρίνονται με κανένα εμπορικό κέντρο και καμιά καφετέρια της Αθήνας. Γνώμη μου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: