Γράφει
ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Όσοι επικαλούνται τον Άγιο Φανούριον οφείλουν να λέγουν: Θεός σχωρέσ' τη μητέρα του Αγίου Φανουρίου. Θεός σχωρέσ' την». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα “Γουτού Γουπατού”
«Τέτοιο
σιούστραβο που είσαι εσύ μωρέ οχτακόσιες
φανουρόπιτες κι αν κάν’ς, δεν θα σ’
φανερωθεί σερκό».
Η
αποκάλυψη του γαμπρού γινόταν ενίοτε
στον ύπνο ή και με άλλους τρόπους στον
ξύπνο, και αρκετές φορές δια της
φανουρόπιτας. Γι’ αυτό οι γυναίκες στις
27 Αυγούστου έφτιαχναν η καθεμιά και από
μια φανουρόπιτα, για πολλούς και ποικίλους
λόγους. Οι ανύπαντρες, για να της φανερώσει
τον καλό της. Ήταν το πιο δυνατό μέσον
πρόβλεψης. Μετά το μάδημα της μαργαρίτας,
ακολουθούσε η φανουρόπιτα.
Εμείς
με συγκίνηση προφέραμε το όνομα του
Αγίου Φανουρίου καθόσον τρώγαμε τη
φανουρόπιτα και μπλετσκώναμε. Μέγιστη
η ευγνωμοσύνη μας και την αποδίδαμε…
Κάποτε
ρώτησα μια ατόφια Τζουμερκιώτισσα γιατί
φτιάχνουν φανουρόπιτες κι αυτή με την
Τζουμερκιώτικη λαλιά μου είπε. «Άκου
να σ’ πω. Η μάνα τ’ ήταν μεγάλο ζιαβζέκ’.
Δεν όρ’σε να κάν’ ποτέ τ’ς καλό. Ούτε
τη θέρμη τ’ς τον Αύγουστο δεν έδινε.
Μια βολά έγινε το θάμα κι την χτύπ’σε
ταμπλάς μεγάλος, τ’ς ήρθε αλατζούτζουρας
κι έδωσε για σ’χώρεσ’ ένα κρυμ’δό’φλο
σ’ έναν διακονιάρ’. Μόνο κακίες και
αφύσ’κα πράματα έκανε. Τ’ς ήρθε από
χακ’ ο Μέγας Πέτρος. Σαν πέθανε-ξεβρώμ’σε
ο τόπος- την έστειλε κατευθείαν στην
Κόλασ’ να βραζ’ στα καζάνια σαν καμιά
παλιοπράτ’να. Κι όταν πήγε ο Φανούρ’ς
εκεί και ρώτ’σε τον Αρχάγγελο γιατί η
μάνα τ’ βράζ’ εκεί πήρε την απάντηση.
Πού να τ’ν έβαζα. Αυτή δεν έκανε κανένα
καλό. Γ’ναίκα συμφορά ήταν. Παρακάλεσε
να ρίξουν το κρομ’δόφ’λο μέσα, κι αν
την βαστάξ’ να τ’ν σηκώσουν επάνω, να
σωθεί. Αυτό κι έγινε. Έριξαν το κρομ’δόφ’λο
και πω, πω τι θάμα! Ανέβ’κε στο χείλ’
απ’ το καζάν’ πιασμένη απ’ το κρομ’δόφ’λο
η μάνα τ’ μαζί με άλλες τρεις γ’ναίκες.
Η μάνα τ’ τότε τους έδωσε μια σπρωξιά
και τ’ς καταβύθ’σε στο καζάν’. Αχάριστ’
πιδάκι μ’ ντιπ κατά ντιπ. Σουργούν’
τόκανε το πιδί. Κι ο Φανούρης τότε ζήτ’σε
μια χάρη. Να μην πααίνουν σ’ αυτόν
τίποτις, αλλά για να σ’χωρέσ’ ο Θεός
τ’ μάνα τ’. Από τότις φτιάχνουν τ’ς
φανουρόπ’τες».
Για
τούτον ή για τον άλλο λόγο εμείς περιμέναμε
να τελειώσ’ η Λειτουργία και να χιμήξουμε
πάνω από τις πίτες κι αρπάζαμε όσα
παραπάνω κομμάτια μπορούσαμε. Τα αρπάζαμε
και ούτε που διαβλέπαμε την αγωνία των
κοριτσιών (έψαχναν τον άντρα). Κάποια
έψαχνε να βρει και να της φανερωθεί, αν
ο άντρας της που ήταν στην ξενιτιά «είχε
βρει καμιά σιακαφλώρα και τ’ν κορόιδευε
ο παλιοσιατάν’ς», κάποια άλλ’ ζητούσε
απάντηση -πεθερά παλιοσκυλσμέν’- αν η
νύφη τ’ς είχε κανέναν μουστερή κι έβγαζε
τα τζίφλια της, ενώ το γιόκας της τον
έφαγε η ξενιτιά, κι αν τραβομαδιέται με
τον κουμπάρο της. Υπήρξε και πεθερά που
«ευλόγησε» φανουρόπιτα, για να της
φανερωθεί, «αν και πότε ο γιόκας της θα
ξεγκαβωθεί και θα αποδιώξ’ τ’ν νύφ’
τ’ς». Δεν ήταν της τάξης της. Για πολλούς
λόγους «ευλογούνταν» η φανουρόπιτα.
Αναρίθμητοι. Ήταν εποχή που κάποιος
έπασχε από «κρυψαρχία», έτσι είπε η μάνα
του. «Το ένα το λιόκι δεν έχει βγει. Είναι
κρυμμένο». Βουρ, λοιπόν, τη φανουρόπιτα
«μπας και φανερωθούν τα λιόκια τ’ και
τον παντρέψουμε». Δεν τον έσωζε αυτόν
τίποτε ούτε τάμα ούτε ξετάμα. Ήταν
μουλαΐνκο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου