Τελειώνει
κι άλλη μία σχολική χρονιά. Σε μας τους
ηλικιωμένους φέρνει κατά νου αναμνήσεις
από τα δικά μας σχολικά χρόνια. Τα χρόνια
εκείνα μετά τον πόλεμο του ’40, την
Κατοχή, τον Εμφύλιο. Σχολεία κατεστραμμένα
από τον πόλεμο. Φτώχεια και ανέχεια. Οι
γονείς μας προσπαθούσαν να σταθούν στα
πόδια τους μέσα από τη στάχτη που άφησε
ο πόλεμος. Αγράμματοι οι περισσότεροι
γονείς, πού χρόνος να βρεθεί για μόρφωση.
Πλην όμως, για τα παιδιά τους παρά την
ένδεια και την κακομοιριά φροντίζαν να
μάθουμε «μία κλίτσα γράμματα». Αντηχεί
ακόμα στα αυτιά μου «άνθρωπος αγράμματος,
ξύλο απελέκητο». Ήταν τόση η φτώχεια
που στα σπίτια μας δεν είχαν τίποτε
μέσα. Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα
μου που έλεγε πάντα σε πρώτη ευκαιρία
για τα χρόνια εκείνα: «Αν έφερνες το
βάτο γύρα δεν σκάλωνε π’θινά» και μου
έμεινε παροιμιώδης αυτή η φράση.
Σήμερα
οι μαθητές πηγαίνοντας στο σχολείο,
απολαμβάνοντας την δωρεάν παιδεία και
την ποικιλία των σχολικών ειδών, πιστεύουν
ότι και οι μαθητές παλαιότερων γενεών
μορφώνονταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια στο
χωριό μου το παλιό μου σχολείο. Το σχολειό
μου είναι χτισμένο σε ένα ύψωμα μαζί με
την εκκλησία. Είναι διώροφο με δύο
τάξεις, η μία απέναντι στην άλλη και στα
μέσα το γραφείο των δασκάλων. Έχει μεγάλα
παράθυρα για να είναι φωτεινές οι
αίθουσες, με τον μαυροπίνακα, την έδρα
του δασκάλου, την ξυλόσομπα και τα θρανία
των μαθητών. Στους τοίχους στο μέσον, η
εικόνα του Χριστού, και κάδρα με τις
μεγάλες μορφές της Επανάστασης του ’21.
Επίσης διάφορα γνωμικά για την πατρίδα,
τη θρησκεία, την οικογένεια.
Πηγαίναμε
στο σχολείο ξυπόλυτα και κάναμε μάθημα
πρωί και απόγευμα και το Σάββατο.
Χρησιμοποιούσαμε πάνινες ή υφαντές
σάκες (μπακούλια) τα λέγαμε, γράφαμε σε
πλάκα με το κοντύλι, ξύναμε το μολύβι
με σουγιά και κάθε πρωί τους χειμερινούς
μήνες κουβαλούσαμε από ένα ξύλο για την
ξυλόσομπα να ζεσταθούμε. Η σχολική
χρονιά άρχιζε στις μέρες μας την 21
Σεπτεμβρίου και τελείωνε την πρώτη
Κυριακή μετά τις 20 Ιουνίου. Κάτω στο
ισόγειο υπήρχε μία αποθήκη όπου οι
μεγαλύτεροι μαθητές ή κάποια μητέρα
έβραζε το σκονόγαλα σε μεγάλο καζάνι
και περιμέναμε στη σειρά με τα τενεκεδένια
κύπελα να πάρουμε το γάλα στο διάλειμμα.
Με ανυπομονησία περιμέναμε, και ποιος
από μας δεν το θυμάται; Εκείνο το κίτρινο
τυρί (Ολλανδίας πρέπει να ήταν) σε τρίγωνο
σχήμα. Ακόμα νοσταλγώ τη γεύση του. Άραγε
ήταν τόσο γευστικό ή επειδή πεινούσαμε
εμείς; Στην αυλή που παίζαμε υπήρχε και
ένας κήπος που τον περιποιούνταν τα
μεγάλα παιδιά και ο δάσκαλος. Δεν
πολυκάναμε φασαρία και στην τάξη και
στην αυλή γιατί «όπου δεν πίπτει λόγος
πίπτει ράβδος». Ο δάσκαλος κρατούσε τη
βέργα για να μας δείχνει στον πίνακα
αλλά και σε κάθε αταξία και όταν είμαστε
«αδιάβαστοι» την γευόμαστε.
Στο τέλος
της σχολικής χρονιάς πριν τις καλοκαιρινές
διακοπές, το προαύλιο γνώριζε μεγάλη
δόξα. Οι μαθητές ντυμένοι με «ειδικές
στολές» που τα πρώτα χρόνια έραβαν μόνες
τους οι δασκάλες του σχολείου, κάναμε
τις γυμναστικές επιδείξεις, εκτελώντας
με στρατιωτική πειθαρχία πάνω στις
ασβεστωμένες γραμμές τις ασκήσεις που
είχαμε μάθει. Οι γονείς μας καμάρωναν
και περίμεναν τον έλεγχο προόδου, άριστα
10 και διαγωγή «κοσμιωτάτη» - ήταν σε
όλους μας η ενδόμυχη επιθυμία.
Παλιά
οι δάσκαλοι μέναν μόνιμα στα χωριά που
διδάσκανε μέσα στο σχολείο. Θυμάμαι και
ένα ευτράπελο από μια δασκαλίτσα που
έμενε εκεί κοντά μας. Οι τουαλέτες παλιά
ήταν έξω και επειδή την γαύγιζε το σκυλί
μας, έλεγε: «Μωρή κυρά Γιάννενα εσύ και
το σκυλί σου δεν μ’ αφήνει να κατουρήσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου