Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η
έκφραση αυτή προέρχεται από την Αγία
Γραφή (αν θυμάμαι καλά) και τη χρησιμοποίησε
ο Απόστολος Παύλος. Λέγεται για ανθρώπους
φλύαρους που ο λόγος τους δεν έχει ουσία,
αλλά απλά κάνουν θόρυβο και μάλιστα
ενοχλητικό. Αυτούς δηλαδή που δημιουργούν
χλαπαταγή, άμα ανοίξουν το στόμα τους.
Λειτουργούν φυσικά σαν τα κενά δοχεία
που βροντούν περισσότερο από τα γεμάτα.
Και είναι αλήθεια πως για να γεμίσεις
με χρήσιμο περιεχόμενο τα δοχεία
χρειάζεται δουλειά, πολύ δουλειά, καταπώς
θα έλεγαν εκεί στο Τζουμέρκο. «Θέλει
δουλειά, πολύ δουλειά για να υφάν’ς και
να φκιάξεις σκουτιά». Έτσι για να πεις
κάτι της προκοπής θέλει γνώση, σκέψη,
περίσκεψη, αυτογνωσία και ετερογνωσία,
ευγένεια ψυχής, ήθος και αξιοπρέπεια.
Και επειδή όλα αυτά είναι εν γένει
δυσκολοκατόρθωτα αρχίζουμε και ρίχνουμε
συνεχώς ρουμποστίνες και φιστούρες για
να καλύψουμε τα ακάλυπτα.
Προαιώνιο
το ερώτημα. Πού τελειώνει το πρόσωπο
και από πού αρχίζει το προσωπείο κάθε
ανθρώπου; Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος
ζει με δυο διαστάσεις, -όπως θα έλεγε
και ο Παπανούτσος- την «εσωτερική» και
την «εξωτερική». Από τη μια θέλει για
τον «εαυτό» του και από τον «εαυτό» του
και από την άλλη θέλει μαζί με τους
«άλλους» και για τους «άλλους».
Είναι
αυτό που τέλεια διέγνωσε ποιητικά ο
Καβάφης. «Mε λόγια, με φυσιογνωμία, και
με τρόπους/ μια εξαίρετη θα κάνω πανοπλία̇
/και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς
ανθρώπους /χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία./
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα
ξέρει/ κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν/
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου
μέρη,/ κάτω από τα ψεύδη που θα με
σκεπάζουν».
Τα ακάλυπτα που ενίοτε
γίνεται προσπάθεια να «καλυφθούν» δια
εξουσιαστικού λόγου. Μόνο που ο
εξουσιαστικός λόγος εδώ μεταβάλλεται
σε αφοριστικό. Δικαίωμα να λέει ο καθένας
ό,τι θέλει και όπως θέλει. Δικαίωμά μου
όμως να κρίνω. Και είμαι απόλυτα φειδωλός
στα επίθετα. Έχει την αιτία της αυτή η
τακτική. Ένας μεγάλος ποιητής είχε πει
κάποτε. Η ελληνική γλώσσα είναι η καλύτερη
και η πλέον ακίνδυνη, αν εξαιρέσει κανείς
τα επίθετα. Ασφαλώς και δεν νιώθω ευγενής
ή αγενής. Είμαι αυτός που είμαι και
τίποτε παραπάνω. Μόνο που ο εξουσιαστικός
λόγος εδώ μεταβάλλεται σε αφοριστικό.
Έτσι παίρνοντας τη χατζάρα λειτουργούμε
με τον κανόνα «όλα τα σφάζω κι όλα τα
μαχαιρώνω» και γκάπα γκούπα στο κούτσουρο
του αφορισμού εξισώνουμε και μηδενίζουμε
αξίες, ιστορία, ιδεολογία, συνέπεια με
την πολιτική πρακτική που παλιά ονομάστηκε
παλάτζα και σήμερα κωλοτούμπα. Και
ερμήνευσε "κατά το δοκούν". Παλιά
ευγενείς. Τώρα αγενείς. Άιντε να βγάλεις
συμπέρασμα.
Και για να λέμε και αλήθειες
ευγενής είναι ο άνθρωπος που έχει
ιδιότητες που τον διαφοροποιούν από
τους άλλους, ιδίως τον κάνουν ανώτερο,
ενώ ο αγενής είναι αυτός που η συμπεριφορά
του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών
τρόπων. Σαφώς και η ευγένεια δε σημαίνει
συμφωνία και ραγιαδισμό. Τον ορισμό της
ευγένειας νομίζω τον έδωσε ποιητικά με
τον καλύτερο τρόπο ο Μιχάλης
Κατσαρός
«Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που
χτίζει ένα μικρό σπιτάκι/και λέει καλά
είμ’ εδώ.(…)Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που
χαιρετά απ’ την εξέδρα/ώρες ατέλειωτες
τις παρελάσεις.(…)
αντισταθείτε σε
μένα ακόμα που ιστορώ».
Συνεπώς «λαλει
α δει και ότε δει και υπέρ ων δει…
»
Είναι καθαρά η γλώσσα και η
συνείδηση. «Αν θες να υπάρξεις, να σε
ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε,
μέσα εδώ θα κινηθείς σ’ αυτόν τον κύκλο,
αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες».
Τ. Σινόπουλος, Νυχτολόγιο, Κάλβος 1978.
Όχι. Προτιμώ να είμαι αγενής παρά δούλος…
Εγώ θα μιλώ και θα συμπεριφέρομαι όπως
νιώθω. (Με σεβασμό στην προσωπικότητα
του καθενός). Αν ήταν επιβλητέα η
συμπεριφορά καθενός τότε θα είχαμε
καταντήσει απαξάπαντες «μισητό σκήνωμα,
θανάτου/άθυρμα, συντριμμένο βάζον,/ εγώ,
κύμβαλον αλαλάζον». (Κώστας Καρυωτάκης)
Δεν
σφάξανε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου