Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

«Η θειάκω η Τάτα»


Η θειάκω η Τάτα η καμαροφρύδα, που παράγγελνε να μην κακολογούν και να μην κρίνουν κανένα, που ορμήνευε πως περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξίδι κι όταν έσμιγε με τα κούτσικα έλεγε κι έλεγε και δεν έβαζε γλώσσα μέσα της κι ανέβαινε η χαρά της κείνες τις λίγες στιγμές σαν τa δαχτυλίδια του καπνού στον ουρανό.

Η θειάκω, με το ρυτιδιασμένο σαν σταφίδα πρόσωπο και τα παχουλά σαν φρατζολάκια χέρια. Η θειάκω, που τις μικρές ώρες κρατούσε την αναπνοή της για ν’ ακούσει τα μυστικά που έφερνε ο άνεμος όταν είχε ολόγιομο φεγγάρι και τα αινίγματα του κόσμου όταν έπεφτε η βροχή στα φύλλα και στον τσίγκο της καλύβας και παρακάλαγε τη Μοίρα να μην της έχει γραμμένα άλλα βάσανα κι αν της είχε, νά ’κανε μια αβαρία να τά ’ριχνε στο ποτάμι να τα πάρει το ρέμα.
Ήταν χορτασμένη από φτώχεια, από ορφάνια, από σκοτωμούς, από πολέμους κι από τα φαρμάκια όχι μόνο της ζωής που έζησε, μα κι εκείνης που δεν έζησε, εκείνης που γλίστρησε σαν την άμμο μέσα απ’ τα χέρια της και πέρασε. Βάσανα, βάσανα, δεν ήθελε να ξέρει άλλα. Είχε περάσει τα ενενήντα, σε λίγο κόντευε τα εκατό. Περίμενε νά ’ρθει η ώρα της να παραδώσει το πνεύμα κι άνοιγε το στόμα και φυσούσε την πνοή της ανάμεσα από τα δυο δόντια πάνω και τρία κάτω που της είχαν απομείνει, θαρρείς κι έκανε πρόβα για να βγει η ψυχή κι ύστερα με το δάχτυλο ζωγράφιζε μια πεταλούδα εκεί πάνω στο φτενό κρύο τζάμι που θόλωνε από τη ζεστή ανάσα και καμάρωνε: «Τήρα, τήρα φτερά, τήρα ομορφιά!», ποιός ξέρει πώς την έβλεπαν τα δικά της μάτια την πεταλούδα ή την ψυχή; Αυτή ήξερε, η θειάκω η Τάτα που όταν ροβόλαγε με το καλάθι στις χωραφιές που μάζευε αγριολάχανα ήταν σαν τη μερωμένη πέρδικα που μολογά την αγάπη.
Έβγαινε στην αυλή το πρωί, πριν σηκωθεί ο ήλιος αυτή ορθή με τα τρίμματα του ψωμιού στα χέρια, να τα σκορπίσει στο καλντερίμι να ταΐσει τα πουλιά. «Πούλ, πούλ, πούλ», τα καλούσε. Ένας ρούβελας μόλις την άκουγε έσερνε φτερό απ’ το φράχτη με τις περικοκλάδες, καταδέχονταν πεταρίζοντας τα χέρια της και τσιμπολογούσε τα ψίχουλα δίχως φόβο κανένα. Έδιωχνε μια χοντρή γάτα που είχε: «Παρέκει εσύ, μην τα σκιάζεις, τσιτ  τενιάρα, τσίτο από ’κεί, έχεις γαλοτύρι στο τσουμπλέκι, ένα σκασμό τρως.»
Ο κόσμος μέσα της μίλαγε μια άλλη γλώσσα, ο κόσμος μέσα της μια ανθισμένη αμυγδαλιά. Ήξερε την τέχνη να μαζεύει γύρω της τα παιδιά κι ας μην είχε δικά της. Δυο, δίδυμα ήτανε, παιδιά όχι κορίτσια, τα είχε χάσει στη σαρμανίτσα λίγο καιρό πριν τον πόλεμο του εικοσιδύο, δεν είχαν βγει ακόμη απ’ τα σπάργανα τα κακότυχα, τα είχε θερίσει η γρίπη όπως κι άλλα τότε πολλά, τόσο λίγο ήταν το γραμμένο τους, λίγο. Ύστερα από πέντε χρόνους είχε χάσει άλλο ένα, παιδί κι αυτό, στη γέννα, είχε δεθεί με το λούρο, πλάνταξε μολόγαγε η μαμή η Μιχαληβάβαινα, έτσι είχε πάει κι αυτό ούτε ανάσα δεν είχε προλάβει να πάρει. Δεν έκαμε άλλο.
Είχε βαριά κατάρα λέγανε, απ’ τη μαυροπεθερά, τό ’χε, – πάλι λέγανε οι μπάμπες στο μαχαλά -, το στόμα πικρό. «Να μην σου βρεθεί μήτε παιδί, μήτε κοπέλα, μάννα να μην τ’ ακούσεις ποτές, να σου γίνονται τα σπάργανα σάββανα κι η σαρμανίτσα κασέλα», τση ’λεγε και την έστελνε στον όξω από ’δω, στο διάγουλο το μεγάλο.  Κι όμως, τούτη η θειάκω η Τάτα καλός άνθρωπος, πονετική με όλους, όσο ζούσε ’κείνη η στρίγγλα η πεθερά κουβέντα δεν της αντιγύρισε κι όταν πέθανε σκατόλακη δεν την είπε ποτέ κι ας της έπρεπε να την είχε αφήκει άταφη να την τρώγανε οι τζέρμπες τέτοια που ήτανε. Αυτή τη γιατροπόρεψε και δεν πέθανε το σαράντα που την είχε χτυπήσει η σφαίρα στον ώμο. Μετά σαν της έρθαν τα χρόνια κι ανημπόρεψε τη γηροκόμησε κι όταν παράδωσε το πνεύμα, της έβγαλε εκείνο το μαύρο σκουτί που φορούσε κατάσαρκα για να πιάνουν οι κατάρες -είχε γίνει ένα με τη σάρκα της σου λέει -, άναψε φωτιά όξω πέρα στο λόγγο,  εκεί τό ’ριξε μακριά απ’ ανθρώπους, μην πάει ο καπνός σε σπίτι και το ρημάξει, τόσο το φοβότανε εκείνο το παλιοσκουτί που ήταντο πιο σκούρο απ’ της Μεγάλης Παρασκευής το μεσοφόρι.
Όπως η κλώσα τα πουλιά, έτσι κι εκείνη σαν έβγαινε στο κατώφλι μετά το λιόγερμα έβαζε τα χέρια στη μέση και φώναζε: «Ω, παιδάκι! Παιδάκι γραμμένο, κάνε τσεδώ, έλα ορέ καμάρι τση θειάκως να σε ιδώ ψίχα.» Κι αυτά, ως την άκουγαν μαζεύονταν όλα σε μια κάμαρη σπίτι, αυτό ήτανε το φτωχικό της, μια κάμαρη μα κάπως μεγάλη. Στη μέση του βορινού τοίχου είχε το τζάκι με τα πεζούλια αριστερά και δεξιά στρωμένα με μάλλινα χράμια. Στον ανατολικό ένα παραθύρι με τα κανάτια από μέσα κι από κάτω το κρεβάτι, ένα ράντζο απ’ αυτά του στρατού στρωμένο με φλοκωτή και τρία μεγάλα μαξιλάρια υφαντά. Στη μέση είχε ένα χαμηλό σοφρά και οχτώ κουτσούμπια. Εκεί κάθονταν τα κούτσικα. «Να ζεις να μας μολογάς θειακούλα Τάτα», της εύχονταν όλα μαζί, ένα στόμα μια φωνή.
Κι όσα τους έλεγε, όλα αλήθεια ήταν, ένα σωρό ιστορίες κι όχι ιστορίες από το σωρό, παράξενα  κακά πράματα και δυστυχίες που γίνανε στον κοσμάκη και συμφορές μεγάλες. Απίστευτα όλα, δυο πόλεμοι ήταν αυτοί κι ένας ο εμφύλιος, μα κοντά σ’ αυτά μολόγαγε και τα θάματα του παλιού καιρού όλα μαζί, από το ίδιο σακουλάκι της καρδιάς έβγαζε τα λόγια και πάντα μια καραμέλα για το τέλος, για να μείνει η γλύκα στην κορφή να λένε λογάκια ζαχαρένια.
«Τι φέρνει η νύχτα θειάκω;» ρώταγαν.
«Άστρα να τα μετρήσουμε παιδάκια γραμμένα και φεγγάρια να γλέπουμε το δρόμο», απάνταγε.
«Και πώς γλιτώσατε τόσους χαλασμούς;»
«Γλιτώσαμαν καμάρια, γλιτώσαμαν απ’ τα θηρία τα μεγάλα και τώρε όπως καταντήσαμαν θα μας φαν οι δικοί μας ψύλλοι», τούτους τους δικούς μας ψύλλους πάντα τους φοβότανε η δόλια είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια της.
«Πόσες κακές ώρες έχει η ζωή;»  ξαναρώταγαν.
«Όσα φέρνει μια ώρα, δεν τα φέρνει μια ζωή», αποκρίνονταν.
«Έχει συμπόνια ο θεός θειάκω;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ η Κρινιώ.  Ορφανεμένο από μάνα ήταν το άμοιρο το θηλυκούδι, ζούσε με τον πατέρα και τον αδερφό της, στο τελευταίο σπίτι έξω απ’ το χωριό πέρα στη ράχη. Δυο μαντραχαλέοι στοιχειά και μόνο που τους ίγλεπες σ’ έπιανε λιγοθυμιά. Κι ο ίσκιος τους μάναχα νά ’πεφτε πάνω σου σε τρόμαζε.
«Αν είχε παιδάκι μ’, θα μ’ είχε πάρει από χρόνους, μα αλησμονά κι αυτός, που να προλάβει, θεέ μου σχώρα με», της φάνηκε βαριά η κουβέντα που ξεστόμισε μα τώρα δεν μπορούσε να τη γυρίσει πίσω.
Μετά, γύρισε απότομα το ξεβαμμένο της βλέμμα στο κορίτσι. «Τι  ρώτημα ήταν τούτο;» συλλογίστηκε και το κοίταξε άλλη μια φορά πιο πονετικά. Μικρό το καημένο, μικρό στην τελευταία τάξη του δημοτικού ήτανε. Γιομάτα νυχτερίδες της φάνηκαν τα μάτια του πριν τα χαμηλώσει στο πάτωμα. «Ούι, ούι τι γλέμμα έχει το δόλιο, δεν είναι μόνο η ορφάνια, δεν είναι», είπε από μέσα της κι άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι της Κρινιώς με στοργή.
Καμιά φορά χτυπούσαν τα μηλίγγια της από την ένταση κι η καρδιά της φτεροκοπούσε ίδιο τρομαγμένο πουλί. Τό ’χε για κακό σημάδι όταν τό ’νιωθε. Έτσι αισθάνθηκε και τότε. Μετά είδε που ήταν τόσα μάτια καρφωμένα πάνω της, της ερχόταν κάπως ντροπή, δεν της πήγαινε να σκιάζονται οι ψχούλες. Σηκώθηκε, έβρεξε τις παλάμες με κρύο νερό κι έκανε πως έστρωνε με τα χέρια το τσεμπέρι της. Είπε και δυο λόγια από μέσα της να ξορκίσει την κακιά ώρα. Για να της περάσει η αγκούσα πήρε και δυο βαθιές ανάσες.
«Ούτε καλμαλίνη, ούτε κινίνο, κρύγιο νερό, αυτό είναι το φάρμακο», δήλωνε κι άπλωνε τα χέρια και μοίραζε κανάκια και ξεστράτιζε την κουβέντα σ’ αυτά που δεν πονούσαν τόσο πολύ.
Τους έλεγε τότε, πως στ’ αυτιά της βούιζε η θάλασσα, αυτή έφταιγε, που είχε πάρει τον πατέρα της άναυλα μακριά στην Αμερική και πίσω δεν τον έφερε κι ας παρακάλαγε η μάννα της δεκαεφτά χρόνια, μέχρι που απόκαμε η μαύρη και πέθανε απ’ τον καημό. Η θάλασσα, αυτή πάλι έφταιγε που είχε φέρει έναν άλλο ξενιτεμένο δεκαπέντε χρόνους μεγαλύτερο της και της τον έδωκε γι’ άντρα η νούνα, αυτή η σοκακιάρα την είχε πάει μπουλωμένη νύφη στα γονικά του με το μουλάρι, τρεις ώρες δρόμο έκαμαν μέχρι να φτάσουν τότε. Μετά η θάλασσα τον ξαναπήρε μακριά, αφού δεν της έζηγαν τα παιδιά, αφορμή γύρευε. «Εσύ είσαι η αιτία, χαντακωμένη, δεν έχεις καλό ριζικό», της είπε ένα βράδυ και την άφηκε  με τη μάννα και τον πατέρα του, σάματις ήτανε δικοί της γονέοι. Έφυγε και δεν ξανάηρθε, χαμπέρι δεν έστειλε με κανέναν, ποτέ.
Τι να ’κανε η μάγκουφη; Τους γηροκόμησε. Και να πεις ο γέρος έζησε λίγο δεν την δυσκόλεψε, είχε και το στόμα μαζεμένο, ήσυχος άνθρωπος ο σχωρεμένος, μα εκείνη η λώβα η πεθερά ξίκι να γένονταν η σκιορεμένη, η κανούτα, ούτε με θεό, ούτε με άνθρωπο ήθελε αλισβερίσι, δεν ταίριαζαν τα χνώτα της με κανένα.
Η ίδια δεν την είχε δει ποτέ τη θάλασσα, μόνο από μια φωτογραφία κι απ’ τις κουβέντες της νούνας είχε σχηματίσει γνώμη και δεν ήταν η καλύτερη. Κρύος ιδρώτας την έλουζε. «Αν κάνει και ξεχειλίσει…» συλλογίζονταν με τρόμο «τι ποτάμια και τι ρέματα, ούι ίσαμε εδώγια στα βουνά θα φτάκει, φίδι που μας έφαγε παιδάκια μ’» κι αναρίτσιαζε απ’ το φόβο της θάλασσας που δεν την ήξερε.
Είναι που καμιά φορά φυσάει στην ψυχή παγωμένος αέρας και τη γδέρνει, όπως τότε στην κατοχή που κρύβονταν από ράχη σε ράχη αρεντεύοντας στα τσέπια τούτης της άγονης γης στα χωριά της Μουργκάνας ζαλωμένη τα χαλκωματένια που ’χε πάρει προίκα. Της είχαν ματώσει τα ποδάρια μέχρι να φτάκει στη Χιμάρα, να βρει να τα πουλήσει για να πάρει μισό σακί αλεύρι, λίγο καλομπόκι, λίγο λάδι, να τα ζαλωθεί και να γυρίσει τον ίδιο δρόμο πίσω. Όπως  τα κυνηγημένα αγρίμια, έτσι κι αυτή. Από γράβα σε γράβα κρύβονταν νηστική, κουρασμένη, αείπνωτη, δίχως στεγνή κλωστή λούφαζε μαζί με τις άλλες γυναικούλες και παρακάλαγε όλους τους αγγέλους να τις βοηθήσουν να γλιτώσουν.
«Να είχα πεθάνει τότε», παραμίλαγε. Απ’ το πουρνό κάτι δεν της πήγαινε καλά. Σημάδια, πολλά σημάδια. Μια κάργια δεν έλεγε να φύγει απ’ την αυλή, απ’ το παραθύρι την έδιωχνε, απ’ την πόρτα φανερώνονταν. Η άσπρη η κότα είχε γεννήσει ένα αυγό μεγάλο δίκροκο μα χωρίς τσόφλι. Η τσάφκα με το τσάι γύρισε κι έπεσε στο τραπέζι χωρίς να την αγγίξει χέρι. Στην καμινάδα λάλαγαν παράξενα οι φλόγες και τα κάρβουνα δεν κράταγαν πολύ αναμμένα, όσο που κοκκίνιζαν μαύριζαν και στάχτη δεν άφηναν.
Πέταξε μια χούφτα λιβάνι στο τζάκι για τον παλιό χρόνο πού ’φευγε, να πάει στο καλό, έτσι το συνήθιζε απ’ τον καιρό που έζηγε με τη βάβω της. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Καρτέραγαν ν’ αλλάξει ο χρόνος. Τι καρτέραγαν δηλαδή; Σάματις είχε να φέρει τίποτις άλλο από φτώχεια κι ο καινούριος; Τα κούτσικα είχαν πάει να της πουν τα κάλαντα. Την είχαν αφήσει τελευταία, για να καθίσουν με την ησυχία τους, να τους πει ιστορίες για μάγισσες, στοιχειά και ξωτικά και για τα γριτζούνια που τριγύριζαν στον απάνω κόσμο και πείραζαν άντρες και γυναίκες κι έκλεβαν τους τεντζερέδες με το φαί κι αφού τό ’τρωγαν έβαζαν τ’ αγγιά στα κεφάλια κι άρχιζαν τον πετροπόλεμο κι όταν λάλαγε ο πέτος την αυγή, στο τρίτο κουκουρίκου άνοιγε η γη και τα κατάπινε.
Τα τήραξε, τα καλησπέρισε με συμπάθεια όπως πάντα, γύρεψε το τρίριγο σακούλι να τα φιλέψει, ένα ρόιδο, μια καραμέλα, δυο καρύδια, καμιά μαραγκούλα, ένα γκορτσάπιδο, τίποτις άλλο δεν της βρίσκονταν.
Μπήκαν μέσα, πήραν τα κουτσούμπια απ’ τον παλιό σοφρά σίμωσαν κοντά στο τζάκι στριμώχτηκαν να ζεσταθούν. Τσούγκρισαν τη φωτιά πετάχτηκαν σπίθες. «Τήρα οχτροί θειακούλα, πρτς, πρτς, πρτς…»,  μιμήθηκαν τον ήχο που έκαναν οι σπίθες κι  έβαλαν τα γέλια, μικρά παιδιά.
«Όξω το κακό μωρέ παιδάκια, όξω απ’ την πόρτα, στα όρη στ’ άγρια βουνά οι οχτροί, κάντε ζέφκια ψχούλες μου, πυρωθείτε», είπε αυτή και γέλασε μαζί τους.
Άπλωσαν τα χέρια που είχαν μαραγκιάσει απ’ το χιονόνερο στη στια, πυρώνονταν μ’ ευχαρίστηση. Είδε η θειάκω που ένα κουτσούμπι είχε μείκει πλάι στο σοφρά μαναχό.
«Ποια ψχούλα λείπει;» απόρησε και κρατήθηκε με το σκόπι ορθή. Μετά μέτρησε και ξαναμέτρησε τα κεφάλια, να βεβαιωθεί. «Εφτά κεφάλια, οχτώ κουτσούμπια», ψιθύρισε σιγανά. Πήγε πιο κοντά τους. Απίθωσε το πιάτο με τα καλούδια στο παραγώνι. Τα ξανατήραξε ένα-ένα.
«Ορέ καμάρια τση θειάκως, κείνη που τη λένε Κρινιώ δεν τη γλέπω, που είναι τη;» ρώτησε.
«Την κουμπούρεψε ο αδερφός της θειάκω, την έχει κλεισμένη στο κατώι, πήγε προψές στο ποτάμι να πλύνει τα σκουτιά και της τα ’πήρε το ρέμα, γύρισε ζαλωμένη με τ’ άδειο κοφίνι κι έφαε φάνταλα για δυο ζωές», αποκρίθηκε ο Τσέλης και ρούφηξε τη μύτη του.
«Έχει το μάτι πρησμένο τούμπανο και στο ριζαύτι αίματα, δεν κραίνει, την είδα απ’ το παραθύρι κρυφά», συμπλήρωσε η Τσιβή του Κιτσογιάννη που την είχε μότριμα.
«Ούι μωρέ παιδάκια, το μαύρο και τ’ αχάρητο το θηλυκό, τι τού ’γραφε του δύστυχου με δαύτον τον κρεμανταλά που τού ’λαχε γι’ αδερφός», αναστέναξε η θειάκω κι έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της.
Γύρισε κοίταξε όξω απ’ το σπασμένο τζάμι μακριά. Είδε το φεγγάρι που είχε υψωθεί πέρα στη δασωμένη πλαγιά, μα κι αυτό φτωχό σαν κι ο μαχαλάς της φάνηκε έτσι όπως λαμπύριζε αμυδρά μέσα στη γαλάζια ομίχλη που είχε κατέβει απ’ τα ψηλά. Τα σκυλιά αλύχτησαν δεμένα στον άλυσο. Κάποιος πέρασε βιαστικά. Δεν τον γνώρισε. Είχε μάλλινο μακρύ πανωφόρι και την κατσούλα κατεβασμένη ως το τσαούλι. «Κρύγιο μαννούλα μ’», τον άκουσε που έλεγε κι έτριψε και η ίδια τα χέρια της θαρρείς κι είχαν μαργώσει πιότερο ξαφνικά.
Της κακοφάνηκαν τα νέα για την Κρινιώ. Είχε ξανακούσει πως την βάραγε δίχως έλεος ’κείνος  ο σαϊτάνης ο αδερφός της. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Θυμήθηκε και κάτι άλλο κι αντραλεύτηκε ως το μεδούλι. Πέρυσι το χινόπωρο, κάτω στο βιρό του Λήγια ήταν που τον άκουσε να τη μαλώνει και φώναζε αυτό το βαριόμοιρο: «Βοήθεια, βοήθεια!» Έσυρε τα πόδια της κι είχε φτάσει ως εκεί στη νεροτριβή. Τον είδε τότε με τα μάτια της, να της βουτάει το κεφάλι μέσα στο νερό. Φώναξε κι αυτή δυο φορές: «Βοήθεια, βοήθεια!». Θα την είχε πνίξει το κακό το ζαγάρι αν δεν προλάβαινε ο Φωτομπάλης που έτυχε να περνά με το γομάρι του φορτωμένο ξύλα. Αυτός τού ’χε ’δώκει μια με τη μαγκούρα κι έτσι γλίτωσε το κορίτσι.
«Τι βάσανα τράβαγε το δύστυχο και δεν μίλαγε, το κράταγε ο φόβος κλεισμένο μέσα στο καβούκι του. Έρμη Κρινιώ», σκέφτηκε με βαριά καρδιά.
Πήγε ήρθε μέσα στο σπίτι, θυμωμένα άσκοπα βήματα.  Κατόπιν έφερε τον ψήστρη, έριξε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο λάδι, λίγο αλάτι, το γύρισε πάνω απ’ τις φλόγες στο τζάκι, πήρε να σκάει αυτό. Τους γέμισε το πιάτο κοκόσια, έβαλε τον ψήστρη δεύτερη φορά.
«Κοκοσάρες, θα φάμε κοκοσάρες», καταχάρηκαν τα κούτσικα. Τα μάγουλα τους είχαν ανάψει.
Πήρε ένα πάνινο σακούλι η θειάκω, το γέμισε ως απάνω με τα δεύτερα κοκόσια, τά ’βαλε στα χέρια του Αντρίγια που έκρινε πως ήταν ο πιο κατάλληλος για το θέλημα: «Να τα πας κρυφά, απόψε κιόλας στο κατώι, στην Κρινιώ και να της μολοήσεις από τ’ εμένα, πως αύριο το πουρνό θα σβαριστώ και θα πάω να τη βρω, να μη χολεύεται να της πεις και να με καρτερεί. ’Κους παιδάκι γραμμένο;» με γλύκα το ρώτησε.
« ’Κούγω θειακούλα, ’κούγω»,  αποκρίθηκε αυτό και σηκώθηκε με καμάρι, με περηφάνια να φύγει πρώτο απ’ τ’ άλλα για να κάμει το θέλημα.
Όλη νύχτα αλάρωτη, δεν είχε κλείσει μάτι η καψερή. Τη μια στιγμή της φαίνονταν η τσέργα βαριά νόμιζε καίγονταν ως τα μηλίγγια, την άλλη φτενή την τίναζε οριό σύγκορμη κι έριχνε και τη βελέντζα με τον πυκνό φλόκο από πάνω για να ζεσταθεί. Άλλη μια φορά βαρυγκώμησε  που κρατιόταν ακόμη στη ζωή, τι την ήθελε, καλύτερα να είχε σβηστεί μέσα στις τόσες συμφορές που είχε περάσει ξανασκέπτονταν σίγουρη πως δεν της περίσσευαν δυνάμεις κι αντοχές μήτε για τον εαυτό της, μήτε και για άλλους πια. Είχε σωθεί το λάδι στο δικό της το καντήλι. Τα έρημα τα γεράματα πονούν πιο πολύ κι από τη ρημαγή του χρόνου άμα δεν έχεις άνθρωπο μες στο σπίτι. Μια υποχρέωση είχε μόνο, κάτι που κλωθογύριζε στο μυαλό της κι έλεγε να ξεκορφίσει αύριο ο ήλιος και μετά να πράξει. Να ξημέρωνε μάναχα το πρωί, καινούρια μέρα, καινούριος χρόνος, να κάμει και τούτο το χρέος που ’χε βάλει με την καρδιά της για την Κρινιώ κι ύστερα ας έφευγε, έτσι κι αλλιώς ο Χάρος τον τελευταίο καιρό περνούσε πιο τακτικά, έπαιρνε κι από έναν κάθε φορά θαρρείς και το ’χε βάλει σκοπό να κλείσει μια- μια όλες τις πόρτες του χωριού.
«Μωρέ όπως κληρονομά το χώμα και τη γλώσσα κανείς, κληρονομά και τα κουσούρια», της πέρασε από το μυαλό και κάπως γέλασε με τις μαύρες σκέψεις που ’κανε για το Χάρο, ανάμεσα στα κουσούρια τις είχε λογάριασε κι αυτές.  Κάποια ώρα, προς την αυγή της ήρθε ο ύπνος, σφάλισε βαριά τα βλέφαρα αποκαμωμένη. Κι ως τα ’κλεισε, τι ήταν τούτο τ’ όνειρο που ξέκοψε απ’ τα κιτάπια του καιρού και τις παλιές γραφές του βασανισμένου κόσμου και πως βρήκε τρόπο και μπαστακώθηκε στη σκέψη της:
«Είχαν ξεκινήσει λέει τα δέντρα όλα και τα ψηλά και τα χαμηλά και τα ίσια και τα στραβά, πλατάνια και γκορτσιές και κουμπουλιές και παλιούρια και πουρνάρια με κάτι αγκάθια χοντρά και κατέβαιναν απ’ την πέρα ράχη, εκεί που ’χε γίνει ο πόλεμος και ξεθάβονταν μαζί με τις παλιές πληγές και τις βόμβες και οι ρίζες απ’ τα σπλάχνα της γης κι αυτά έριχναν τα φύλλα και τα ’παιρνε ο αγέρας που έφτανε παγωμένος και τα χόρευε ψηλά. Μπροστά πήγαινε μια ανθισμένη αμυγδαλιά κι είχε δική της φωνή αλλιώτικη και τραγούδαγε κι έρχονταν κατά το χωριό, αυτή μπροστά, τ’ άλλα τα δέντρα στο κατόπιν της, θαρρείς και πήγαιναν ψίκι σε γάμο, μα απ’ όπου περνούσαν ερήμωνε ο τόπος και μούγκριζαν τα βουνά κι η γη μοιριολογούσε κι έτρεχαν τα ζωντανά του λόγγου προγκισμένα στο ποτάμι κι έπεφταν και πνίγονταν στα νερά για να γλιτώσουν. Κι ύστερα, ένα ζαβό κουνάβι με τις τρίχες ορθές στην πλάτη σκαρφάλωσε στον λεπτό κορμό της αμυγδαλιάς πριν φτάσουν στη δημοσιά και ροκάνιζε με μανία τα κλαράκια της κι αυτή σταμάτησε μεμιάς το τραγούδι κι έσυρε φωνή: – Όι μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι αν δεν με πάρεις τούτη τη φορά θα ’ρθω μαναχή μου – και σκίστηκε ο ουρανός και την ώρα που έπεφτε τ’ αστροπελέκι στον ύπνο και στ’ όνειρο της, «όι μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι εμένα» γούριαξε κι η θειάκω η Τάτα και πετάχτηκε πάνω με την ψυχή στο στόμα κι ένα πόνο σαν κάψιμο στο γκιόξι.
Έτριψε τα μάτια με την άκρη απ’ το μαντίλι της, έφερε ένα γύρο με το βλέμμα την κάμαρη, της φάνηκε πως δεν είχε φέξει ακόμη. Ανέβασε το φυτίλι στη λάμπα. Τ’ άψυχα πράγματα του φτωχικού ζωντάνεψαν τις από χρόνια κοιμισμένες μνήμες και τις περασμένες θύμησες. Κάπως σκιάχτηκε. Άλαλα της έκραιναν οι πεθαμένοι μέσα απ’ την κορνιζωμένη φωτογραφία. Γύρεψε το μαστραπά με το νερό. Ήπιε μια γουλιά. Δεν κατέβαινε κάτω. Πικρό, φαρμάκι ήταν αυτό που γεύτηκε κι όχι νερό. Της ήρθε αγκούσα. Ξερόβηξε δυνατά, έβαλε άλλη μια γουλιά στο στόμα, χειρότερα πικρό το ’νιωσε. Στη δεύτερη ή στην τρίτη ανάσα πήρε να ξεδιαλύνει τ’ όνειρο στο νου της. Δεν το ’χε για καλό. Σταυροκοπήθηκε. ’Κείνη η ανθισμένη η αμυγδαλιά με τα χιονάτα τ’ άνθη σαν κουφέτα, η Κρινιώ της έκανε να ’ναι και το κουνάβι το ζαβό θα ήταν ο αδερφός της, ποιος άλλος;
«Ούι, τι κάθομαι η σκότεινη» συλλογίστηκε με το μυαλό φορτωμένο μαυρίλα απ’ τα φτερά της νύχτας που διάβαινε. Έκαμε την πέρπερη φλοκωτή στην άκρη, σηκώθηκε. «Αγάντα Τάτα να προλάβεις το κακό πριν γένει», έδωκε εντολή στον εαυτό της. Άνιφτη ντύθηκε το πανωφόρι και σβαρίστηκε με το σκόπι ως την άλλη άκρη του μαχαλά. Πλησίασε στην πόρτα στο κατώι, γύρισε το σιδερένιο κλειδί δυο φορές, ξεκλείδωσε. Στις γρεντές είδε κρεμασμένη την τριχιά δεμένη θηλιά κι από κάτω ένα παλιοβάρελο. Κατάλαβε. Δάγκωσε τα χείλη μ’ εκείνα τα πέντε δόντια που είχε, μ’ αυτά, μέχρι που μάτωσαν. Ίσαμε να διακρίνει την κοπέλα στη γωνιά, λουφαγμένη πάνω στ’ άχυρα κόντευε να καταπιεί η έρμη τη γλώσσα της. Τη βρήκε, με τα ρούχα σκισμένα, τα χέρια χιόνι κρουσταλλιασμένα απ’ το κρύγιο και το νου φευγάτο, παραλοϊσμένο.
Έσκυψε συμπονετικά. Τα μάτια της γέμισαν αλμύρα. «Ω Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι, σ(χ)ήκου παιδάκι έρθα όπως σου μήνυσα», τη σκούντησε απαλά στον ώμο.
Άνοιξε το ένα το μάτι μόνο τ’ άμοιρο το κορίτσι, το άλλο δεν μπόραγε, ήταν πρησμένο γεμάτο αίμα. Την κοίταζε με απορία,  με φόβο, με απόγνωση. Μετά γραπώθηκε πάνω της κι έκλαιγε.
«Σώπασε  μωρέ παιδάκι, σώπασε», την κανάκεψε στην αγκαλιά της «σώπασε  μην πάρει χαμπάρι ο αδερφός σου που κάλιο να μην τον είχες το διάτανο, κάλιο να ’χε ξεκουμπιστεί και να ’χε φύγει τότε που τον γύρεψαν να πάει στα καράβια, θα ’χες γλιτώσει», βγήκαν ψιθυριστά τα λόγια της θειάκως, με δυσκολία. Ο φόβος την κράταγε κι αυτή μαγκωμένη, ο φόβος.
Έβγαλε τη χρυσή λίρα, μια όλη κι όλη που ’χε κρεμασμένη στον κόρφο της, την είχε βρει κάποτε στο ρέμα, άνοιξε τη χούφτα του κοριτσιού την έκλεισε μέσα.
«Δεν έχω τίποτις άλλο παιδάκι, αυτή και την ευκή μου Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι, σ(χ)ήκου,  φεύγα να σωθείς. Σύρε απ’ την Καμίτσιανη και μετά πέρα απ’ το ποτάμι μισή ώρα δρόμο ως το γιοφύρι, να σκαπετήσεις απ’ τη λακιά του Μπάντιου, μη σκιάζεσαι, όσο να φτάκεις εκείγια η βροχή θα ’χει σβήσει τα χνάρια σου στο χιόνι, δεν θα σε βρουν. Σα βγεις στα σπίτια γύρεψε απ’ τη μπάμπω την Αλέξω του Μίχου να σου δώκει ένα κομμάτι ζυμωτό και λίγο τυρί, έχει φαμίλια, είναι καλή γυναίκα, πονετική κι ύστερα να κόψεις δρόμο, ρώτα τη μπάμπω να σου δείξει το μονοπάτι, να βγεις στο Γηρομέρι κι απέκει στο Φιλιάτι, κους Κρινιώ;  Στο Φιλιάτι να γυρέψεις την Κασμιρία στο Νοσοκομείο, μια είναι, δεν έχει άλλη, μ’ έστειλε η θειάκω η Τάτα να πεις, ξέρει αυτή που να σε πάει, ξέρει αυτή, η Κασμιρία θα σε βάλει στο ίδρυμα κι όταν διαβούν λίγα χρόνια θα ιδείς τύχη χρυσή, θ’ απαντήσεις το γραμμένο σου το καλό και θα ζήσεις, σ(χ)ήκου Κρινιώ μη χαντακώνεσαι εδώγια, σ(χ)ήκου πριν πάρει χαμπάρι ο …» , δεν πρόλαβε να αποσώσει το λόγο της όταν άκουσε πρώτα το τρίξιμο στο σκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας κι αμέσως μετά τις βρισιές.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγια που δε λέγονται εύκολα μα κάποιοι τα ’χουν ψωμοτύρι ξεκαθάρισε: «Που είσαι μωρή σκύλα να πέσεις γονατιστή στα τέσσερα; Έλα να σου κόψω ένα ντουμπίτσι τώρα που ’χω όρεξη και μετά θα σου δείξω εγώ άλλη μια φορά, να με μάθεις κι απ’ την ανάποδη.»
Μπήκε μέσα. Συνέχισε να φτύνει κουβέντες βαριές, αυτός, που τον είχε αδερφό, ο σαϊτάνης, ο διάτανος. Αναψοκοκκινισμένος  κοίταξε τη θειάκω, αρχικά κάπως σαστισμένος και μετά με οργή. «Ξεκουμπίσου από μπρός μου σκατόγρια», της φώναξε κι έπιασε τ’ αχαμνά του.
Η θειάκω δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Κάνε πέρα σου λέω», την απείλησε και ρίχνοντας της μια σπρωξιά την έριξε ανάσκελα στο πάτωμα. «Για να μάθεις και συ, να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουνε παλιοκούσ(χ)αλο», ούρλιαξε.
Αυτό το τελευταίο δεν τ’ άκουσε η θειάκω. Είχε κιόλας λιγοθυμήσει. Την κοίταζε σωρό στο πάτωμα και χαχάνιζε.
Μετά έπιασε την Κρινιώ απ’ τα μαλλιά. Της άστραψε ένα γερό χαστούκι. Μάτωσε το στόμα της. «Και τώρα η σειρά σου», έγρουξε και ξανάπιασε επιδεικτικά τ’ αχαμνά του.
«Μη ορέ, σ’ έχω αδερφό, ένα αίμα είμαστε, ορέ δεν κάνει, λυπήσου με, τι λόγο θα δώσεις στο θεό ορέεε…», σπάραξε κι έτρεμε σύγκορμη.
Της έκλεισε το στόμα μ’ ένα τσόλι που έσκισε απ’ τη φούστα της, να μην ακούγεται. «Πέσε στα τέσσερα σκύλα», την πρόσταξε κι είχε κιόλας λύσει το ζωνάρι απ’ το πανταλόνι του.
Τα δάκρυα κύλαγαν ασταμάτητα στα μάγουλα του κοριτσιού. «Έπρεπε να είχα βρει το κουράγιο και να ’χα κρεμαστεί από τα χτες, τώρα θα ’χα γλιτώσει μαννούλα μου», σκέφτηκε με οδύνη και με ντροπή που δεν είχε βρει το θάρρος χτες, να ’χε τερματίσει το μαρτύριο κι ας μην ήταν αυτή που έπρεπε να ντρέπεται.
Έξω είχε πιάσει η βροχή. Ακουγόταν που χτυπούσε στον τσίγκο, «τσινγκ, τσινγκ, τσινγκ», όλο και πιο δυνατά. Πήρε να στάζει στο κατώι. Η πρώτη σταγόνα έπεσε πάνω στα χέρια τση θειάκως. Δεν την κατάλαβε. Ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη ένιωσε. Απ’ την τέταρτη και μετά έπεφταν διπλές, πότε στα χέρια και πότε στο πρόσωπο της. Κάποια στιγμή συνήλθε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω. Τούτο που ’γλεπε δεν ήταν κακό όνειρο. Ζύγισε τη δύναμη της. Σηκώθηκε, με τα χίλια ζόρια μα σηκώθηκε. Έπιασε ένα  τσαπί που βρέθηκε δίπλα της, πλησίασε, με την ανάποδη του κατάφερε πρώτα μια στη μέση και μετά άλλη μια στα πισινά.
Βόγκηξε απ’ τον πόνο αυτός. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη βρομοδουλειά του, ο διάτανος. Έπειτα έλυσε τα χέρια του απ’ το λαιμό της Κρινιώς κι έπεσε διπλωμένος απ’ τον πόνο στο πλάι.
«Μισοχωρίστηκα σκύλα», είπε ξέπνοα.
Η θειάκω η Τάτα τον κοίταζε φαρμακερά. Το βλέμμα της γεμάτο θειάφι. Δεν είχε λύπηση για τούτο τον αφορεσμένο, τον άχρηστο. Καλά του ’κανε. Τώρα στέκονταν από πάνω του και τον φοβέριζε μ’ ένα σκουριασμένο παλιομάχαιρο πως θα του ’κοβε τ’ αχαμνά και θα τα ’δινε του σκύλου του Μερτζάνη, να τα φάει.
Η Κρινιώ ήρθε σιμά. Έτρεμε ακόμη. Αγκαλιάστηκαν. Τη σκέπασε με το πανωφόρι της η θειάκω. «Ποδέσου και σύρε στο καλό παιδάκι μ’ κι όπως είπαμαν, άη ψχούλα μ’ και καλή χρονιά, Πρωτοχρονιά ξημέρωσε παιδάκι γραμμένο, σύρε στο καλό, η Κασμιρία ξέρει μην τ’ αστοχήσεις, η Κασμιρία στο Νοσοκομείο, δεν έχει κι άλλη στο Φιλιάτι κι αν θυμηθείς κάποτε άναψε μια λαμπαδούλα για τ’ εμένα, άη νά ’χεις την ευκή.»
Ο δρόμος ήταν έρημος ακόμη. Ένα κουβάρι σύννεφα μαζώχτηκαν πάνω απ’ το χωριό κι έριχναν με το τουλούμι. Γύρισε η θειάκω τουρτουρίζοντας στο σπιτάκι της, στεγνή κλωστή δεν είχε, μα με τη συνείδηση ήσυχη ήρθαν και βούρκωσαν από χαρά τα μάτια της. «Θα τον βρεις το δρόμο Κρινιώ, αη κοπελίτσα μου γραμμένη σύρε στο καλό και μη ματαγυρίσεις» μονολόγησε.
Έβαλε δυο λιανά ξύλα στο τζάκι και τρία κουκουνάρια. Απ’ τη θαμμένη σπίθα στο κοιμισμένο μέσα στην αθάλη κάρβουνο ξύπνησε και φούντωσε η φωτιά. Έριξε από πάνω ένα ριζάρι από πλάτανο κι ένα χοντρό κούτσουρο. Κατέβασε απ’ τον τοίχο τη μικρή σκάφη την πελεκητή να πιάσει το προζύμι να φτιάκει λουκουμάδες.  θα ’ρχονταν τα κούτσικα να της κάμουν το ποδαρικό.
Ξημέρωνε σε λίγο.
«Μακάρι και στις καρδιές των ανθρώπων», ευχήθηκε η θειάκω.
Πέρασαν τα χρόνια. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν πάλι, σούρουπο κι έβρεχε. Μια κούρσα είχε σταματήσει στα πλατάνια στην κάτω πλατεία. Η γυναίκα που βγήκε με την κόκκινη ομπρέλα και σεργιάνισε στους έρημους μαχαλάδες δεν θύμιζε τίποτα στους λιγοστούς ανθρώπους που καλησπέρισε. Την πέρασαν για ξένη. Ξένη είχε νιώσει και η ίδια. Όλα την πονούσαν. Στη μεγάλη βρύση έσκυψε να πιεί νερό. Οι θύμησες επέστρεφαν πικρές και της έφερναν αναφιλητά και δάκρυα.
«Το νερό μόνο με θυμάται. Αλήθεια λένε πως το νερό δεν ξεχνά» συλλογίστηκε.
Για ένα χρέος είχε γυρίσει, για τη μνήμη της θειάκως. «Η θειάκω η Τάτα», ψιθύρισε με ευγνωμοσύνη, με συγκίνηση και της φάνηκαν τα λόγια τα μόνα γνωστά σ’ ένα τοπίο που μιλούσε πια μια άγνωστη γλώσσα στην καρδιά της.
Από μακριά γύρισε και κοίταξε τελευταία φορά πριν φύγει. Ούτε μια, ούτε δυο, μα εκατόν έξι λαμπαδούλες αναμμένες, όσα και τα χρόνια της θειάκως της Τάτας,  που μπορεί να είχε φύγει πια απ’ τη ζωή μα είχε αφήσει παντού την ευχή και την αγάπη της και η Κρινιώ το ήξερε καλά αυτό, ήξερε που χρωστούσε η ψυχή της.
Την ώρα που έκλεινε την ομπρέλα ένα περιστέρι ήρθε στραταρίζοντας στα πόδια της. Πήρε το πακέτο με τα μπισκότα από την τσάντα της, τά ’τριψε στα χέρια, τα σκόρπισε στο καλντερίμι.
«Πουλ, πουλ, πουλ», κάλεσε και τ’ άλλα πουλάκια με το βλέμμα υψωμένο στον ουρανό.
Ένα σύννεφο είχε αφήσει να φανεί για λίγο το φεγγάρι.
Ένα χέρι κι ένα άγγιγμα την ξάφνιασε με οικειότητα  κι ύστερα θα ορκιζόταν πως  άκουσε γνώριμη τη φωνή να ψιθυρίζει :«Καλή Πρωτοχρονιά…»

Ζωή Δικταίου 
Κέρκυρα 22 Δεκεμβρίου 2016
Της Ζωής Δικταίου
H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

ΟΡΓΩΜΑ ΜΕ ΤΑ ΒΟΔΙΑ. «Ο Τρυγώνης και ο Μαυρομάτης.»

Δύσκολα χρόνια, φτωχά, και η πείνα καθημερινή απειλή για τις οικογένειες , ειδικά της επαρχίας. 

Η επιβίωση της στηρίζονταν στην καλλιέργεια των λίγων τετραγωνικών μέτρων γης, για όσους είχαν την πολυτέλεια να διαθέτουν. 

Δύσκολη και κουραστική δουλειά να οργώνεις τις άγονες πλαγιές ή τις δυσπρόσιτες πεζούλες ή ανάμεσα στις πέτρες και στην καλύτερη περίπτωση το μικρό χωραφάκι δίπλα στο χωριό σου και με ξύλινο αλέτρι. 

Τη δεκαετία του 1930 αλλά και μεταπολεμικά , δεκαετία 1940 και μετά, το όργωμα γινόταν με τα βόδια. Όσες οικογένειες είχαν τον τρόπο να κατέχουν δυο βόδια,αυτές μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα λιγοστά μέτρα χωραφιού. Τα βόδια εκείνη την εποχή ήταν το βασικό εργαλείο οργώματος της γης. 

Έπρεπε όμως να έχεις δύο  βόδια γιατί με ένα η δουλειά δεν γίνονταν. 

Η δύναμη τους σε συνδυασμό με το αριστοτεχνικά κατασκευασμένο ξύλινο αλέτρι και την δύναμη των χεριών του γεωργού ήταν ικανά να οργώσουν ώστε να γίνει η σπορά των ανά εποχή καλλιεργειών. 

Τα βόδια για να βρίσκονται στην ίδια ευθεία και να συγχρονίζονται μεταξύ τους τοποθετούνταν το ένα δίπλα στο άλλο, σε απόσταση τουλάχιστον δυο μέτρων και πάνω στο λαιμό τους έβαζαν ένα ξύλινο δοκάρι( ζυγός) που τα ένωνε σε ένα βαθμό. Είχε προβλεφθεί πάνω στο λαιμό τους να τοποθετηθεί δέρμα ζώου,ώστε να μη πληγωθούν τα βόδια. Στη συνέχεια με τα κατάλληλα σύνεργα ενώνονταν με το αλέτρι και όταν όλα ήταν έτοιμα, ο γεωργός,που όταν οργώνει λέγεται Ζευγολάτης, έδινε το πρόσταγμα να ξεκινήσουν τα βόδια. 

Μετά το όργωμα ακολουθούσε η σπορά. 

Το φθινόπωρο έσπερναν , σιτάρι,βρώμη,κουκιά,μπίζα και φακές. 

Την άνοιξη έσπερναν , καλαμπόκι,ρεβύθια και φασόλια

Όλα τα προϊόντα θα χρησιμοποιούνταν για διατροφή της οικογένειας, όλο το έτος. 

Μετά τη σπορά,που την έκανε ο γεωργός και για να μην υπάρχουν κενά σπόρου στο χωράφι, υπήρχε η «ειδικότητα» του Παρασποριάρη. 

Δουλειά του Παρασποριάρη ήταν να εντοπίσει αν έπεσε σπόρος παντού και αν όχι,να ρίξει καινούργιο ή να σκεπάσει με χώμα  όσο σπόρο δεν είχε καλυφθεί. 

Η τελευταία μάτια , δηλαδή. 

Για την αμοιβή του Παρασποριάρη, ο γεωργός,του παραχωρούσε μια μικρή έκταση μέσα στο χωράφι,από την σπορά, για δική του συγκομιδή . 

Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και τότε παρουσιάζονταν φαινόμενα εκμετάλλευσης,του Παρασποριάρη, αφού πολλοί ήταν εκείνοι η γεωργοί που του παραχωρούσαν ελάχιστη έκταση , αλλά και αυτή την έδιναν στις άκρες του χωραφιού. Αυτό ήταν μια πονηριά του γεωργού , στην περίπτωση που έμπαιναν στο σπαρμένο χωράφι ζώα , αυτά να φάνε τα φυτά που θα βρουν μπροστά τους και αυτά θα ήταν εκ των πραγμάτων οι άκρες του χωραφιού. Οι σωστοί γεωργοί παραχωρούσαν αυτή την έκταση στη μέση του χωραφιού. 

Τα βόδια,την εποχή που δεν υπήρχαν καλλιέργειες,τα πήγαιναν  σε μια περιοχή που την ονόμαζαν Βοιδιλίβαδο και έβαζαν κάποιον να τα φυλάει. Η τροφή των βοδιών θα ήταν μόνο τα χορτάρια που θα υπήρχαν στο Βοιδολίβαδο. Άλλη δυνατότητα τροφής τους δεν υπήρχε. Ο φύλακας των Βοδιών για την υπηρεσία του αυτή είχε αμοιβή. Αν είχες ένα Βόδι θα του έδινες μια,μεριά,από το προϊόν που καλλιέργησες εκείνη την εποχή. Αν είχες δυο Βόδια θα του έδινες δυο,μεριές. Μεριές, εννοούμε τις δυο πλευρές αριστερά και δεξιά της πλάτης του ζώου όταν το φορτώνουμε. Κάθε ,μεριά,ήταν ένα σακί με τροφή των 30 κιλών. Δυο ,μεριές,ήταν δυο σακιά τροφή των 30χ2=60 κιλά. 

-Δυο Βόδια μιας οικογένειας είχαν όνομα. Τρυγώνης και Μαυρομάτης. 

Ήταν πολύ καλά,  υπάκουα και πολύ δυνατά. Αγοράστηκαν και τα δυο και εξυπηρετούσαν την οικογένεια στο όργωμα των χωραφιών. Εξυπηρετούσαν όμως και άλλες οικογένειες που δεν είχαν Βόδια , ως δανεικά,  μιας και ο ιδιοκτήτης τους ήταν Άνθρωπος που νοιάζονταν για τον διπλανό του. Ήταν και χαδιάρικα,ειδικά ο Τρυγώνης. Στο Βοιδολίβαδο που τα είχαν ένα φθινόπωρο,ξαφνικά χάθηκε ο Μαυρομάτης. Ο ιδιοκτήτης του,συλλέγοντας πληροφορίες και ανιχνεύοντας τις πατημασιές του Μαυρομάτη ,τον εντόπισε σε γειτονικό χωριό. Δεν πρόλαβε όμως. Ο κλέφτης είχε «πάρει»τη ζωή του Μαυρομάτη. 

Τώρα ο γεωργός και στεναχωρημένος που έχασε το βόδι,αδυνατούσε να κάνει χωράφι με ένα Βόδι. Στερήθηκε αγαθά για κάποιους μήνες, μέχρι να τον αντικαταστήσει με άλλο βόδι που αγόρασε. 

Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο στα χωριά ήρθαν τα πρώτα Μουλάρια από διανομή της Ούντρας. Ήταν μεγάλης ηλικίας και δεν έζησαν για πολύ. 

Από τότε τα Μουλάρια αντικατέστησαν τα Βόδια στην καλλιέργεια των χωραφιών. 

Τα Μουλάρια και τα Γαϊδούρια ήταν ποιο χρήσιμα στην οικογένεια γιατί ήταν ποιο δυνατά και χρησιμοποιούνταν σε πολλές εργασίες του σπιτιού. Όργωμα, φόρτωμα,μεταφορές κλπ. 

Αργότερα η έλευση των τρακτέρ και μετέπειτα των αυτοκινήτων έβαλαν στο περιθώριο και τα Μουλάρια και τα συμπαθέστατα Γαϊδουράκια. 

-Τιμή και αγάπη σε εκείνους τους προγόνους μας!!!

Σημ. Σε τέτοιες συνθήκες έζησαν και μεγάλωσαν τις οικογένειες τους οι παππούδες,και οι γιαγιάδες μας και σε τέτοιες δύσκολες και φτωχές καταστάσεις μεγάλωσαν οι πατεράδες μας. Και μέσα σε ένα κάπως καλύτερο  σκηνικό μεγάλωσαν και κάποιοι από εμάς που καβαλήσαμε τα 50. 

Να μη το ξεχνάμε … εμείς οι νεοέλληνες του iPhone …!!!!

Σημ 2. Οι φωτογραφίες πάρθηκαν  απο το διαδύκτιο. 


Σύνταξη κειμένου 

Παναγιώτης Ηλ.Χολής.

https://mpampiini.blogspot.com

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Η κυρά Κούλα και το Παραδοσιακό Καφενείο της | Ένα Κρυμμένο Διαμάντι στην Ορεινή Ελλάδα

Στο καφενείο της κυρά Κούλας: Ένα ταξίδι στο χρόνο στην ορεινή Ναυπακτία

Στα Κρυονέρια, ένα γραφικό χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, η πλατεία ζωντανεύει από την παρουσία του παραδοσιακού καφενείου της κυρά Κούλας. Η ίδια, μια γλυκιά γυναίκα συνταξιούχος πιά, με 62 χρόνια ζωής και δουλειάς σε αυτό το καφενείο, μας υποδέχεται με χαμόγελο και μας προσφέρει το "βρεγμένο", ένα ποτό που κερνούσαν τους περαστικούς παλιά.

Το καφενείο, κληρονομιά από τα πεθερικά της, λειτουργούσε από το 1927 και έχει φιλοξενήσει αμέτρητους επισκέπτες. Η κυρά Κούλα, με αγάπη και μεράκι, μαγειρεύει καθημερινά σπιτικά φαγητά με υλικά από τον κήπο της. Η μακαρονόπιτα, φτιαγμένη με την παλιά παραδοσιακή συνταγή, είναι το αγαπημένο της.
Μέσα στο καφενείο, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Παλιές φωτογραφίες στους τοίχους ζωντανεύουν εικόνες από τη ζωή στο χωριό, ενώ αντικείμενα καθημερινής χρήσης από το παρελθόν, όπως το ασκί, το ράδιο, οι χάλκινες κατσαρόλες, η λάμπα υγραερίου, το χτένι για τον αργαλειό και ο ζυγός για τα ζώα, μας μεταφέρουν σε μια εποχή γεμάτη δυσκολίες και αγώνα για επιβίωση.
Η επίσκεψή μας στο παραδοσιακό καφενείο της κυρά Κούλας ήταν ένα ταξίδι στο χρόνο, μια ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά την αυθεντικότητα και την απλότητα της ζωής στην ορεινή Ναυπακτία. Μας υπενθύμισε τις ρίζες μας και μας έδωσε μια γεύση από μια εποχή που έχει πια χαθεί, αλλά που αξίζει να θυμόμαστε και να τιμούμε.

Παραγωγή: Greek Village Life



Έως 1,90 το πρόβειο γάλα στην Ισπανία, 1,60 το ταβάνι στην Ελλάδ

Κορυφώνονται οι διαδικασίες για τον καθορισμό τιμών στο αιγοπρόβειο γάλα, για τη νέα εμπορική και γαλακτική περίοδο που ξεκίνησε.

Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη συμφωνία για τη νέα περίοδο έγινε στην Ελασσόνα με τιμή λίγο πάνω από τα 1,50 ευρώ το κιλό, όσον αφορά στην παραγωγή του συνεταιρισμού Φάρμα Λιβαδίου.

Το ρεπορτάζ του Agronewsbomb αναφέρει πως στη Δυτική Ελλάδα γίνονται ακόμα διαπραγματεύσεις, ενώ τα τιμολόγια του Σεπτεμβρίου πληρώθηκαν από εταιρείες γύρω στα 1,45 με 1,47 ευρώ το κιλό για μεσαία τονάζ πέριξ των 60 τόνων. Το βιολογικό προϊόν παίρνει βέβαια κάποια λεπτά παραπάνω κι ενώ παρατηρείται το φαινόμενο να σπάνε συμφωνίες με παραγωγούς με πρόσχημα τις αφλατοξίνες, γεγονός που έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στον κλάδο και φόβο μην γυρίσουμε στην εποχή του 2016 και του 2017, που δεν είχε ο κτηνοτρόφος που να διαθέσει την παραγωγή του σε πολλές περιπτώσεις.

Αισιοδοξία εν τω μεταξύ σκορπίζουν πληροφορίες ότι ο Συνεταιρισμός Καλαβρύτων έκλεισε την χρονιά με τιμή 1,60 ευρώ ενώ σκοπεύει να δώσει και έξτρα μπόνους στους κτηνοτρόφους το επόμενο διάστημα.

Την ίδια ώρα βέβαια στην Κρήτη οι κτηνοτρόφοι απαιτούν όπως αποφάσισαν σε συνέλευση στο Ηράκλειο, μια τιμή ασφαλείας στα 1,30 καθώς αντιμετωπίζουν, όπως λένε, υπέρογκα κόστη.

Ενδιαφέρον τέλος παρουσιάζει για μια ακόμα φορά η περίπτωση της Ισπανίας, που παρότι δεν έχει το βαρύ χαρτί της ΠΟΠ Φέτας όπως η Ελλάδα, εξασφαλίζει πολύ καλές τιμές για τον κτηνοτρόφο. Για παράδειγμα από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 2024 η μέση τιμή παραγωγού στο πρόβειο γάλα στην Ισπανία ήταν 1,572 ευρώ το κιλό, ενώ η ανώτερη καταγράφηκε στην περιοχή Castiglia – La Mancia και ήταν 1,909! Την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2023, η μέση τιμή ήταν στην Ισπανία, στα 1,445 ευρώ ανά κιλό.

https://agronewsbomb.gr/

"Η Γυναίκα της Πίνδου :Αιώνιο Σύμβολο Αντίστασης και Διδαχής", εκδήλωση του Συλλόγου Ηπειρωτών Ηλιούπολης


Ο Σύλλογος Ηπειρωτών Ηλιούπολης

Σας προσκαλεί

Στην εκδήλωση-ᾱφιέρωμα με θέμα

<< Η Γυναίκα της Πίνδου :Αιώνιο Σύμβολο Αντίστασης και Διδαχής >>

που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024 ,

ωρα 19:30΄, στο Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης

«Μίκης Θεοδωράκης »


Η Πρόεδρος                                                      Ο Γεν.Γραμματέας

Ντάσιου ΄Αννα                                                  Κωστούλας Απόστολος

50 κιλά ακατέργαστης κάνναβης κατασχέθηκαν από το Τμήμα Ασφάλειας Άρτας.

Συνελήφθησαν για την υπόθεση 2 άτομα σε περιοχή της Αττικής

Ταυτοποιήθηκαν ακόμα δύο συνεργοί τους, που είχαν τον καθοδηγητικό ρόλο στη μεταφορά των ναρκωτικών

Στην κατάσχεση σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών προέβησαν αστυνομικοί του Τμήματος Ασφάλειας Άρτας προχθές (14-10-2024) το βράδυ στην Αττική, ενώ συνελήφθησαν δύο άτομα, ημεδαπός και αλλοδαπός υπήκοος, που εμπλέκονται στην υπόθεση και σε βάρος τους σχηματίστηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών.

Επιπλέον, ταυτοποιήθηκαν δύο ακόμα αλλοδαποί συνεργοί τους, που κατηγορούνται για τις ίδιες παραβάσεις.

Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, οι αστυνομικοί, ύστερα από κατάλληλη αξιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη δράση των συλληφθέντων, ακινητοποίησαν δύο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα επί της Εθνικής Οδού Αθηνών – Κορίνθου, όπου το ένα λειτουργούσε ως προπομπός του δευτέρου.

Στον έλεγχο που επακολούθησε, βρέθηκαν στο δεύτερο όχημα και κατασχέθηκαν -4- συσκευασίες με ακατέργαστη κάνναβη, συνολικού βάρους -50- κιλών και -700- γραμμαρίων, ενώ αμφότερα τα οχήματα κατασχέθηκαν.

Από την περαιτέρω έρευνα που επακολούθησε, διακριβώθηκαν τα στοιχεία των δύο αλλοδαπών, κατ’ εντολή των οποίων ενεργούσαν τη μεταφορά των ναρκωτικών οι δύο συλληφθέντες και είχαν επίσης φροντίσει να διαθέσουν σε αυτούς τα παραπάνω αυτοκίνητα.

Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.

Χωριάτικο Ζυμωτό Ψωμί και Τυρόψωμο από την Όλγα | Ταξίδι στο Παρελθόν

Στη Λευκάδα, συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας, ανακαλύπτοντας κρυμμένους θησαυρούς της παράδοσης. Εκεί, συναντήσαμε την Όλγα, μια γυναίκα με βαθιές ρίζες στον πολιτισμό της περιοχής. Ήταν γνώστρια του παλιού τρόπου ζωής, εκείνου του τρόπου που συνέβαλλε στη διαμόρφωση της ταυτότητας του νησιού.

Καθώς μας υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες, μας οδήγησε σε έναν κόσμο μυστικών και παραδόσεων. Μας αφηγήθηκε πώς οι νοικοκυρές του χωριού είχαν την τέχνη της ζύμωσης, μια τέχνη που μεταφερόταν γενιά με γενιά. Το ζυμωτό ψωμί αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, ένας ψυχικός δεσμός με τη γη και την παράδοσή τους.

Καθώς ακούγαμε τις ιστορίες της Όλγας, ανακαλύπταμε τα μυστικά που κρύβονταν πίσω από τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του ψωμιού. Από την επιλογή των σωστών υλικών μέχρι την ζύμωση και το ψήσιμο στον ξυλόφουρνο, καθεμία από αυτές τις διαδικασίες φύλασσε ένα μυστικό που διακριτικά προσφερόταν από γενιά σε γενιά.
Η Όλγα μας έκανε μάρτυρες της αυθεντικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο χωριό όταν τα ψωμιά ψήνονταν στον ξυλόφουρνο. Η αρωματική εκτέλεση του ψωμιού γέμιζε τον αέρα με αναμνήσεις και αίσθηση ευτυχίας. Είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ομορφιά της παράδοσης και τον τρόπο που το ψωμί μπορεί να ενώνει τους ανθρώπους σε μια κοινότητα.
Και τέλος, με το ζυμάρι που περίσσεψε, η Όλγα μας ετοίμασε ένα τυρόψωμο όπως παλιά. Ήταν ένα γευστικό απόκοσμο παράδειγμα της τέχνης της, μια γεύση που μας ταξίδευσε σε άλλες εποχές.

Η συνάντηση με την Όλγα ήταν μια ανεκτίμητη εμπειρία, που μας βοήθησε να κατανοήσουμε τη σημασία της παράδοσης και της τέχνης της ζύμωσης στη Λευκάδα. Φύγαμε με τη γεύση της παράδοσης στα χείλη μας και τις αναμνήσεις αυτού του ταξιδιού να μας συντροφεύουν πάντα.

Παραγωγή: Greek Village Life

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024 η κηδεία του Δημάρχου Δήμου Ζηρού Γεωργίου Ζυγούρη

Γίνεται γνωστό πως η εξόδιος ακολουθία του Δημάρχου Δήμου Ζηρού Γεωργίου Ζυγούρη, θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 17  Οκτωβρίου 2024 στις 12 το μεσημέρι στον Ιερό Ναό Αγίου Βησσαρίωνος στη Φιλιππιάδα.

Η σορός του εκλιπόντος θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα από τις 10:00 π.μ. της Πέμπτης.

Η ταφή θα γίνει στον Ιερό Ναό Αγίων Ταξιαρχών στο Βαθύ Γοργομύλου.

Η οικογένεια του Δημάρχου επιθυμεί αντί στεφάνων να πραγματοποιηθεί δωρεά στο Σύλλογο «Φλόγα», Σύλλογος  Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια ή σε οποιοδήποτε  άλλο κοινωφελη οργανισμο επιθυμεί ο καθένας.

Αγρότισσα: Γυναίκα από πέτρα και χώμα. (15 Οκτωβρίου - Γυναίκα της υπαίθρου).


Προορισμένες να σκάψουνε το μικρό τους χωραφάκι, ανοίγουν τα λαγούμια της δικής τους ψυχής. Καρτερόψυχες, λεβεντοκόρες, γυναίκες φτιαγμένες από πέτρα και χώμα κρατούν αιώνες τώρα, στα ροζιασμένα χέρια τους το άροτρο. Μ’ αυτό οργώνουν κάθε χάραμα την φτώχεια τους, μ’ αυτό φυτεύουν και τα όνειρα τους. Γυναίκεςπροικισμένες να ονειροπολούν να διαφεύγουν, αποσκιρτούν για λίγο από το πύρινο έδαφος της πραγματικότητας και επιστρέφουν, κουβαλώντας στα πικραμένα χείλη τους το πιο ολόγλυκο ψωμί του κόσμου!

Οι ηρωίδες του πλανήτη μας

Το έτος 1997, με πρωτοβουλία της παγκόσμιας οργάνωσης «Women’s World Sunmit Foundation» και σκοπό την αναγνώριση και την προβολή του έργου της αγρότισσας, καθιερώθηκε η 15η Οκτωβρίου ως παγκόσμια ημέρα για τη γυναίκα της υπαίθρου. Οι ετήσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης αυτής, μεταξύ άλλων, αποβλέπουν και στη βελτίωση της νομικής θέσης της αγρότισσας, διότι όπως είπε και σε ένα λόγο της η Elly Pradervand, συντονίστρια της Διεθνούς Εκστρατείας Ενημέρωσης και Ενίσχυσης της αγρότισσας: «οι αγρότισσες όλου του κόσμου είναι οι πραγματικές ηρωίδες του πλανήτη μας».

Kαινοτόμες αγρότισσες

«Οι γυναίκες είναι ικανές για εντυπωσιακά πράγματα και διασφαλίζουν την ένταξη της καινοτομίας στην αγροτική παραγωγή», διαπιστώνει η Lotta Folkesson επικεφαλής της γυναικείας επιτροπής της αγροτικής οργάνωσης Copa. Αγρότισσες από όλο το κόσμο, καινοτομούν και λανσάρουν διατροφικές μόδες με νέα προϊόντα. Οι γυναίκες αυτές διαγωνίζονται κάθε χρόνο, για την πρώτη θέση στα βραβεία καινοτομίας. Και μας αποδεικνύουν περίτρανα, πως έχουν τη δύναμη και την όρεξη να αντιμετωπίσουν κάθε νέα προκλήση που θα εμφανιστεί μπροστά τους.

agropost.gr


Αφιερωμένο στις Αγρότισσες γυναίκες  επί τη ευκαιρία του σημερινού
 εορτασμού της παγκόσμιας ημέρας της γυναίκας της υπαίθρου.

Εφυγε από την ζωή ο δήμαρχος Ζηρού Γεώργιος Ζυγούρης

Με αβάσταχτη θλίψη και οδύνη αποχαιρετούμε τον Δήμαρχό μας Γεώργιο Ζυγούρη ο οποίος σήμερα 15 Οκτωβρίου 2024 έχασε πρόωρα την μάχη για τη ζωή που έδινε το τελευταίο διάστημα .

Αποχαιρετούμε τον άνθρωπό μας που ακριβώς ένα χρόνο πριν εκλέχτηκε Δήμαρχος του τόπου μας.

Σύντομα θα δοθούν λεπτομέρειες για την εξόδιο ακολουθία.

Είχε εκλεγεί δήμαρχος ακριβώς πριν ένα χρόνο.

Τους τελευταίους μήνες έδινε μεγάλη  μάχη για τη ζωή του και τελικά δεν τα κατάφερε.

Τα ξημερώματα της Τρίτης, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν και σε ηλικία 60 χρονών άφησε την τελευταία του πνοή.

Είχε γεννηθεί στο Γοργόμυλο Πρεβέζης, του Δήμου Ζηρού. Ολοκλήρωσε το σχολείο στη Φιλιππιάδα και σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών.

Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Σώμα Μηχανικού και στην 733 Διεύθυνση Στρατιωτικών Έργων.

Απο το 1990 που επέστρεψε στη Φιλιππιάδα, διατηρούσε Τεχνικό Γραφείο Πολιτικού Μηχανικού με δραστηριότητες, όπως μελέτες, επιβλέψεις έργων Πολιτικού μηχανικού, εκδόσεις οικοδομικών αδειών, σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, εθνικό κτηματολόγιο κλπ.

Ήταν κάτοχος Μελετητικού πτυχίου και Πιστοποιημένος Εκλεκτής Επενδύσεων μέλος του Εθνικού Μητρώου Πιστοποιημένων Ελεγκτών ΥΠΑΝ.

Είχε εργαστεί ως Ειδικός Επιστημονικός Συνεργάτης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πρέβεζας, καθώς και ως Στέλεχος της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Κοινοτικής Πρωτοβουλίας URBAN II και ως Στέλεχος της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης (Διαχειριστικής Π.Ε.Π. Ηπείρου).

Ήταν υποψήφιος δήμαρχος το 2010, χωρίς να κερδίσει τις εκλογές και παρέμεινε στο Δημοτικό Συμβούλιο ως το 2014.

Στις εκλογές του 2023 εξελέγη δήμαρχος για πρώτη φορά, χωρίς να προλάβει ουσιαστικά να  υλοποιήσει κανένα από τα σχέδια του.