Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Ορκίστηκα στην Ασφάλεια ότι δεν έπιακα το τ’φέκι στα χέρια!..


Κείμενο της αείμνηστης  Κούλας Τζαλμακλή- Χατζηγιάννη

 Τα Γιαννινάκια μας ήταν αιώνες κι αιώνες σε αλλόθρησκων τα χέρια. Κι άλλο όνειρο δεν είχαν πώς νάναι έτοιμα γι’ αυτή την ονειρεμένη μέρα. Στο κρυφό σχολειό θέριευε η κρυφή ελπίδα από το στόμα του δάσκαλου παπά! Οι Χριστιανοί των υπόδουλων πόλεων, χωριών, ήταν εξοπλισμένοι... και τα όπλα κάθε εποχής που πέρασε ήταν διαφορετικά... και τώρα είναι αντίκες!..

Μια τέτοια αντίκα, εγώ ο ραγιάς του... 1960 πήγα η ίδια... και δεν την παράδοκα στην Ασφάλεια (εκεί είμασταν τότε ραγιάδες κάποιοι...). Απ’ λέτε, κατ’φουρνάει ένα πρωί η γυναίκα που φρόντιζε τον αδελφό του πάππη του Γάκη και ανύπαντρα αδέλφια του πατέρα μου... πανικόβλητη... «Γλήουρα... γλήουρα... θα μας βάλουν στου γκιζντάφ (φυλακή)... Θα μας βάλουν στουν τοίχου.... στα 10 μέτρα... χαλασιά μ’ κι φουρτούνα μ’ «Τ’ είνι κυρά Γλυκιρία μου... τι πάθαμαν; «Να... όπως τράβαγα ξύλα από το σωρό να σ’μπήσω τ’ φουτιά... έπισι ου τοίχους που τς φουρνέλις πούταν απάνου του καζάν που βράζι του νιρό (οι ευκολίες της εποχής της νιότης μου). 
Ο τοίχος στο πλυσταριό ήταν πλύθινος με χωματένια κόκκινα πλυθάρια! Ήταν τα υλικά που έφκιαναν τα καλύβια τους οι άρχοντες της φτωχολογιάς... και τι σας λέω τώρα: Αυτά είναι για διαλέξεις από ιστορικούς και νάχουν και τα υλικά να τα θαυμάζετε... Δεν είναι ώρα για περισσότερα;
«Ε, και τι γίνκι κυρά Γλυκιρία μ’ πόπισι ου τοίχους;». «Τι γίνκι; Πάμι χαμένη! Μέσα ήταν ένα τ’φέκι θηρίου... ίσιαμι τουν τοίχου μιγάλου, σ’ λέου...». «Δεν τόπιακις;», «Ουόχι σ’ λέου... ποιοι του βάλαταν; Θα την πληρώσου ιγώ η μαύρ’...». 
Τι νάκανα την πήρα και πήγα στην Ασφάλεια... εκεί στην Ανεξαρτησίας. Δεν μπορώ να πω, ευγενέστατα μας φέρθηκαν, μας έβαλαν να κάτσουμε και μας παράγγειλαν και ταζέτκο καφέ. «Τι πάθαταν κυρία Κούλα;» ήμουν γνωστή ταυτότης, βλέπετε... ο κύριος Κωνσταντίνου ήταν ένας οικογενειάρχης λεβεντόπαιδο και πελάτης του μαγαζιού μας... «Το και το τους λέω...» και τους ορκίζομαν πως δεν τόπιασα στα χέρια μου ούτε γω ούτε κανένας από τη φαμίλια μας κι ούτε κι ο αδερφός μου που ήταν αντάρτης είχε τέτοιο όπλο. 
Ο κύριος Κωνσταντίνου γελούσε. «Πήγαινε σπίτ’ κυρία Κούλα...». Ο άντρας μου γελούσε και με κορόιδευε. «Τι κάνεις έτσι μωρή ζουρλή, αυτό είναι χιλιόχρονο, άχρηστο... ποιος ξέρει πότε τόκρυψαν και ποιοί...». 
Τι να σας πω τι ήταν φίλοι μου... ίσια με δύο μέτρα μάκρος κι όλο μπιχλιμπίδια η λαβή του, φιλντισένια! 
Το πήγαν σε Μουσείο ή στολίζει κάναν τοίχο σαλονιού κάποιου... ή δεν ήξεραν κι αυτοί... οι της Ασφαλείας... τι θησαυρό κρατούσαν; Αυτά σας τάειπα για να σας συστήσω τον Μπανταλογιώργο... γνωστή ταυτότητα διακονιάρη, γέννημα θρέμμα Γιαννιώτη.
Ες μεθαύριον!

Δεν υπάρχουν σχόλια: