Παρακολουθώντας ομιλίες γραμματέων και προέδρων, κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, βουλευτών και εκπροσώπων Τύπου, διαβάζοντας ανακοινώσεις και αποφάσεις καθοδηγητικών οργάνων, κύρια άρθρα αριστερών εντύπων κ.λπ. κυρίως όμως από την εν γένει πολιτική συμπεριφορά κομμάτων - συσπειρώσεων δυνάμεων της Αριστεράς, αποκομίζεται η εντύπωση πως η Ελλάδα είναι μια χώρα περίπου σαν το Βέλγιο ή το Λουξεμβούργο.
Η διαπίστωση αυτή, που σε πρώτη ματιά μοιάζει υπερβολική, είναι αληθής.
Για τον αριστερό λόγο του συρμού, υπάρχει πρόβλημα με το Μνημόνιο, με τα μέτρα που επιβάλλονται στους εργαζόμενους, με μερικές μη κανονικές διαδικασίες στη Βουλή, με την καταπάτηση κάποιων δικαιωμάτων και μόνιμη επωδός-διέξοδος, κάτι σαν λύση, είναι η αναμονή νέων εκλογών, όπου όλες οι αριστερές δυνάμεις ελπίζουν να αυξήσουν την εκλογική τους επιρροή και αυτό με τη σειρά του να βοηθήσει για κάτι καλύτερο.
Αντίστοιχα, οι αριστερές δυνάμεις σε Βέλγιο και Λουξεμβούργο, μπορούν να καταγγέλλουν τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει η αστική τάξη και οι πολιτικές της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε., να καλούν τους εργαζόμενους σε ορισμένους αγώνες και να ετοιμάζονται για την αντιμετώπιση εκλογικών διαδικασιών. Ορισμένες από αυτές θα θέτουν και το ζήτημα του συντονισμού των αγώνων στην Ευρώπη.
Κάπως έτσι συνεχίζεται η πολιτική ζωή, η διαιώνιση ενός πολιτικού συστήματος, η ύπαρξη ορισμένων πολιτικών σχηματισμών, ενώ βουλιάζουν κοινωνίες στην κρίση, αλλάζουν καθεστώτα, αλλάζει ολόκληρη η Ευρώπη.
Τι παραλείπεται στην ελληνική περίπτωση;
Δεν θα επεκταθούμε σε μια κριτική της πολιτικής συμπεριφοράς της ευρωπαϊκής Αριστεράς, για την οποία πολλά μπορούν να ειπωθούν. Στα δικά μας, όμως, πρέπει να τονιστούν μεγάλες ηχηρές σιωπές και παραλείψεις:
α) Η χώρα, συνολικά, έχει εισέλθει σε μια καθεστωτική φάση που όσο περνά ο καιρός βαθαίνουν, ποιοτικά, ορισμένα χαρακτηριστικά της. Στη χώρα μας από την ψήφιση του Μνημονίου, πριν από δύο περίπου χρόνια, υπάρχει ένα νέο καθεστώς και τούτες τις μέρες με το πραξικόπημα Μέρκελ-Σαρκοζί που επέβαλαν τον τραπεζίτη Παπαδήμο ως πρωθυπουργό, χωρίς καμιά λαϊκή νομιμοποίηση, βαθαίνει τα χαρακτηριστικά της υποδούλωσης της χώρας. Σε σχέση με αυτά -που ο λαός τα αντιλαμβάνεται αμέσως- η Αριστερά (σχεδόν ολόκληρη με μικρές εξαιρέσεις) δεν τα αποδέχεται και περίπου τα κατακρίνει. Δεν αποδέχεται ότι υπάρχει συνολικό πρόβλημα πολιτικού συστήματος (ορισμένοι ακόμα μιλάνε για δικομματισμό) γιατί φοβάται μήπως συμπεριληφθεί και η ίδια σε αυτό. Δεν αποδέχεται ότι υπάρχει ένα ειδικό καθεστώς (που πρέπει να ανατραπεί) αλλά η συνέχεια μιας συνηθισμένης κατάστασης. Δεν θέλει να ακούσει τίποτα για «χούντα», για «κατοχή» κ.λπ. γιατί τα θεωρεί υπερβολικά και ανυπόστατα. Έτσι, όμως, έρχεται σε ρήξη και με τις πλατείες και με τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στις παρελάσεις, έρχεται σε αντίθεση με έναν επεκτεινόμενο λαϊκό ριζοσπαστισμό.
Η Αριστερά δεν θέλει να καταλάβει αυτό που διαισθητικά καταλαβαίνει όλος ο λαός: το καθεστώς που εμπεδώνεται και παίρνει ανοιχτά τα χαρακτηριστικά μιας αρμοστείας και υποδουλώνει τη χώρα στους δανειστές, καταργεί κάθε επίφαση δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, κάνει κουρελόχαρτο το Σύνταγμα, υπαγορεύει νόμους και δίκαιο από ξένα κέντρα και μετατρέπει όλο το πολιτικό κόσμο σε υπογράφουσες «γλάστρες», δεν θα μετακινηθεί, δεν θα παραδώσει, δεν θα «εκδημοκρατιστεί». Όσο μεταβατικό και να είναι μας οδηγεί σε μια μετάβαση προς μια ολοκληρωτική δικτατορία και εκτροπή. Αυτό που θα τη διαδεχθεί ομαλά θα είναι ένα πλήρως υποταγμένο, ουσιαστικά κατοχικό και δωσίλογο προσωπικό, δηλαδή η φυσιολογική μετεξέλιξη αυτού που τώρα οικοδομείται με διατάγματα, πραξικοπήματα, δυνάμεις κρούσης των τροικανών και γκαουλάιτερ.
Αυτά δεν ανατρέπονται με εκλογές. Χρειάζεται, κατ' αρχάς, μια πολύπλευρη ενίσχυση της λαϊκής διαθεσιμότητας. Χρειάζεται ο ξεσηκωμός του λαού, χρειάζεται η στοχοθέτηση μιας μεταπολίτευσης του λαού που θα ανοίξει το δρόμο στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδο και σωτηρία της χώρας. Στα λόγια η Αριστερά μπορεί να ψελλίζει κάτι για ξεσηκωμό, δεν κάνει όμως τα αναγκαία βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν κάνει όμως και το άλλο: Δεν ανοίγει τολμηρά και θαρραλέα τις διαδικασίες για να συγκροτηθεί ένα ρωμαλέο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο του λαού, που στις παρούσες συνθήκες «συγκυβέρνησης» θα μπορούσε να ήταν και πρώτη πολιτική δύναμη μέσα στο λαό και σε όποιες πολιτικές αναμετρήσεις όποτε και αν γίνονταν. Και αυτήν την ευκαιρία δεν τη λογαριάζουν, γιατί κάθε σχηματισμός υπολογίζει στα «δικά» του ποσοστά και μόνο.
β) Παραλείπεται συνολικά το ζήτημα της ανεξαρτησίας, της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας και μάλιστα σε μια συγκυρία ευρύτατων αλλαγών σε όλα τα μέτωπα. Το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο και οι ανακατατάξεις που συντελούνται, τα νέα «τόξα» που δημιουργούνται, λησμονούνται και ο λόγος αφορά μόνο τις εξελίξεις στην Ευρώπη και δη στην Ευρωζώνη. Όμως και αυτές ακόμα (που είναι σοβαρότατες και κρισιμότατες) δεν παρατηρούνται στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων και το τι σενάρια θα τροφοδοτήσουν ή ήδη τροφοδοτούν στην νοτιο-ανατολική Μεσόγειο ή τα Βαλκάνια, ούτε το πώς το αμερικανικό τόξο θα συμπεριφερθεί ειδικά στο Νότο της Ευρώπης μετά τις δύο αλλαγές κυβερνήσεων σε Ελλάδα και Ιταλία. Η κρίση της Ευρωζώνης και του ευρώ, σύμπτωμα και αυτό της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και το βάθεμά τους έχουν οδηγήσει σε αναδιατάξεις όλων των μεγάλων δυνάμεων και όσα μέλλοντα να γίνουν δείχνουν μια όξυνση και ένταση όλων των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Οι εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, τα νέα δόγματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, η ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ζήτημα της ονομασίας της Φίρομ, αλλά και οι σχεδιασμοί για τη Θράκη και η αθρόα είσοδος νέων κυμάτων μεταναστών (περίπου 550 κάθε μέρα, σύμφωνα με το περιοδικό Επίκαιρα), όλα αυτά θα εμφανιστούν με ιδιαίτερη ένταση και θα λειτουργήσουν στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας.
Είναι τυχαίες αυτές οι «παραλείψεις»; Πώς μπορεί να εξηγηθούν;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο κυριότερος είναι η συστημική λογική, το μη ξεπέρασμα των ορίων του συστημισμού, η προσκόλληση στις προδιαγραφές αυτού του υπαρκτού πολιτικού συστήματος και οι πολλαπλές εξαρτήσεις που απορρέουν από την καθωσπρέπει συμμετοχή σε αυτό. Δεύτερος λόγος είναι η μη εμπιστοσύνη στο λαό, στις δυνάμεις του και τους αγώνες του. Από δω και η αντίληψη πως η Αριστερά είναι κάτι υπεράνω του λαού, ο οποίος δεν καταλαβαίνει την ορθή γραμμή, δεν ξέρει, δεν αντιλαμβάνεται, ρέπει προς το αυθόρμητο και ανεξέλεγκτο και αυτό μπορεί να την θέσει σε δοκιμασία. Τρίτος λόγος, είναι η αντίληψη πως η χώρα δεν είναι πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά εξαρτημένη, άρα είτε συμμετέχει στην ιμπεριαλιστική λεία έστω από υποδεέστερη θέση (ΚΚΕ), είτε δεν μπορεί να γίνει οποιοδήποτε βήμα χωρίς αλλαγή των συσχετισμών εντός της Ευρώπης (ΣΥΝ).
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο κυριότερος είναι η συστημική λογική, το μη ξεπέρασμα των ορίων του συστημισμού, η προσκόλληση στις προδιαγραφές αυτού του υπαρκτού πολιτικού συστήματος και οι πολλαπλές εξαρτήσεις που απορρέουν από την καθωσπρέπει συμμετοχή σε αυτό. Δεύτερος λόγος είναι η μη εμπιστοσύνη στο λαό, στις δυνάμεις του και τους αγώνες του. Από δω και η αντίληψη πως η Αριστερά είναι κάτι υπεράνω του λαού, ο οποίος δεν καταλαβαίνει την ορθή γραμμή, δεν ξέρει, δεν αντιλαμβάνεται, ρέπει προς το αυθόρμητο και ανεξέλεγκτο και αυτό μπορεί να την θέσει σε δοκιμασία. Τρίτος λόγος, είναι η αντίληψη πως η χώρα δεν είναι πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά εξαρτημένη, άρα είτε συμμετέχει στην ιμπεριαλιστική λεία έστω από υποδεέστερη θέση (ΚΚΕ), είτε δεν μπορεί να γίνει οποιοδήποτε βήμα χωρίς αλλαγή των συσχετισμών εντός της Ευρώπης (ΣΥΝ).
Η αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος, όπως το γνωρίσαμε μέχρι τώρα, οφείλεται εν μέρει στο ότι χρεοκοπούν τα πελατειακά αναχρονιστικά χαρακτηριστικά του (στοιχεία που και οι σημιτικοί εκσυγχρονιστές ήθελαν να ξεπεράσουν), εν μέρει στο ότι το πολιτικό σύστημα έφερε τη σφραγίδα κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Κυρίως όμως αποσαθρώνεται γιατί το κοινωνικό συμβόλαιο που το στήριζε δεν υπάρχει πλέον και οι διάφορες πλευρές που το συγκροτούσαν διαλύονται και γκρεμίζονται από τις επιβαλλόμενες μνημονιακές πολιτικές. Αυτή η κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου (που μέρος του ήταν το ανώτερο πολιτικό και συνδικαλιστικό προσωπικό της Αριστεράς), οδηγεί σε τεκτονικές αλλαγές του πολιτικού στοιχείου, τέτοιες που η επίσημη Αριστερά αδυνατεί να διαβάσει, παράλληλα δε, φέρνει στο φως νέες μορφές έκφρασης και συγκρότησης όπως έδειξαν οι πλατείες, οι κινήσεις όπως η Σπίθα του Μ. Θεοδωράκη, οι διαδηλώσεις την 28η Οκτωβρίου και άλλες που θα δούμε στο προσεχές μέλλον.
Κούβα της Μεσογείου;
Ο γνωστός και μη εξαιρετέος παρτενέρ της νέας «κυβέρνησης» κ. Καρατζαφέρης, δήλωσε πως αν ενωθεί η Αριστερά στην Ελλάδα, θα μετατραπεί η χώρα μας σε Κούβα της Μεσογείου. Λαλίστατος, όπως πάντα, είπε συγκεκριμένα: «Στην τρόικα είπα πως με την πολιτική της θα φέρει την Αριστερά στην εξουσία. Θα γίνουμε η Κούβα της Μεσογείου. Τους είπα ότι δεν χρειάζονται οι δικές μας υπογραφές, αλλά της Παπαρήγα και του Τσίπρα, γιατί αυτούς θα φέρουν στην εξουσία μέσα σε λίγους μήνες. Πρέπει να είναι πιο συγκρατημένοι».
Υπερβολικός; Πιθανόν. Αλλά η δυναμική που θα υπήρχε -αν ήταν άλλη η συμπεριφορά της Αριστεράς- με δεδομένο της πλήρους ευθυγράμμισης του αστικού μνημονιακού τόξου, θα ήταν μεγάλη. Ένα ευρύ παλλαϊκό μέτωπο, ένα μέτωπο εθνικής και λαϊκής αναγέννησης που θα εκφράζει λαϊκά κοινωνικά και πατριωτικά αισθήματα και συμφέροντα θα μπορούσε, πράγματι, να προσδώσει στην πολιτική ζωή της χώρας μια «λατινοαμερικανική» γεύση. Όχι ως Κούβα, αλλά περισσότερο ως τις άλλες χώρες της ηπείρου, στις οποίες δημιουργήθηκαν μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ που πρωταγωνιστούν στις χώρες τους και τις οδήγησαν σε μια τροχιά ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό.
Μια τέτοια εξέλιξη, δεν πρόκειται να προκύψει, όσο αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως Βέλγιο ή Λουξεμβούργο ή διαφορετικά ειπωμένο, όσο η Αριστερά παραμένει στο έδαφος των κραυγαλέων παραλήψεών της σε συνθήκες που το μαζικό λαϊκό κίνημα, συχνά-πυκνά, για δύο χρόνια θέτει ακριβώς τέτοια ζητήματα. Μετά μας φταίει το «αυθόρμητο».
Ο γνωστός και μη εξαιρετέος παρτενέρ της νέας «κυβέρνησης» κ. Καρατζαφέρης, δήλωσε πως αν ενωθεί η Αριστερά στην Ελλάδα, θα μετατραπεί η χώρα μας σε Κούβα της Μεσογείου. Λαλίστατος, όπως πάντα, είπε συγκεκριμένα: «Στην τρόικα είπα πως με την πολιτική της θα φέρει την Αριστερά στην εξουσία. Θα γίνουμε η Κούβα της Μεσογείου. Τους είπα ότι δεν χρειάζονται οι δικές μας υπογραφές, αλλά της Παπαρήγα και του Τσίπρα, γιατί αυτούς θα φέρουν στην εξουσία μέσα σε λίγους μήνες. Πρέπει να είναι πιο συγκρατημένοι».
Υπερβολικός; Πιθανόν. Αλλά η δυναμική που θα υπήρχε -αν ήταν άλλη η συμπεριφορά της Αριστεράς- με δεδομένο της πλήρους ευθυγράμμισης του αστικού μνημονιακού τόξου, θα ήταν μεγάλη. Ένα ευρύ παλλαϊκό μέτωπο, ένα μέτωπο εθνικής και λαϊκής αναγέννησης που θα εκφράζει λαϊκά κοινωνικά και πατριωτικά αισθήματα και συμφέροντα θα μπορούσε, πράγματι, να προσδώσει στην πολιτική ζωή της χώρας μια «λατινοαμερικανική» γεύση. Όχι ως Κούβα, αλλά περισσότερο ως τις άλλες χώρες της ηπείρου, στις οποίες δημιουργήθηκαν μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ που πρωταγωνιστούν στις χώρες τους και τις οδήγησαν σε μια τροχιά ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό.
Μια τέτοια εξέλιξη, δεν πρόκειται να προκύψει, όσο αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως Βέλγιο ή Λουξεμβούργο ή διαφορετικά ειπωμένο, όσο η Αριστερά παραμένει στο έδαφος των κραυγαλέων παραλήψεών της σε συνθήκες που το μαζικό λαϊκό κίνημα, συχνά-πυκνά, για δύο χρόνια θέτει ακριβώς τέτοια ζητήματα. Μετά μας φταίει το «αυθόρμητο».
του Ρ. Ρινάλντι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου