Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Νοσταλγική ...και η φετεινή επάνοδος των ταξιδεμένων μας.


Ο Αύγουστος είναι «ο καλός μήνας» που μας έρχονται οι ξενιτεμένοι μας, οι χιλιάδες απόδημοι της διασποράς, από την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Γερμανία και από άλλους κοντινούς και μακρινούς τόπους. Επιστρέφουν για λίγες μέρες να προσκυνήσουν στα πατρικά χώματα, να γευτούν την εθιμική συλλογική μας παράδοση, να ξαναζεσταθούν από τα χρώματα και τους ήχους της πατρίδας και να ξαναφύγουν παίρνοντας μαζί τους χαρές και ελπίδες.


Όμως, να ξαναθυμηθούμε πρέπει την ανάγκη που έκανε τους νέους της φτωχής μας πατρίδας να ξενιτεύονται για καλύτερες μέρες, αφήνοντας πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα. Ήταν εποχές που έφευγαν, όλο έφευγαν, από τον τόπο τους για τα μακρινά ξένα. Στις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εκεί ανακαλούσαν στη μνήμη τους νοσταλγικά το «ριζιμιό λιθάρι». Όσο πιο μακριά, τόσο περισσότερο θέριευε η νοσταλγία. Μέσα τους κουβαλούσαν πάντα τα φτωχικά πατρικά χώματα, χωρίς φτιασίδια, λούσα και λούστρο, που έκαναν τα χωριά μας αγνώριστα.

Στη μοναξιά του σπιτιού τους όλα στροβιλίζονται στο μυαλό τους: Τα σοκάκια με τα καλντερίμια, τα πέτρινα σπιτάκια στις άκρες των δρόμων που χωρούσαν αγάπες και ελπίδες, οι κληματαριές στις αυλές και όλα εκείνα που παραμένουν άσβηστα στο χρόνο. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό τους, γεμάτα από συναισθηματικούς δεσμούς και δημιουργικές σκέψεις. Τα μικρά και ταπεινά της ακριβής, της λατρεμένης ιδιαίτερης πατρίδας σκέφτονταν. Έφερναν στη μνήμη τους τις χορευτικές φιγούρες στον αέρα με τους ήχους του κλαρίνου και τις δοξαριές του βιολιού. Καβαλάρηδες να περνούν τα στενοσόκακα και αγωγιάτες να ξεκινούν για ταξίδι. «Κίνησ' ο Ρόβας, κίνησε και στη Βλαχιά να πάει.».

Θυμούνται, και τι δεν θυμούνται! Με την καλή φορεσιά και τα λαστιχένια ποδήματα, ίσια για το πανηγύρι, όπου οι οργανοπαίχτες, τα τακίμια, με βιολί και λαούτο, πάσχιζαν να ενθουσιάσουν τους πανηγυριώτες και να αρχίσει ο χορός.

Πώς να ξεχαστεί το πέτρινο μαντρί σκεπασμένο με τσίγκο για τα λιγοστά γίδια. Πολεμούν να μην σβήσουν από το μυαλό τους τα χνάρια από τα πόδια των γιδιών στις γιδόστρατες των χωριών τους και το τραγούδι του γιδοβοσκού, καθώς κατέβαινε το χωριανικό κοπάδι την πλαγιά του χωριού. Μπορεί να φύγανε, να εγκαταστάθηκαν σε άλλους μακρινούς τόπους, όμως νιώθουν να είναι κομμάτι της γενέτειρας και σ' αυτή αποθέτουν τις αναμνήσεις και τους καημούς τους. Η ψυχή τους πάντα ζητούσε να ξεδιψάσει στην Ιθάκη τους. Κλωνάρια της γης τους, που ξανοίχτηκαν πολύ μακριά, χωρίς να αποκολληθούν από τις ρίζες του δέντρου τους. Αυτές οι ρίζες τους τραβούσαν, κρατούσαν άσβεστες τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες τους.

Η ευχή της μάνας τους συνόδευε στην ξενιτιά: «Σύρε, παιδί μου, στο καλό. Χώματα να πιάνεις, μάλαμα να γίνεται». Τα λόγια της δακρυσμένης μάνας στο «ξεπροβόδισμα», «ώρα καλή, παιδί μου», δεν ξεχνιούνται. Και στη φωτογραφία που της στέλνει ο γιος από την ξενιτιά, απαντάει η χαροκαμένη μάνα που φορτώθηκε το σταυρό του μαρτυρίου: «Έλαβα τη φωτογραφία σου, το λεβέντικο το κορμί σου, σου μιλάω δε μου μιλάς, σου κρένω δε μου κρένεις και σε φιλώ δε με φιλείς».

Έρχονται οι ξενίτες μας και φεύγουν πάλι στενοχωρεμένοι. Δεν έχουν τα χωριά τη ζωή που είχαν παλιότερα. Οι άνθρωποι λιγόστεψαν, μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών. Ρήμαξε ο τόπος. Έχουν αλλάξει ριζικά οι παραδοσιακές δομές των χωριών. Διαμορφώνονται νέες μορφές ζωής. Η συνένωση των Κοινοτήτων με τους τελευταίους αυτοδιοικητικούς νόμους, τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη», εξέλιπε και το τελευταίο κοινοτικό στοιχείο που συνένωνε τους κατοίκους σε ισχυρούς δεσμούς. Τα χωριά μας παραμένουν μάρτυρες μιας ζηλευτής ζωής που χάθηκε. Έρημος ο τόπος συγκεντρώνει μόνο αναπολήσεις και μνήμες. Παντού θανατερή ερημιά. Σε παλιότερες εποχές οι άνθρωποι χαίρονταν τις γιορτές, τις χαρές και τα γιορτάσια, ξεφάντωναν στους δρόμους, στις πλατείες, στις αλάνες, ανέτρεχαν στις ρίζες. Στις μέρες μας όλα αυτά ξεθώριασαν. Τα χωριά στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς φωνές και χωρίς ζωή.

Ο Θωμάς Στεργιόπουλος, γιατρός και δόκιμος συγγραφέας, στο τελευταίο του βιβλίο για το χωριό της καταγωγής του, τη Γράβα και τα γειτονοχώρια των Αγίων Σαράντα της Βορείου Ηπείρου, έχει αλιεύσει ένα ποίημα (ανώνυμου ποιητή) για το «ξεπροβόδισμα» του ξενιτεμένου από την εφημερίδα «Πύρρος» αριθ. φύλ. 153/1906.

Το παραθέτουμε αυτούσιο για τον πόνο και τη θλίψη που αποπνέει. 

Τιτλοφορείται: Φεύγουν οι ξένοι

Ήρθεν η ώρα η κακή οι ξένοι για να φύγουν
ν' αφήσουνε το σπίτι τους τη μάνα, τη γυναίκα,
τα δόλια τα παιδάκια τους να 'παν να καζαντήσουν.
Ξύπνησαν πουρνό - πουρνό και οι χωριανοί τους βγάζουν
ίσια μ' απάν' απ' το χωριό στις καστανιές 'πο δίπλα
πο κατ' από 'να πλάτανο μεσ' τη μεγάλη βρύση.
Κινά η μάνα τ' ορφανό δώδεκα μόνο χρόνων
είναι το ένα μοναχό που άφησεν ο χάρος.
«Παιδί μου κάνε το σταυρό μπροστά στο κόνισμά μας
κι ώρα καλή, παιδάκι μου, γρήγορα να γυρίσεις».
Όλοι με νεκρική σιγή στο δρόμο περβατούνε
και άλλοι κλαίνε θλιβερά κι άλλοι αναστενάζουν.
Κρυφά η μάνα το παιδί σκύβει κι ορμηνεύει:
«Παιδί μου να μη λησμονείς τη δόλια σου τη μάνα
που μέρα - νύχτα μοναχή θα κλαίει μεσ' το σπίτι
θα κλαίει, θα παρακαλεί Χριστό και Παναγία
να της φυλάει τ' ορφανό το χηροφυλαγμένο.
Και αν σου πουν καμιά φορά πως πέθανεν η μάνα σ'
παιδί μου μην απελπιστείς στο σπίτι να γυρίσεις.
Το φτωχικό μας μην κλειστεί κατάρα θα σ' αφήσω.
Να παντρευτείς με το καλό και την ευχή μου να' χεις».
Να κλαίει αρχίζει το παιδί, να κόφτεται η μάνα,
δακρύζει όλ' η συνοδειά, θαρρείς πως παν' να θάψουν
κανένα νιο, ή καμιά νια που άφησαν τον κόσμο,
κι χωριανοί τους ξεκινούν στο νεκρικό τους σπίτι.
Εφτάσανε στον πλάτανο εκάτσαν μεσ' τη βρύση
και καρτερούν τη συντροφιά να φύγουν καραβάνι.
Πέφτουν ντουφέκια βροντερά, θρήνοι, φωνές θλιμμένες,
αχολογάνε τα βουνά και η νιοπαντρεμένη
κλαίει κοντά στον άντρα της που είδε δυο μήνες μόνο.
«Γιωργάκη, να' ρθεις γλήγορα να μη μας λησμονήσεις
να' χομε γράμματα συχνά για να περνούν τα χρόνια».
Η ώρα ήρθε, έφθασαν όλοι ψηλά στη βρύση.
«Ώρα καλή σας μπρε παιδιά φωνάζει ο γερο-Φώτος.
Να σας δεχτούμε με καλό όλους καζαντισμένους,
για να χαρούμε όλοι μας κι όλη η φαμιλιά σας.
Να ιδεί καλό και το χωριό το έρημο χωριό μας,
που ρήμαξε η κλεφτουριά κι η ξενιτιά η μαύρη».
Εσκόλασαν τα ψέματα ήρθε καιρός να φύγουν
η μάνα σφίγγει το παιδί κι αυτό φιλεί το χέρι.
Όλοι σφιχταγκαλιάζονται κι αρχίζουνε να κλαίνε
θαρρείς πως κλαίνε λείψανο παιδί είκοσι χρόνων.
Στο δρόμο ξανοιχτήκανε κίνησε το καραβάνι.
Δίνει η μάνα στο παιδί το υστερνό φιλί της
και η Λενιώ η όμορφη η νεοπαντρεμένη
σκύβει στ' αυτί του Γιώργου της με μάτια βουρκωμένα.
Του λέει κάτι το κρυφό και του φιλεί το χέρι.
Γυρίζ' ο Γιώργης, την φιλεί, «ώρα καλή» του 'φκιέται.
Αγάλι - αγάλι ανέβαιναν αράδα μεσ' το Ζόρκο.
«Ώρα καλή» τους φώναζαν «έχετε γειά» 'παντούσαν.
Κι εκεί που κλαίγαν όλοι τους κι εκοίταζαν τους ξένους,
ένα μεγάλο σύννεφο έρχεται από δίπλα
πέφτει μεγάλη καταχνιά νοτιάς βαρυγκομάει.
Τους χάνουν απ' τα μάτια τους τους έφυγαν οι ξένοι.

Γράφει ο Νίκος Θ. Υφαντής

Δεν υπάρχουν σχόλια: