Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Το δίπλωμα των
προικιών ήταν μέρος της διαδικασίας
της γαμήλιας τελετής. Γινόταν την Πέμπτη
και την Παρασκευή φορτώνονταν τα
προικιάτικα για το σπίτι του γαμπρού.
Είχε προηγηθεί βέβαια η καταμέτρηση.
Πολλά ήταν γραμμένα στο προικοσύμφωνο,
που εφαρμόζονταν επακριβώς. (Τόσες
κουβέρτες καραμελωτές, τόσες του νερού,
τόσα τραγότσιαλα και τόσα στρωσίδια.)
Υπήρξαν περιπτώσεις που απειλήθηκε «να
χαλάει ο γάμος» για μια μαντανία. Ευτυχώς
επεκράτησαν ήρεμες σκέψεις και σώθηκε.
Πέρα όμως από αυτά ο καλός γονιός έπρεπε
να δώσ’ και κάτι παραπάνω. Ο νοικοκυρεμένος
γάμος φαινόταν και από τα πολλά
προικιά.
Για το λόγο αυτό ο αργαλειός
δούλευε ασταμάτητα. Σαΐτες, χτένια
«βάραγαν» αβέρτα χρονικής, για να βγάλουν
τα υφάδια. Τα μαντάνια για τις καραμελωτές
και τα σαΐσματα. Ώρες ατέλειωτες η
κοπελιά στον αργαλειό περιδινούμενη
με τη σκέψη του ερχομού του καλού
της.
«Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε,
πέτα χρυσὴ σαΐτα,/τρίχτε καημένα χτένια
μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,/νὰ βγοῦν τὰ
ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά
μου,/γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται
νὰ μὲ πάρει!»
Κώστας Κρυστάλλης
Και
στο κέντημα η κοπελιά κατέθετε αρκετό
χρόνο της ζωής της. Κουρτίνες, μαντίλια,
προσκέφαλα όλα κεντημένα.
Το δίπλωμα
ήταν σοβαρή υπόθεση και γι’ αυτό το
αναλάμβανε συνήθως μια έμπειρη και
πανέξυπνη γυναίκα. Τρόπον τινά ήταν η
μόστρα. Από τα προικιά φαίνονταν και
ένας καλός γάμος. Ήταν και χρονοβόρα
υπόθεση, αφού έπρεπε να εκτεθούν σ’
όλους/ες, οι δε κουτσομπόλες τα ανέμεναν
εναγωνίως. «Είδες, είδες δυο φλοκάτες
όλες κι όλες. Ποιους να πρωτοσκεπάσ’.»
Έλεγαν, έλεγαν και σταματημό δεν είχαν.
«Πα, πα. Ντιπ ξεμπλέτσωτ’ τ’ν παίρν’.
Τίποτις. Δυο ρέτζελα. Αχ, δεν μ’ ακ’σε
ο Κώστας. Θα ‘παιρνε τ’ν Βασίλω και θα
’χε όλα τα σκ’τιά του ντουνιά.» άλλοτε
το γύρνασγαν αλλιώς. «Έξοδα βασιλικά
και ο γαμπρός ξυπόλητος.»
Στην αρχή η
μάνα της νύφης χάλαγε τον γιούκο πετώντας
κάτω όσα ήθελε να δώσει. Δεν τα έδινε
όλα. Κράταγε για την άλλη την κοπέλα.
Είχε και δ’κό της σπίτ’. Τι πάντρεψε
την κοπέλα και θα μείν΄ρ’μάδ’;
Κι
άρχιζε η τελετή του διπλώματος. Δέματα
ομοιόμορφα με τέχνη και επιμέλεια. Στο
φως τα καλά. Να μην φαίνονται τα δεύτερα.
Και η μάνα να ρίχνει από πάνω «αγιασμό»
και ρύζι. Κάπου κάπου έριχναν και καμιά
δραχμούλα… Πού να βρεθούν χρήματα. Τώρα
άλλαξαν τα πράγματα.
Οι φιλενάδες
της νύφης αρχίναγαν το τραγούδι και το
τράβαγαν μέχρι τέλος. Ήταν κάτι, έτσι
το ‘νιωθαν και δική τους υπόθεση. Έρχεται
και η σειρά τους. Ξεμπερδεύει η … πήραμε
εμείς σειρά.
Κόσμος πολύς περίμενε
έξω από το σπίτι να κατεβάσουν τα προικιά
της νύφης. Η κουβέντα πάει κι έρχονταν.
«Σαν βαρύ φαίνεται αυτό το δέμα. Λες να
’βαλε πέτρες μέσα η Ρίνα. Ικανή την
έχω.» Τα δέματα ήταν ανάγκη να είναι
απολύτως περιποιημένα γιατί θα πέρναγαν
από σοβαρό έλεγχο. Η πεθερά δεν τα
παραβλέπει αυτά. Πώς θα κρινόταν η
νοικοκυροσύνη της νύφης; Άσε που ο
έλεγχος θα γινόταν και από όλη την
(καινούρια) γειτονιά.
Και στο τέλος
όλοι περίμεναν το μπαούλο της νύφης.
Αυτό περιείχε όλα τα προσωπικά και
απαραίτητα πράγματα της νύφης. Αν υπήρχαν
και τίποτε λιανώματα εκεί μέσα τα έβαζαν.
Το μπαούλο της νύφης δεν φορτώνονταν
σε μουλάρια. Φορτώνονταν σε γυναικείες
πλάτες.
Αυτό το δίπλωμα των προικιών
θα το θυμάμαι για πάντα. Να τι έπαθα σε
ένα δίπλωμα.
Είχαν βάλει κάτω μια
κουβέρτα καραμελωτή. Υποτίθεται πως με
αυτή θα σκεπάζονταν τα νιόγαμπρα το
πρώτο βράδυ του γάμου. Έπρεπε λοιπόν να
τηρηθεί το έθιμο. Με πέταξαν κυριολεκτικά
μέσα στην κουβέρτα και με κούναγαν
πέρα-δωθε ούτε που ξέρω πόσες φορές.
Έπρεπε να γίνει πολλές φορές για να
καρποφορήσει το αντρόγυνο σερκά. Με
είχαν κάνει τραμουντάνα από το κούνημα.
Δεν άντεξα. Έβαλα τα κλάματα και
κατουρήθηκα… Όταν αντιλήφτηκαν οι
προεξάρχοντες του τραμπαλίσματός μου
με μια φωνή ανέκραξαν «Χαϊρλίτικο.
Χαϊρλίτικο. Πολλά σερκά.» Μία άλλη
φώναξε. «Μωρέ πόσο κάτουρο είχε αυτό το
παιδί. Πώ, πω, πω, όλο σερκό κάτουρο!»
Πάντως,
ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχω μάθει τι
διαφορά έχει το σερκό από το θηλ’κό
κάτουρο.
1 σχόλιο:
Δεν μας είπε αν έκανε σερκά το ζευγάρι...
Δημοσίευση σχολίου