Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Το διάγγελμα της μωβ γραβάτας...



Πολύ ωραία τα διαγγέλματα. Και ειδικά όταν είναι προσεγμένα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Ασορτί μωβ γραβάτα στο χρώμα της πένθιμης κορδέλας, συνοδεία επιτηδευμένα θλιμμένου ύφους και λιγάκι σκοτεινού φόντου με βιβλία γνώσης.

Ίσως είχε προηγηθεί και μία εμπεριστατωμένη σύσκεψη με ειδικούς της επικοινωνίας για το τι και το πώς του συγκεκριμένου βήματος. Μπορεί και να συμμετείχε κάποιος αμερικανός σύμβουλος, μπορεί και να αρκέστηκαν στις Χρυσάνθειες προσεγγίσεις της θεωρίας των δύο άκρων που ακροθιγώς θα αναφερθούν για να μην διαπιστωθεί ρήγμα στις απόψεις συμβούλου και συμβουλευόμενου.

Όλα άψογα, όλα στην εντέλεια. Η Εικόνα όμως δεν στέλνει μυρωδιές. Αφήνει γεύσεις αλλά δεν αξιοποιεί όλες τις αισθήσεις.


Αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα, στην εκκλησία του Σχιστού, μύριζε λιβάνι και οι άνθρωποι....
γεύονταν την αρμύρα των δακρύων. Δάκρυα που χύθηκαν όχι μόνο για την Δημοκρατία και την κατάντια μας, αλλά για να ένα φυσικό πρόσωπο. Οντότητα που μέχρι προχθές τα ξημερώματα, μιλούσε, τραγουδούσε, ορμούσε με λύσσα στον αγώνα κατά του ρατσισμού, μύριζε και μυριζόταν το μπαρούτι των καιρών. ΖΟΥΣΕ.

Αυτό το νήμα που κόπηκε, έφερε πάλι στο προσκήνιο τον όρο ΒΙΑ. Τα παράγωγα της και τις αιτίες που την γενούν.

Δεν καταλήξαμε όμως στον ακριβή ορισμό γιατί νοιώθουμε απελπισμένα την ανάγκη να στρογγυλέψουμε τις κουβέντες μας μη τυχόν και διαταραχτεί η μακαριότητα της απόστασης μεταξύ αυτών που βιώνουν την βία και αυτών που με ροδαλά μαγουλάκια απλά την σχολιάζουν όπως και μία σειρά άλλων γεγονότων. Ο Σχολιασμός άλλωστε είναι επάγγελμα. Και μάλιστα επικερδές όταν δανειοδοτείται απλόχερα.

Πριν από μερικές εβδομάδες, επιστρέφοντας από την Αθήνα έπεσα πάνω σε έναν 57άχρονο οδηγό ταξί. Περίμενε με τις ώρες στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης για ένα αγώι. Οικογενειάρχης με τρία παιδιά, 24,22, και 18 ετών. Οδηγήθηκε στο κλείσιμο της επιχείρησης του μετά από 25 χρόνια. Ήρεμος προσηνής, νοικοκύρης που θα έλεγε και ο Χρύσανθος. Δεν ανήκε και ούτε σκέφτεται να ενταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ πολύ δε περισσότερο στην Χρυσή Αυγή. Δεν ανήκει στην δεξαμενή των δύο άκρων που εφηύρε ο Χρύσανθος αλλά στην άκρη του γκρεμού που δημιούργησε η κρίση. Με αναγνώρισε και άρχισε να μου μιλάει για την περιπέτεια του. Έκλεισε το μαγαζί του πριν από ένα χρόνο μετά από 25 χρόνια τίμιας προσπάθειας. Πλήρωνε τις υποχρεώσεις του, γεγονός που μάλλον μετάνιωσε, μεγάλωνε και σπούδασε τα παιδιά του αλλά τελικά κατέληξε οδηγός ταξί.

Προσπάθησε να φύγει στο εξωτερικό, δεν τα κατάφερε και πριν συνεχίσει την αφήγηση του, πήρε την σκυτάλη ο λυγμός και το ξέσπασμα. Κρατούσε το τιμόνι του ταξί αλλά οι χτύποι της καρδιάς του ακουγόταν πιο έντονα και από το θόρυβο της μηχανής.

Και ξέρεις πιο είναι αυτό που με σκοτώνει περισσότερο και από το βλέμμα των παιδιών μου; Με ρώτησε κοιτώντας με στην θέση του συνοδηγού. Είμαι έτοιμος να πάρω την πέτρα. Δεν θα την ρίξω ποτέ στο δικό σου αυτοκίνητο ή στο σπίτι σου. Σε κανενός την περιουσία. Θα την ρίξω σε αυτόν που δεν καταλαβαίνει ότι ντρέπομαι για τον εαυτό μου, ντρέπομαι να κοιτάξω τα παιδιά μου στα μάτια, ντρέπομαι για την χώρα μου.

Κατεβαίνοντας από το ταξί του, δεν κατάφερα να του πω ότι εγώ ντράπηκα πιο πολύ από αυτόν. Γιατί ήμουνα σχετικά φρέσκος στον κόσμο της απόγνωσης, της ανεργίας και της ακροδεξιάς μεταρρυθμιστικής μανίας. Γιατί δεν ήξερα πώς να του πω ότι η πέτρα που θέλει να κρατήσει στο χέρι του, δεν οδηγεί πουθενά. Δεν βρήκα όμως καμία λέξη, καμία φράση, κανένα στερεότυπο, κανένα τσιτάτο για να του πω ότι έχει άδικο.

Ένοιωθα πως ότι και να του έλεγα, θα φάνταζε σαν το διάγγελμα Σαμαρά και τους αφορισμούς Βενιζέλου κατά της βίας. Κενά περιεχομένου και μηδενικής παιδευτικής και πολιτισμικής αξίας. Αν πραγματικά ήθελαν να βγει η βία από την ζωή μας θα μπορούσαν να σιγομουρμουρίσουν στον καθρέφτη τους, την μελωδία Θεοδωράκη και τους στίχους του Σεφέρη: πήραμε τη ζωή μας λάθος!

Κι αλλάξαμε ζωή.

του Χρήστου Γιαννούλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: