Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Φλεβάρη. Ο
Τζορτζ ο Κλούνεϊ απολάμβανε τον εσπρέσο του στο λόμπι ενός πολυτελούς
ξενοδοχείου. Το μόνο που σκίαζε το γοητευτικό του βλέμμα ήταν η ιδέα των
μαρμάρων του Παρθενώνα που κρατούνταν φυλακισμένα στο Βρετανικό Μουσείο. Λίγο
και η πιθανότητα να ξαναπροσπαθήσει να κάνει διεθνή καριέρα ο Στράτος ο
Τζώρτζογλου αλλά, κυρίως, τα φυλακισμένα μάρμαρα.
Ένας υπάλληλος του
ξενοδοχείου τον πλησίασε κρατώντας έναν φάκελο. Έναν φάκελο γαλανόλευκο
που πάνω του είχε τα αρχικά Π.Π. «Ποιανού το πιπί να είναι άραγε αυτό?»
αναρωτήθηκε. Άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει. Μετά από λίγα
δευτερόλεπτα τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Αυτή δεν ήταν μια οποιαδήποτε
επιστολή από ένα οποιοδήποτε πιπί. Ήταν ένα ευχαριστήριο γράμμα από τον ίδιο τον
Πάνο τον Παναγιωτόπουλο. Από τον άνθρωπο που λόγω της θέσης, αλλά και του
φυσικού μεγαλείου του, είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο ως η απόλυτη προσωποποίηση
του Ελληνικού Πολιτισμού.
Τα μάτια του Τζορτζ βούρκωσαν. Ένα
δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπο του και έπεσε πάνω στην επιστολή κάνοντας έναν λεκέ σε
σχήμα καλαμιού. «Επιτέλους η δικαίωση» σκέφτηκε. Όλα πια έμοιαζαν ασήμαντα. Οι
καφέδες, οι ταινίες, τα βραβεία, τα χρήματα, η δόξα, οι γυναίκες, οι άντρες. Όλα
απέκτησαν την πραγματική τους διάσταση. Έγιναν μικρά. Πολύ μικρά. Όπως είναι
προορισμένο να γίνει κάθε τι που η μοίρα του θα το φέρει να συγκριθεί με μια
επιστολή από τον ίδιο τον Πάνο τον Παναγιωτόπουλο.
Ξαφνικά τα δάκρυα
έγιναν αναφιλητά. Η επιστολή δεν ήταν ένα απλό «ευχαριστώ» του Πιπί για
τη στήριξη στην υπόθεση των μαρμάρων. Ήταν ταυτόχρονα και μια πρόσκληση να
επισκεφθεί την Ελλάδα και «το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, απέναντι από τον ιερό
βράχο, όπου περιμένουν κενές οι θέσεις για τα ξενιτεμένα (χωρίς τη θέλησή τους.)
Γλυπτά του Παρθενώνα».
Ήταν αυτό το «χωρίς τη θέληση
τους...» που έκανε τον Τζόρτζ να σπάσει. Έκλεισε τα μάτια και
φαντάστηκε τα μάρμαρα να ουρλιάζουν την ώρα που με τη βία έμπαιναν στα κιβώτια.
Η ψυχή του σφίχτηκε. Η επιστολή είχε τόσο μουσκέψει από τα δάκρυα που πια δεν
διαβάζονταν. Ο Έλληνας υπουργός είχε καταφέρει να τον λυγίσει. Ήξερε πως η ψυχή
του δεν θα ησύχαζε αν τα μάρμαρα δεν επέστρεφαν στην Ελλάδα. Αν δεν επέστρεφαν
στην αγκαλιά του Πιπί.
Ο
Τζορτζ ο Κλούνεϊ με εμφανή την ταραχή και τη συγκίνηση που του προκάλεσε η
επιστολή του Πάνου του Παναγιωτόπουλου
Η παραπάνω περιγραφή είναι,
κατά πάσα πιθανότητα, ο τρόπος με τον οποίον έγινε δεκτή από τον Τζορτζ τον
Κλούνεϊ η επιστολή που του έστειλε ο Πάνος ο Παναγιωτόπουλος. Κάποιοι πονηροί
ίσως πουν πως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Πάνος ο Παναγιωτόπουλος φαντάζεται
πως έγινε δεκτή η επιστολή του.
Επιτρέψτε μου να απευθυνθώ στους
τελευταίους και να πω: Βλακείες. Όλοι καταλαβαίνουμε πως η παραπάνω
περιγραφή δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή. Τουλάχιστον στο σημείο των δακρύων.
Είναι πραγματικά ελάχιστες οι πιθανότητες να υπάρχει άνθρωπος πάνω στον πλανήτη
που να μην κλάψει (από τα γέλια, αλλά κι αυτό κλάμα είναι) στην ανάγνωση της
φράσης «τα ξενιτεμένα (χωρίς τη θέληση τους...) Γλυπτά του Παρθενώνα». Μια φράση
που μόνο ο Πιπί θα μπορούσε να γράψει, πιθανότατα επειδή δεν ξέρει να ξεχωρίζει
ένα κομμάτι μάρμαρο από έναν άνθρωπο. Μια αδυναμία που πολλές φορές τον έχει
οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέροντες διαλόγους με αγάλματα, σκάλες, κολώνες και
πατώματα, διάλογοι που θα δημοσιοποιηθούν όταν επιτέλους εκδώσει το βιβλίο του
«Πιπί και Ελλάδας Διάλογοι», μια έκδοση που μάλλον θα καθυστερήσει καθώς θέλει
πρώτα να ολοκληρώσει το άλλο του όνειρο: Να κάνει ταινία τη συνέντευξη με τον
Βασίλη τον Λεβέντη έχοντας ως πρότυπο το Frost/Nixon.
Ο
τίτλος της ταινίας θα είναι Pipi/Leventis
Όσοι φθονούν το μεγαλείο του Έλληνα
υπουργού με περισσή ευκολία μπορεί να ισχυριστούν πως αν είσαι ένας από
τους μεγαλύτερους σταρ του Χόλι του Γουντ, αν θεωρείσαι ένας από τους πιο
γοητευτικούς - μετά τον Αποστόλη τον Τότσικα - ηθοποιούς του πλανήτη και αν την
ίδια στιγμή αναγνωρίζεσαι και ως δημιουργός δεν έχεις ανάγκη τίποτε
άλλο.
Αν κάποιος συμφωνήσει με την παραπάνω άποψη θα είναι
επειδή δεν έχει σκεφτεί πως ακόμα και οι πιο επιτυχημένοι κάτοικοι αυτού του
πλανήτη, οι πιο χορτασμένοι από δόξα και χρήμα, έχουν την ανάγκη της
επιβράβευσης από κάποιον που είναι πιο πάνω από αυτούς. Από κάποιον που έχει
ξεπεράσει τα ανθρώπινα και κινείται σε τροχιές που είναι ρεζερβέ για τους
Θεούς.
Την ίδια ακριβώς ανάγκη έχει και ο Τζορτζ ο Κλούνεϊ,
με μόνη διαφορά πως αυτός είναι ένας από τους λίγους που μπορεί να περηφανευτεί
πως την ικανοποίησε. Κι αυτό χάρη σ' αυτήν την επιστολή με την υπογραφή Πιπί.
Χάρη στον άνθρωπο που δεν αποκλείεται να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της
Μελίνας της Μερκούρη και να φέρει πίσω τα μάρμαρα τα οποία - δικαιωματικά - από
«Ελγίνεια» θα ονομαστούν «Παναγιωτοπούλεια» προκειμένου η ονομασία να είναι
αντίστοιχη της αξίας τους και μπράβο τους.
Ο
Πάνος ο Παναγιωτόπουλος με το βλέμμα στραμένο εκεί που στρέφουν το βλέμμα τους
όλοι οι σπουδαίοι: Στο πουθενά
Μάνος Βουλαρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου