Γράφει
ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Με
μια δεκάρα κάλπικη χίλους ρουφιάνους
βγάζεις». Το είδος εκείνο που απεχθάνεται
ολόκληρο το ζωικό βασίλειο και που στην
εμφάνισή του απαξάπαντες γυρίζουν
πλάτες, σταυροκοπιούνται, φτυούνται
και καταριούνται την ώρα και τη στιγμή
που τον συνάντησαν, είναι ο ρουφιάνος.
Η ρίζα της λέξης είναι ιταλική. Στην
ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο,
το οποίο διπλάρωναν με τη φοράδα, όταν
αυτή βρισκόταν σε οίστρο. Επειδή όμως
η φοράδα ήταν ζόρικο ον, «δεν κάθεται
εύκολα» και μάλιστα τις πρώτες μέρες
της συνευρέσεως κλωτσάει άσχημα το
αρσενικό οι εκτροφείς φοβούμενοι τυχόν
τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα
έβαζαν πρώτα τη φοράδα με τον ρουφιάνο.
Στη
συνέχεια η φοράδα «μαλάκωνε» και
ακολούθως έβαζαν το καθαρόαιμο επιβήτορα.
Τον ρουφιάνο τον έβγαζαν στην άκρη.
Ρουφιάνος λοιπόν είναι ο τιποτένιος
άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή
για όφελος άλλου. Είναι δηλαδή ένα
ομοίωμα ανθρώπου από άχυρο, ο αχυράνθρωπος,
ένα υποχείριο κάποιου ή κάποιων, ένα
βλαβερό ζουλάπι για την κοινωνία.
Ρουφιάνος, λοιπόν είναι ο κατάσκοπος,
ο καταδότης, ο χαφιές, το καρφί που
παρακολουθεί τις κινήσεις κάποιων και
ακολούθως τις μεταφέρει όπου δεί ή όπου
οικονομεί, αφού τις περισσότερες φορές
η ρουφιανιά γίνεται επί χρήμασι.
Για
ρουφιάνους μιλούσε και ο Μπρεχτ . «Να
και οι καθηγητές,/απ' τ' αυτί οι μαθητές/τους
αρπάζουν και τους στήνουν προσοχή./Κάθε
μαθητής κατάσκοπος./Η μόρφωση, η γνώση
είναι άσκοπος./Μα ποιος γνωρίζει τίποτα
στη σημερινή εποχή;/Ύστερα να τα νιάτα
τα χρυσά /που με το δήμιο τα 'χουνε καλά./
Τον παίρνουν και τον φέρνουν σπίτι./
Καρφώνουν τον πατέρα τους με μια
καταγγελία/ και τον κατηγορούν για
εσχάτη προδοσία•/ δεμένος βγαίνει ο
πατέρας απ' το σπίτι.» Το φαινόμενο αυτό
του ρουφιάνου ήκμασε για τα καλά στην
ελληνική επαρχία κατά την επταετία
1967-1974. Στην επαρχία, λοιπόν, όπου τα πάντα
λειτουργούσαν υπό την εποπτεία και την
καθοδήγηση του Ταγματάρχου των Τ.Ε.Α.
υπήρχαν και οι καλοθελητάδες.
Καταρχάς
οι περισσότεροι πίστευαν ότι προσφέρουν
έργο κοινωνικό. Αγωνίζονται «κατά των
εχθρών της πίστεως και της πατρίδος».
Άνθρωποι με διανοητικά κενά, και έχοντας
μέσα τους το μικρόβιο της ρουφιανιάς,
κατέδιδαν χωρίς να σκέφτονται τίποτε
και μάλιστα πως με τη δράση τους ενίοτε
«έκλειναν σπίτια». Γι αυτό πολύ σωστά
ο ρουφιάνος θεωρήθηκε ως «η πιο επικίνδυνη
και ελεεινή ανθρώπινη κατηγορία».
Ανώνυμα ενεργούντες διέλυαν στην επαρχία
αρραβώνες, κατέστρεφαν γάμους,
συκοφαντούσαν επαγγελματίες, εκβίαζαν
γυναίκες, κατέδιδαν και χουντόφερναν
υποκρυφίως. Ένα άλλο είδος ρουφιανιάς
ήταν και το γεγονός ότι τα γράμματα που
απευθύνονταν σε μαθητές ή μαθήτριες
του Γυμνασίου παραδίδονταν σε αρμόδιο
καθηγητή, ο οποίος τα άνοιγε, επαναλαμβάνω
τα άνοιγε, και όσα είχαν περιεχόμενο
ερωτικό παραδίδονταν στον πατέρα της
μαθήτριας. Εκεί να δει κάποιος δράματα.
Θα
ήταν ανώφελο να μιλήσει κανείς για
ατομικά δικαιώματα. Χούντα είχαμε. Επί
πληρωμή ο ρουφιάνος κατασυκοφάντησε
αρραβωνιασμένη κοπελιά και κατάφερε
να διαλύσει τον αρραβώνα. Αργότερα «της
έκανε προξενιό.» Κι όλη η υπόθεση τις
περισσότερες φορές να εξοικονομήσουν
ένα κέρασμα ή την εύνοια των ισχυρών.
Γλείφτης και οσφυοκάμπτης, χωρίς κανένα
ηθικό φραγμό και καμιά αναστολή. Αυτός
είναι φασισμός. Άτομα ευνουχισμένα,
στείρα, τροφίμους ενός μηδενισμού χωρίς
νόημα. Ανόητα ανθρωποειδή, αφιονισμένα
από μια οικόσιτη νηπιώδη δυσανεξία.
Θλίψη και μόνο θλίψη σού προκαλούν ταύτα
τα οντάρια, τα νεκρά και σεσηπότα, τα
τυμπανιαία πτώματα που τη βρωμιά τους
ούτε η φορμόλη δεν αντιμετωπίζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου