Την έβλεπα να δρασκελά σαν τα αγρίμι εκεί απάν στο βουνό, σε ρούγες, σε λαγκάδια, σε σπηλιές και σε τσογγάνια. Αυτή ήταν η Φρόσω, η Φροσάρα έτσι όπως τα μολογάει ο μπάρμπα Φώτος.
Έτσι είναι Γουλάκο, όπως τα ακούς! Ανέβαινε πάνω στην Κρούκια και σαλάγαγε το κοπάδι και ακουγόταν πέρα στα δέκα ρέματα που λέγαμε εμείς. Ο Μπάρμπα Φώτος βρήκε την ευκαιρία, καθώς και εγώ άλλο που δεν ήθελα, εκεί στο μπακαλιό του μπάρμπα Νάσιου.
“ Μπάρμπα Νάσιο φέρε μια γύρα τσίπρο για να στρώσει κουβέντα”, πολλοι χωριανοί δεν τον έκαναν για κουβεντα ήταν τόσο γραφικός ο μπάρμπας και ερχόταν σε εμένα γιατί μου άρεσε να τον ακούω.
“ Που λές Γιώργη μου θυμάμαι μια φορά η μάνα της πήγε να αρμέξει κάτι μαναράκια που είχε ο μαύρος ο Σιούλας, ο αδερφός του πατέρα της, που αρρώστησε.”
“Τι θα κάνουμε τώρα; λέει ηΣιούλαινα, “Θα καούν το πρόβατα!”
“Θα πάω εγώ!” λέει η μάνα.
“ Όχι μάνα, λέει η Φρόσω, άρμεξε τα δικά μας, θα πάω εγώ!”
Πάει η Φρόσω, να δεις για πότε τα άρμεξε. Πατέρα δεν γνώρισε, χάθηκε εκεί στήν Μικρά Ασία, ήταν με τους ευζώνους του ΄Πλαστήρα, έπεσε αλλά έσωσε κοσμάκη. Η Φρόσω ποτέ δεν το πίστεψε, τον έχει ακόμα αγνοούμενο! Αν και τόσο προκομμένη και γερή, προξενιά δεν ερχόταν. Λέγανε οι κακές γλώσσες ότι ήταν αρσενικοθήλυκη, γιατί κάποτε της ρίχτηκε αυτός ο ΄Παλιομήτρος ο Καταραχιάς και του έκανε τα μούτρα λές και τον αλώνισε σκαντζόχοιρος! Ε αυτός έβγαλε αυτή βρώμα, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια! Ο μπαρμπα Χρόνης την είδε να κυνηγάει με ένα δαυλί μια νύχτα μια αρκούδα δεν καταλάβαινε τίποτα, θηρίο!
Και ύστερα ήρθαν καιροί δύσκολοι, διαταγή από το γκουβέρνο, κηρύσσεται μερική επιστράτευση στις παραμεθόριες περιοχές! Μαζεύτηκαν πολλοί από τα χωριά μας, η Φρόσω καταπάνω να βοηθά παντού σαν πέντε άντρες, στις αποθήκες, στον εφοδιασμό, να μάθει για πρώτες βοήθειες... Περνώντας ο Κατσιμήτρος, Διοικητής της Ογδόης Μεραρχίας, απόρησε: “Καλά ωρέ τι δουλειά κάνει αυτή η γυναίκα; Λοιπόν όταν τελειώσουμε με τους μακαρονάδες θα την τιμήσουμε!”
Και ήρθε το χινόπουρο, δυό μέρες μετά του Αγίου Δημητριού, βαρέσαν οι κερατάδες! Άκουγες πέρα από το Καλπάκι τα κανόνια να βαράν, εκεί η Φρόσω, στον αγώνα! Δεύτερη Μποτσαρίνα, να πάει πολεμοφόδια, να δει τους τραυματίες, μεγάλο αγώνα να τους περιποιηθεί ακόμη και αιχμαλώτους! Εκεί στο ύψωμα της Κραμπάλας έγινε μεγάλο μακελειό! Δεν ξέρω πόσες μέρες ο Καλαμάς ήταν κόκκινος από το αίμα! Ένας παλίκαρος Κρητικός την έβαλε στο μάτι, αλλά και αυτηνής φουλτούραγε η καρδούλα της Φρόσως.
Τους φτάκαμαν μέχρι την Κλεισούρα, εκεί έγινε μεγάλη μάχη εκεί χάθηκε και ο αγαπημένος της Φρόσως και αυτή η έρμη το πήρε πολύ κατάκαρδα! Μας πήρε η άνοιξη και εκεί που τους πετσοκόψαμε μας είπαν να τα στρέξουμε και σταματήσαμαν τον πόλεμο. Ύστερα ήρθαν οι άλλοι και τα κάναν όλα ίσιωμα, κάψανε, ληστέψαν... ε ρε τι καταστροφή κάνανε στους Λιγκιάδες! Το Κομμένο και σε πολλά χωριά στο τόπο μας σκοτώσαν, λήστεψαν... Οι δολοφόνοι! Σηκωθήκαμαν και βγήκαμε στο βουνό για εκδίκηση! Με τα πολλά τσακίστηκαν και φύγανε, θυμάμαι ω ρε Γιώργο την νίλα που τους κάναμε στην Μενίνα... Α Ξέχασα την Φρόσω, ναι και αυτή στον αγώνα στο βουνό, αυτό το αγριοκάτσικο απο τα Πωγώνια! Και ήρθε το κάλεσμα απο τον ίδιο τον Κατσιμήτρο, να έρθει να τιμηθεί η Φρόσω και να την κάνει προϊσταμένη στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η Φρόσω αφού φχαρίστησε τον στρατηγό, δεν δέχτηκε! Ποιος θα ακούει τις πετροπέρδικες το πρωί, τον κούκο και το γλυκο το αηδόνι κοντά στο παραθύρι του οντά. Ποιος θα χαλεύει για τσαγιές εκεί στον Μορίζο και ποιος θα ακούει τα κυπροκούδουνα απ' τα τρανά κοπάδια;
Και έρχεται ο εμφύλιος, σκότωνε ο αδερφος τον αδελφό, ας όψονται οι κερατάδες οι Εγγλέζοι που μας βάλαν και μακαλευτήκαμε μεταξύ μας! Εκεί, αντάρτισσα και η Φρόσω βλέποντας να σκοτώνονται μεταξύ τους δυό αδέρφια ζουρλάθηκε, πήρε τα πλάγια δεν ξέρω τι απέγινε; Ήτανε τα πρώτα της ξαδέρφια! Άλλοι λένε ότι πήγε μέσα στην Αλβανία, άλλοι λένε έπεσε μέσα στη σπηλιά της λαγότρυπας, κανένας δεν ξέρει.
Αυτή ήταν η ιστορία Γάκο της Φρόσως, τώρα εσύ έχεις την πένα, έχεις και το χαρτί!
Μια μικρή αφιέρωση στις γυναίκες της Πίνδου, με κάποια φαντασία! Αθάνατες!
Γυναίκες Ηπειρώτισσες ξαφνιάσματα της φύσης,
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις...
Γιώργος Γιαννάκης



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου