Ο Βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, γεννήθηκε το 318 και πέθανε το 272 π.Χ. Η καταγωγή του ανάγεται στη γενιά του Αχιλλέα. Πατέρας του ήταν ο Αιακίδης βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που εκθρονίστηκε από τον Κάσσανδρο. Ο μικρός Πύρρος διασώθηκε από τον Γλαυκίωνα, ηγεμόνα των Ιλλυριών. Αργότερα, σε ηλικία 12 ετών ανέβηκε στο θρόνο, το 306 π.Χ.. Το 302 αναγκάζεται πάλι να εγκαταλείψει την Ήπειρο και να καταφύγει στον βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριο τον Πολιορκητή, όπου σαν έφηβος ακόμη έλαβε μέρος στην μάχη της Ιψού και διεκρίθη.
Μετά από πολλές περιπέτειες και ομηρίες, επανήλθε στον θρόνο της Ηπείρου το 296 π.χ. και έγινε απόλυτος κύριος της τότε Ηπείρου από του ποταμού Γενούσου, όπου τα φυσικά όρια της Ηπείρου μέχρι την Αμβρακία. Μετά από λίγο όταν ήλθε σε ρήξη με τον Δημήτριο, τον εξεδίωξε από την Ήπειρο και κατέλαβε σημαντικό μέρος της Μακεδονίας.
Ο Πύρρος ασκούσε μεγάλη γοητεία επί των Μακεδόνων, σαν συγγενής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και οι Μακεδόνες ανεκήρυξαν αυτόν βασιλέα της Μακεδονίας. Το 287 π.Χ. ο στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, ενίκησε τον Πύρρο και τον ανάγκασε να περιορισθεί στα όρια της Ηπείρου.
Ο Πύρρος, φιλόδοξος και με ανήσυχο πνεύμα, εστράφη προς την Δύση. Όταν εκλήθη από τους Ταραντίνους, έσπευσε να τους βοηθήσει και στράφηκε εναντίον των Ρωμαίων. Έτσι το 280 π.Χ. με 25.000 στρατό και πολλούς πολεμικούς ελέφαντες αποβιβάστηκε στην Ιταλία και κατενίκησε τους Ρωμαίους σε δυο αποφασιστικές μάχες στην Ηράκλεια και το επόμενο έτος στο Άσκλο.
Φιλοδοξώντας να εκκαθαρίσει το αγροίκον Λάτιο ονειρεύτηκε την επέκταση του κράτους του προς Δυσμάς, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος προς Ανατολάς. Ο στρατός του όμως εξ αιτίας των συνεχών μαχών και της αδυναμίας αναπληρώσεως των απωλειών, υπέστη μεγάλη φθορά και κόπωση, γι' αυτό και είπε: «Άλλη μία τοιαύτην νίκη και απωλέσαμε τα πάντα» (πύρρειος νίκη).
Τέλος, μετά από διαπραγματεύσεις συνήψε ειρήνη με τους Ρωμαίους και διεκπεραιώθηκε στην Σικελία, μετά από πρόσκληση των Συρρακουσίων, για να εκδιώξει τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος έλυσε την πολιορκία των Συρρακουσών και ανεκηρύχτηκε ηγεμόνας της Σικελιώτικης Ομοσπονδίας. Μετά από έξι χρόνια συνεχών πολέμων αναγκάστηκε να επανέλθει στην Ήπειρο αφού ηττήθηκε στη μάχη παρά το Βενεβέντον από τους Ρωμαίους. Στη Σικελία άφησε φρουρά με τον υιό του Έλενο.
Όταν επέστρεψε εκ της μακράς εκστρατείας βρήκε το κράτος του σε όχι καλή κατάσταση και αναγκάσθηκε εξ υπαρχής να αποκαταστήσει αυτό και να το ανασυγκροτήσει. Η αναχώρησή του από την Ιταλία είχε σαν αποτέλεσμα την εύκολη επικράτηση των Ρωμαίων, στα χρόνια που ακολούθησαν. Με ανασυγκροτημένο πλέον το κράτος του ο Πύρρος ανεκατέλαβε την Κέρκυρα με τον υιό του Πτολεμαίο και εξεστράτευσε εναντίον του Αντιγόνου του Γονατά και κατέκτησε ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας.
Στη συνέχεια πραγματοποίησε εκστρατεία στην Πελοπόννησο και αφού κυρίευσε το Β.Δ. τμήμα της, προσπάθησε να κατακτήσει την Σπάρτη, χωρίς επιτυχία. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Αντίγονος βαδίζει εναντίον του και έσπευσε να τον συναντήσει, στο Άργος. Σχεδόν ταυτόχρονα εισήλθαν οι δύο αντίπαλοι στην πόλη όπου ακολούθησαν σκληρές οδομαχίες. Εκεί ο στρατός του Πύρρου αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει συγχρόνως τους Μακεδόνες, τους Αργείτες και τους Σπαρτιάτες.
Η οπισθοφυλακή του έπεσε σε ενέδρα των Σπαρτιατών, υπέστη πανωλεθρία και εφονεύθη ο γενναίος υιός του Πτολεμαίος. Τότε ο Πύρρος εκάλεσε σε μονομαχία τον Αντίγονο από τον οποίο έλαβε την απάντηση: «Εάν κατεπονήθης υπό του βίου, πολλαί οδοί προς τον θάνατόν σου είναι ανοικτοί».
Στο Άργος έμελλε να γραφεί ο επίλογος του ένδοξου αυτού στρατηλάτη κατά την διάρκεια μιας από τις πολλές οδομαχίες, που ελάμβανε μέρος με το σπαθί στο χέρι. Συγκεκριμένα κάποιος Αργείος επλήγωσε με το δόρυ του τον Πύρρο, οπότε αυτός στράφηκε εναντίον του με σκοπό να τον φονεύσει. Η μητέρα του Αργείου η οποία βρισκόταν στον εξώστη του σπιτιού, του έριξε μια κεραμίδα η οποία τον εκτύπησε στο κεφάλι και τον έριξε από το άλογο. Τότε έτρεξε κάποιος Μακεδόνας στρατιώτης και εφόνευσε τον Πύρρο. Αυτό υπήρξε το τέλος του λαμπρού αυτού στρατηλάτη.
Ο Πύρρος αναδείχτηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της εποχής του. Είχε μεγάλη μόρφωση και υψηλόφρον ήθος και στα πεδία των μαχών έδειξε τις μεγάλες στρατιωτικές αρετές του. Μετά τον θάνατό του το βασίλειο της Ηπείρου, έχασε οριστικά τη δύναμή του.
1 σχόλιο:
Ακολουθούμε λάθος πολιτική στην Αλβανία. Δεν είναι Έλληνες μόνο οι Ελληνόφωνοι.
Οι “Αλβανοί” είναι εξισλαμισμένοι Αρβανιτόφωνοι Ρωμιοί.
Οι Αρβανιτόφωνοι προέρχονται από μίξη Ελληνόφωνων και Βλαχόφωνων(=Λατινόφωνων) Ρωμιών.
Τα αρβανίτικα, που έως πρόσφατα δεν ήταν καν γραπτή γλώσσα και που αποτελούν την επίσημη γλώσσα της Αλβανίας, είναι 50% Λατινικά 30% Αρχαία Ελληνικά και 20% άλλες προσμίξεις.
Οι Αρβανιτόφωνοι είναι συστατικό στοιχείο του Ελληνισμού, και τα Αρβανίτικα είναι Ελληνική διάλεκτος.
Το ίδιο ισχύει και για τους λατινόφωνους και τα λατινικά. Tα λατινικά είναι Αρχαία Ελληνική διάλεκτος και η Ρώμη ήταν Ελληνική πόλη και ζωντανό παράδειγμα Ελλήνων Λατινόφωνων είναι οι Βλάχοι.
Η “Αλβανία” είναι τεχνητό δημιούργημα των Δυτικών για να διασπάσουν την Ρωμιοσύνη.
Τεχνητό δημιούργημα που τώρα καταρρέει διότι οι “Αλβανοί” ξαναγίνονται Ορθόδοξοι και Έλληνες.
Ο λόγος που επανελληνοποιούνται μαζικά οι “Αλβανοί” είναι ότι ερχόμενοι στην Ελλάδα μετά το 1990, βρέθηκαν σε μία απίστευτη “έκπληξη”: Μεγάλο μέρος των Ελλήνων μιλούσε ίδια γλώσσα με αυτούς, όμως ήταν Ορθόδοξοι και ΕΛΛΗΝΑΡΕΣ!
Η Ελλάδα πρέπει να επανελληνοποιήσει μαζικά τους Αλβανούς, διαδίδοντας την Ορθοδοξία, και χορηγώντας υπηκοότητα σε όποιον Ορθόδοξο κάτοικο της Αλβανίας θέλει να ξαναγίνει Έλληνας.
Τα ίδια ισχύουν και για τους Βλαχόφωνους της Αλβανίας, αλλά και για τους Τσιγγάνους-ΡΟΜ(Ρωμιοί).
Η Ελλάδα δεν πρέπει να δίνει υπηκοότητα στους Μουσουλμάνους Αλβανούς, αλλά μόνο στους Ορθόδοξους που θέλουν να ξαναγίνουν Έλληνες(Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί είναι ευπρόσδεκτοι για εργασία-τουρισμό-σπουδές-οικονομική συνεργασία). Και δεν πρέπει να δίνει μόνο υπηκοότητα, αλλά και ιθαγένεια, ώστε να αφομοιωθούν πλήρως και να μην αισθάνονται ως μειονότητα.
Δημοσίευση σχολίου