Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Λαϊκή Ελλάδας γεια σου!


Σ' έναν πάγκο της λαϊκής αγοράς, ακούω τον νεαρό παραγωγό να τραγουδάει με στεντόρεια φωνή και να αυτοσχεδιάζει ανάλογα με την αγοραστική κίνηση της μέρας: «Και με πιάνουν τα κλάματα/ που δεν φεύγουν τα πράματα...».
Οι περαστικοί σκάνε χαμόγελα και πλησιάζουν τον πάγκο με τα ζαρζαβατικά. Σε κάθε αγορά, δώρο κι ένα ματσάκι σέσκουλο ή λάπαθο. Προσφορά του καταστήματος. «Θα με βοηθήσεις να τα φορτώσω στο καρότσι;» τον ρωτάει μια ηλικιωμένη κυρία. «Για σας, θα τα πήγαινα ως την Κίνα!», απαντάει με μαλαγανιά ο νεαρός, ενώ της τακτοποιεί τα ψώνια. Ξαναρχίζει το ρεσιτάλ τραγουδιού, τακτοποιεί τις ντάνες με τα σπανάκια και τα σταμναγκάθια και ταυτόχρονα δίνει ρέστα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αν δεν φοβόμουν πως θα με πάρει στο ψιλό, θα του έδινα συγχαρητήρια για την πιστή εφαρμογή των βασικών τακτικών μάρκετινγκ που εφαρμόζει στην επιχείρησή του. Κι ας μην το έχει σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτοδίδακτος και σε απόλυτη επαφή με τη βασική αξία της αγοράς. Το μάρκετινγκ ξεκινάει, όταν έχει ήδη ψωνίσει ο πελάτης. Κι όχι πριν.

 Αδιαμφισβήτητα, οι κορυφαίες ατάκες εμπνέονται και ερμηνεύονται απ' τους πάγκους με τα ψάρια. Είναι μια μικρή παράταξη από μικρά καλοστημένα «ψαράδικα». Διακοσμημένα με ιδιαίτερο στυλ και φινέτσα. Στο λευκό του πάγου, ευθυγραμμισμένες τσιπούρες και χριστόψαρα, ανάμεσα σε γιρλάντες με χρωματιστές πιπεριές και μαρουλόφυλλα. Παραδίπλα, γλαστράκια με μαντζουράνες και βασιλικούς, ευγενική χορηγία του ανθοπώλη. Το εμπόρευμα πρέπει να ξεπουληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εδώ το μυαλό δουλεύει με χίλια. Αυτοσχεδιασμοί, διαγωνισμός καλύτερης ατάκας και τιμές που ολοένα γίνονται και πιο δελεαστικές. «Πρωινός ο γαύρος μου μαντάμ!... Να... δείτε! Με το μαγιό είναι ακόμα!...». «Βγάλ'τον φωτογραφία να τον στείλεις στα καλλιστεία ρε Μήτσο!...». Κι ο Μήτσος θα στραβοκοιτάξει τον ανταγωνιστή του, αλλά στο μεσημεριανό πρόχειρο τσιμπούσι που στήνουν πίσω απ' τις ψαροκασέλες, θα τσουγκρίσουν τα πλαστικά ποτήρια και θα μοιραστούν το κολατσιό τους.


Κάποιοι έχουν μαζί και τα παιδιά τους, που εντρυφούν στα μυστικά της δουλειάς. Τις γυναίκες τους, ή και ολόκληρη την οικογένεια. Η επιχείρηση άλλωστε είναι οικογενειακή υπόθεση, αφού πολλοί απ' αυτούς είναι παραγωγοί και πουλάνε απευθείας τα προϊόντα τους. Η κυρία Νίκη πουλάει φρέσκο μέλι, πλάϊ στο γιο της. Έμπειρος μελισσοκόμος, όπως μου εξηγεί με καμάρι. Ο νεαρός με την ευγενική φυσιογνωμία, αναλύει με προθυμία τα μυστικά του καλού μελιού και τα παράγωγα προϊόντα που φτιάχνουν. Σαπούνια, κρέμες και κεριά.

Στον πάγκο με τα λεμόνια, υπάρχουν τρεις γενιές παραγωγών και πωλητών. Ο παππούς, ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος κύριος, που αν έχεις χρόνο και όρεξη, σου διηγείται την ευεργετική αξία των λεμονιών σε σοβαρές ασθένειες. Πιο πίσω ο γιος του που εκτελεί χρέη τελάλη και παραδίπλα ο εγγονός που ξεσηκώνει τις ατάκες του μπαμπά του και αναμεταδίδει με την παιδική του φωνούλα τις τελευταίες λέξεις «... όλο ζουμί τα λεμόνια μας!». Κι ο παππούς να τον καμαρώνει και να του λέει στοργικά «Φόρα πουλάκι μου το μπουφάν σου. Κάνει κρύο»...

Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, τα ζαρζαβατικά δίνουν τη θέση τους στους πάγκους με τις κουρτίνες και τα βαμβακερά ρούχα. Ο νεαρός μελαμψός άντρας, με παροτρύνει να αγοράσω φόρμες και εσώρουχα, τονίζοντας με έμφαση και σε σπαστά ελληνικά «Ντεν είναι κινέζικα κυρία... όλα ελληνικά!». Αντίφαση και ρεαλισμός στο μεγαλείο τους!
Τους χαζεύω να στήνουν και να ξεστήνουν στο τέλος της μέρας τον μικρόκοσμό τους, να ξεκαλουπώνουν τις σιδεριές, να φορτώνουν τις τέντες και να σκοτώνουν το τελευταίο εμπόρευμα. Κάθε φορά, κλέβω λίγο απ' το ζύγι τους. Μικροποσότητες αντοχής και αισιοδοξίας. Σε πείσμα του καιρού και των καιρών και κάτω απ' τις συνεχείς ριπές των δελτίων ειδήσεων, διακινούν χαμόγελα, συνωμοτούν με κωδικοποιημένα μηνύματα και στήνουν επίσημα γεύματα στις μικρές γειτονιές τους. Πλαστικές καρέκλες, καφασοτράπεζα, ρεφενέ κρασί ή τσίπουρο και μεζεδάκια σε αλουμινόχαρτα. Κάτω απ' τη σκιά μιας τέντας τα καλοκαίρια ή τυλιγμένοι σε χοντρά μπουφάν τους χειμώνες. Μ' ένα ραδιοφωνάκι να παίζει στο φουλ το κλασσικό άσμα. Ζαγοραίος..."Έντε λα μαγκέτε Βοτανίκ..." Εδώ, δεν χωράει κατάθλιψη και γκρίνια. Βουλιάζεις μόνο στην υπέρβαση. Και σούρχεται να τους αποχαιρετίσεις μ' ένα φιλί. Σα να'ναι δικοί σου άνθρωποι.

Ο Γιάννης με τους ξηρούς καρπούς και τις καραμέλες, ο μπάρμπα Γιώργος με το καβουράκι του που πουλάει κληματόφυλλα και χύμα κρασί, η Αντωνία με τα μπαχάρια, τα αλίπαστα και τους χοχλιούς κι ο «Κρητικός» με τα στιβάνια και το μαυρομάντηλο, που στρώνει στον ασκιανό μιας μουριάς τις γραβιέρες και τα ανθότυρα και κερνάει υποχρεωτικά ρακές και ρακόμελα.
"Δεν θέλω να πιω τέτοια ώρα ρε μπάρμπα. Κόψε λίγη γραβιέρα γιατί είμαι και βιαστική"...
"Άχνα! Δε γροικώ πράμα. Καλλιά τόχω να φύγεις. Παέ πέρα... αδέ τραταριστείς, δεν πουσουνίζεις πράμα!..."
Μπορεί να φταίει η ρακή, μπορεί και όχι. Κάθε φορά φεύγω τρεκλίζοντας απ' τ' αρώματα, τα χρώματα και το ακομπλεξάριστο αλισβερίσι με αυθεντικούς ανθρώπους. Χαιρετώντας τον Κρητίκαρο που γεμίζει ήδη τα πλαστικά ποτηράκια των επόμενων πελατών, παρατηρώ το υφαντό κιλίμι που έχει βάλει για ντεκόρ στο κινητό του μαγαζάκι: "Να είσαι Κρητικός, είναι μεγάλο χρέος κι ευθύνη" γράφει.
Βλέποντας τις ορδές των πελατών να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, αναρωτιέμαι μήπως ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά την ευθύνη μας ως καταναλωτές. Και το χρέος μας να υποστηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις τον Έλληνα παραγωγό και το συνοικιακό μαγαζί, τιμωρώντας παραδειγματικά μεσάζοντες, πολυεθνικές και κυκλώματα. Η αντίσταση άλλωστε, ξεκινάει παραδοσιακά στους δρόμους. Όχι στα ράφια και στις βιτρίνες. Βενσερέμος!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: