Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

«Φύγε κι άσε με…»


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δύσκολο, αλλά και με φανερή την πολυσημία του είναι το ρήμα φεύγω. «Τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια». Αυτή η σημασία απορρίπτεται επί αντρών «ρωμαλέων», σκληροπέτσινων και γυμνασμένων με στρατιωτικά γυμνάσια. Αν εννοούμε ότι δηλώνεται με το ρήμα αυτό η προσπάθεια να φύγει κάποιος μάλλον είναι αδύνατον γιατί, ίσως από την απέναντι πλευρά ίσως ακουστεί και το «στο καλό και να μας γράφεις» ή και κάπως αλλιώς. «Φεύγοντας κλείσε και την πόρτα». Οι πόρτες δεν είναι για να κλείνουν. Ιδιαίτερα στην πολιτική οι πόρτες πρέπει να είναι πάντα ανοικτές. «Όπου η τύχη σε φέρει και φέρου και φέρε…». Στα Τζουμέρκα βέβαια κάπως αλλιώς θα το λέγαμε. «Φεύγ’ς κι έρχεσαι και στα ποδάρια μ’ ζαγκανιέσαι». 
Το να πιστέψουμε πως το φεύγω σημαίνει πως απομακρύνομαι από έναν τόπο, από ένα σημείο πάλι όχι μόνο είναι δύσκολο, αλλά και αντίθετο με την όποια πολιτική στάση. «Κατέκτησες θέση, καρέκλα, κλπ. «δεν κουνιέσαι ρουπ από εκεί. Στεριώνεσαι και μένεις ακίνητος και δεν μπορεί να σε μετακινήσει ούτε η πιο δυνατή μπουλντόζα. Δεν έχει σημασία, αν κάποτε, ας όψονται οι εκλογές θα φύγεις άπρακτος, αναποτελεσματικός. Καμιά απολύτως σημασία. Κριτσιλωθήκαμε και άντε ποιος να μας ξεκριτσιλώσ’; Αυτό συμβαίνει μόνο σε ταβέρνες. «Πάμε να φύγουμε. Φάγαμε για τα καλά, μπλετσ(ι)κώσαμε, πάμε τώρα να γκλιορέψουμε». 

Το πλοίο, το τρένο, το αεροπλάνο όλα αυτά μπορεί να φύγουν. Το πλοίο φεύγει για λιμάνια ξένα, αλλά σε ποιον να το πεις και σε ποιον να το τραγουδήσεις το «φεύγεις αγάπη μου φεύγεις χαρά μου». Ήταν τότε και τώρα βέβαια που έφευγαν και φεύγουν οι νέοι από τον τόπο τους για να βρουν δουλειά να ζήσουν -λέμε τώρα- με ποιότητα και αξιοπρέπεια. Αυτό κάπως έτσι το έλεγαν ξενιτιά, εγκατάλειψη, ξεριζωμός και εκμετάλλευση. Το λένε και το ξαναλένε στα Τζουμέρκα το φεύγω. «Φύγαν τα νιάτα τα καλά, φύγαν τα παλικάρια και μείνανε οι γέροντες μαζί με τα αγκωνάρια». Φεύγουν οι ώρες, φεύγουν τα νιάτα, φεύγουν τα χρόνια, το καφάσι, το μυαλό, η γυαλάδα. «Αυτός ο λεκές δεν φεύγει με τίποτε!», το μόνιμο παράπονο των γυναικών. 

«Το βλήμα έφυγε από την κάνη του όπλου». Πού πήγε κανείς δεν ξέρει. Αν εννοούμε βλήμα εγκεφάλου, τότε «φουρτούνα μας και χαλασιά μας». Θα φεύγει και θα ξανάρχεται. «Φεύγω» το πρωί ή τις μονές ημέρες, ξαναγυρνώ και ξαναθρονιάζομαι, «μένω» το Σάββατο, «απολυέμαι» την Κυριακή, ξαναφεύγω, ξαναμένω κι ούτε που εγώ ξέρω, αν μένω ή φεύγω. Κι ούτε που μπορώ σε κανέναν να πω το τραγούδι « φύγε κι άσε με να απομείνω μόνος μου». Δεν εγκαταλείπω το λαό μου! «Λαός και εξουσία μαζί, αντάμα». Τι σημασία έχει κι αν φύγει το τιμόνι από το πηδάλιο, η πελατεία από το μαγαζί, ο ύπνος από τον κοσμάκη. Το πρόβλημα είναι «να μη φύγουμε από την καρέκλα». Κι αρχίζουμε το μάδημα της μαργαρίτας. «Να φύγω, να μη φύγω». Και λειτουργούμε με την άρση και θέση. «Κάθομαι μέχρι να φύγω». Για σήμερα όμως, γιατί το βράδυ αλλάζουμε τροπάρι και φτου μανά από την αρχή. «Μένω, αλλά θα φύγω όταν χρειαστεί». Πότε; Κάποτε… 
«Τι είχες Μήτρο μ’, τι είχα πάντα». Ώρα λοιπόν για φευγιό, γιατί άμα τα πάρει ο λαός στην γκράνα τότε «φευγάτε ποδαράκια μου, τρεχάτε κι όπου φτάσ(ε)τε».





Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: