Τώρα που ο Θεριστής μπήκε για τα καλά ο νους μου ταξιδεύει νοερά εκεί στο χωριό μου στην αετοφωλιά της Πίνδου, εκεί κοτρώνα πάνω στην κοτρώνα. Τι και αν είναι άγονο, τι και αν δεν έχει παραλίες, έχει όμως της δικές του χάρες.
Τι να πρωτοθυμηθώ παιδάκια τότε δεν αφήναμε τα δυό αντάμα κερασιές, κουμπλιές, σταφύλια. Το χωριό μας είχε πολλά παρατημένα σπίτια, πολλοί φύγαν για τη Ρουμανία άλλοι για την Αμερική, δεν γυρίσανε ποτέ και είχαν πολλά καρποφόρα δένδρα εκεί στα χαλάσματα σκαρφαλωμένα στα τοιχάρια. Αρπάζαμε ότι βρίσκαμε αλλά και ο αγροφύλακας πιστός στο καθήκον μας φουλτάκιαζε στα ποδαράκια μας με μια τσουκνίδα. Δεν αφήναμε φωλιά για φωλιά από τα πουλιά, θυμάμαι ανέβηκα σε ένα δέντρο να πάρω κάτι αυγά από μια φωλιά και καθώς άπλωσα το χέρι μου μέσα στην φωλιά χωρίς να βλέπω έπιασα κάτι κρύο κατάλαβα ήρθε άλλος επισκέπτης, αμολιέμαι απο τον φόβο μου έπεσα πάνω σε μιά κοτρώνα, να ένα παράσημο στο κεφάλι το έχω ακόμα το σημάδι.
Δεν βαριέσαι που για πισίνες είχαμε τις λούτσες τι και αν το νερό ήταν κρύο εμείς ξεμπλέτσωτα το απολαμβάναμε Άμα κανένας μας κυνήγαγε του κόβαμε το νερό από το αυλάκι, θυμάμαι το καρτέρι με τις σφεντόνες κάτω από τις σκαμιές περιμένοντας τους συκοφάηδες. Κάμποσα παιδιά πηγαίναμε και για τσάι εκεί στον Μοριζό και σε γκρεμούρες και τσουγκάνια, απορώ πως δεν έπλεινε ο διάολος το κωλοπανό του καμιά μέρα και να βρεθούμε στον πάτο στο βουνό ένας θεός ξέρει και συνήθως στα προσήλια εκεί είναι το καλύτερο.
Και θα έρθω στην απόλαυση στην ζωή πάνω στο βουνό, αισθάνεσαι ότι ακουμπάς τον ουρανό με αυτήν την θέα να αγναντεύεις κάτω τα Γιάννενα, την λίμνη που μοιάζει σαν τηγάνι με τα φώτα της μέχρι απέναντι στη Σάβα, τα αυτοκίνητα που έρχονται από το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης αφού τελείωσε η παράσταση και μοιάζουν σαν σκοτωμένο φίδι εκεί στις στροφές του Αι Νικόλα. Πάνω την Γκαμήλα, τα Ζαγόρια εκεί που τα βουνά της Τύμφης σχηματίζουν ένα σκαφίδι και από εδώ τα Κατσανοχώρια, τον Άραχθο να κλωθογυρνάει στο Τσίμποβο. Όποιος δεν ξύπνησε στο σκάρο δεν ξέρει απο τσελιγκάτο, θυμάμαι με μια καπούλα γιατί έκανε κρύο τα σκαρίζαμε αφού είχα απολαύσει τον ύπνο μες την γαλήνη. Με λόγια δεν περιγράφονται πρέπει να το ζήσεις να το καταλάβεις.
Το βουνό ήταν χωρισμένο, αλλού τα Παππαπετρέικα, αλλού τα Γραβέικα, αλλού τα Γιαννακέικα. Πάντως όταν θέλαμε πολύ ίσκιο πηγαίναμε στην σπηλιά του γύφτου, δεν ξέρω γιατί λεγόταν έτσι, αλλά ακούγεται από τους παλιούς λέει και ας μας συμπαθήσει αυτή η ράτσα ξέρουν με τι ταπεινοφροσύνη μιλάω για αυτούς. Πήγε λοιπόν ο έρμος ο γύφτος στον κουμπάρο του του Αγίου Αθανασίου που γιόρταζε. Γενάρης μήνας ψοφόκρυο λέει ο γύφτος στα γυφτάκια πάμε μέσα στην σπηλιά γιατί ο κουμπάρος πάει στα χειμαδιά μπέστε παιδιά από επάνω να πεθάνω εγώ και να ζήσετε εσείς.
Θυμάμαι μια μέρα αφού τα βάλαμε στο στάλο ήθελα εγώ ο
χαμένος να κάνω επίσκεψη σε μια καλύβα. Η Θοδωρέσια είχε φέρει φαΐ στον άντρα
της, εγώ ο μαύρος άκουσα κάτι αναστεναγμούς, ανοίγω τι λιάσα τι να δώ, τον Θόδωρο
και την Θοδωρέσια τυλιγμένους σαν φίδια. Τρέχω αρέντα στον πατέρα και του λέω
έτσι και έτσι ο Θόδωρος με την Θοδωρέσια. Ά ρε χαμένε καμιά μπουρτσιά έχει πατήσει ο Θόδωρας και πήγε να την βγάλει η Θοδωρέσια και πόναγε και την
αγκάλιαζε και σφιγγόταν απ τον πόνο. Αμ δέ μετά από εννέα μήνες βγήκε το παιδί, την μπουρτσιά την έφαγε η Θοδωρέσια όχι ο Θόδωρος. Θα δανειστώ στίχους απο τον
Θεσσαλικό κύκλο του γείτονα Κώστα Βίρβου που πάει γάντι με τον Θόδωρο και την Θοδωρέσια
παιδιά μου στα χαλάσματα
βγαίνουν δύο φαντάσματα
τα είδα πάλι εψές το βράδυ
με γέλια και αναστενάγματα
τα είδα που αγκαλιάζουνταν
σαν φίδια κουλουργιάζουνταν
και αν κουψοκώλιασα ο έρμος
ντίπ κατά ντίπ δεν νιάζουνταν
μπουρτσιά= αγκάθι
τσουγγάνια = απότομα βράχια
αρέντα =τρεχάλα
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου