Με αφορμή την δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το
μέλος της Χ.Α. Γιώργο Ρουπακιά το βράδυ της περασμένης Τρίτης στην Αμφιάλη, έχει
επανέλθει στο προσκήνιο αν η Χ.Α. πρέπει ή όχι να τεθεί εκτός νόμου κι αν
υπάρχει το κατάλληλο νομοθετικό και κατ' επέκταση συνταγματικό πλαίσιο προς
τούτο.
Οποιαδήποτε ανάλυση επ' αυτού του θέματος
κινδυνεύει από τρεις απειλές: α) Η εγγύτητα του αποτρόπαιου γεγονότος και η
φόρτιση που αυτή προκαλεί δυσκολεύει τη νηφαλιότητα που απαιτείται στη διατύπωση
επιχειρημάτων, β) η ανάλυση ενός συνταγματικού εν τέλει θέματος κινδυνεύει να
υποταχθεί στην πολιτική σκοπιμότητα ή συγκυρία, μιας και το συνταγματικό δίκαιο
είναι κατ' εξοχήν το πολιτικότερο όλων δίκαιο και γ) υπάρχει και ο κίνδυνος το
θέμα να προσεγγιστεί με μια εντελώς «νομικίστικη» σκοπιά, η οποία δεν θα
συμπεριλάβει το πολιτικό αποτύπωμα της παρούσας συγκυρίας.
Προσπαθώντας να υπερνικήσουμε τις παραπάνω απειλές, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο επίμαχο ερώτημα, αν δηλαδή η Χ.Α. με το παρών νομικό οπλοστάσιο μπορεί να τεθεί εκτός νόμου και επιπλέον αν όχι, τι μπορεί να γίνει από δω και πέρα, γιατί δυστυχώς η Χ.Α. δεν είναι ένα κακό όνειρο, που μ' ένα σαμαρικό ή τσιπρικό «φου» θα αποτελεί παρελθόν, αλλά κινδυνεύει να προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά, συνιστώντας νοοτροπία και στάση ζωής.
Επιστρέφοντας λοιπόν στην νομική προσέγγιση, ως αφετηρία λαμβάνουμε το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α' του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Με βάση την παρούσα συνταγματική διάταξη, προερμηνευτικά, οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
Α) Το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α' εντάσσεται στο Τρίτο μέρος του Συνταγματικού χάρτη και ειδικότερα στο Τμήμα Α' που τιτλοφορείται ως «Σύνταξη της Πολιτείας». Αυτό σημαίνει ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος και sine qua non αναπόσπαστο μέρος του. Συνάγεται επομένως ότι τα κόμματα διασυνδέονται άμεσα με τη δημοκρατία, δεν μπορούν να την ανταγωνίζονται, αλλά οφείλουν να υπακούν στους κανόνες που η ίδια θέτει, μιας και μετέχουν της σύνταξης της πολιτείας.
Β) Σε αντίθεση με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που αφορά την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, που αναφέρει ρητά το «όπως νόμος ορίζει», η παρ. 1 δεν αναφέρει κάτι παρόμοιο. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει αφήσει την παραμικρή ευχέρεια στο νομοθέτη, που ελλείψει μιας «συνταγματικής εξουσιοδότησης», δεν μπορεί να θεσπίσει κάτι για το οποίο δεν προβλέπεται. Η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου δεν θα συνέβαινε επί παράβασης μια ρητής συνταγματικής απαγόρευσης, αλλά μέσω της υπέρβασης εξουσίας του νομοθέτη, ο οποίος θα δρούσε εκτός της συνταγματικής του αρμοδιότητας. Η βούληση του συντακτικού νομοθέτη το 1975 ήταν η μη συμπερίληψη αυτής της φράσης, για να μην δοθεί η ευχέρεια στο νομοθέτη να κρίνει αν ένα κόμμα είναι σύμφωνο με το σύνταγμα ή όχι, μιας και κάτι τέτοιο θα ξύπναγε τις μετεμφυλιακές μνήμες απαγόρευσης του ΚΚΕ με τον α.ν. 509/1947. Η απάλειψη του «όπως νόμος ορίζει» είχε ως σκοπό τη διαφύλαξη λειτουργίας του για χρόνια αποκλεισμένου ΚΚΕ και γενικά κάθε αριστερής οργάνωσης και όχι τόσο την προστασία ακροδεξιών-φασιστικών-βασιλικών οργανώσεων. Μολονότι αυτές οδήγησαν στη δικτατορία, υπoνόμευσαν διαρκώς προ '67 τη δημοκρατία, ο συντακτικός νομοθέτης δεν τις απαγόρεψε, προσπαθώντας να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές του μετεμφυλιακού κράτους. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η έλλειψη ενός αντίστοιχου «όπως νόμος ορίζει» θα δημιουργήσει συνταγματικά κωλύμματα στη θέσπιση ενός νόμου που θα θέτει εκτός ή θα περιορίζει τη δράση της Χ.Α. στο μέλλον.
Αφού παραθέσαμε συνοπτικά τα προερμηνευτικά εργαλεία σχετικά με το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α' του Σ, ας εστιάσουμε τώρα στο γράμμα της συνταγματικής διάταξης, επιλέγοντας τις λέξεις εκείνες που θα δομήσουν το συνταγματικό επιχείρημα:
«Οργάνωση και δράση»: Πως μπορούμε να δούμε την οργάνωση ενός κόμματος και πάνω απ' όλα, που μπορούμε να τη δούμε αποτυπωμένη δημόσια; Η οργάνωση ενός κόμματος αποτυπώνεται στο καταστατικό του, το οποίο προεκλογικά κατατίθεται στο αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου. Κατ' εμέ το καταστατικό ενός κόμματος χωρίζεται σε δύο μέρη ενδεικτικά: το «διακηρυκτικό», το οποίο περιλαμβάνει την ιδεολογία και την στοχοθεσία του και το καθαρά «οργανωτικό», το οποίο αφορά τις δομές του και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να επέμβει καθόλου στο τρόπο εσωτερικής διάρθρωσης των κομμάτων. Αλλά το ερώτημα που ανακύπτει είναι: «αρκεί να δηλώσω να είμαι δημοκράτης, χωρίς ωστόσο να έχω δημοκρατικές δομές; Υπηρετώ τη δημοκρατία, αν οι δομές μου είναι συγκεντρωτικές και αυταρχικές»; Όσον αφορά τη δράση, είναι η έξωθεν δράση ενός κόμματος, αν δηλαδή οι πρωτοβουλίες του σε επίπεδο Κοινοβουλίου, κοινωνίας και κοινής γνώμης «εξυπηρετεί» την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναρωτιέται κανείς: Κηρύγματα μίσους, διοργάνωση συσσιτίων μόνο για Έλληνες, τραμπουκισμοί, λεκτική βία, ανατροπή πάγκων και μόλις πριν από δύο ημέρες δολοφονία, εξυπηρετούν άραγε την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος; Η δράση ενός κόμματος δεν αποτυπώνει την κουλτούρα του, το εάν συμμορφώνεται ή όχι με το καταστατικό του, αν στη τελική εξυπηρετεί ή όχι τη Δημοκρατία;
«Οφείλει»: Ίσως και να θεωρείται
η λέξη-κλειδί της συνταγματικής διάταξης. Ο συντακτικός νομοθέτης δεν προέβλεψε
τυχαία αυτό το ρήμα. Αποπνέει δεσμευτικότητα, υποχρεωτικότητα και όχι διακριτική
ευχέρεια στο οποιοδήποτε κόμμα να παίζει όπως θέλει με τους κανόνες του
δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ψήφος δεν μπορεί να μειώσει τη δεσμευτικότητα, ούτε
να οδηγήσει στην αλά κάρτ τήρηση των όρων του παιχνιδιού. Η δεσμευτικότητα δεν
εξαρτάται από την λαϊκή αποδοχή, είναι ο θεμελιώδης κανόνας εκείνος που πρέπει
να τηρήσει κάποιος για να συμμετάσχει στην κορυφαία δημοκρατική λειτουργία που
είναι οι εκλογές. Σε περίπτωση που ένα πολιτικό κόμμα δεν ασπάζεται το ρήμα
«οφείλει», τότε πρέπει και να μένει έξω από τη διεξαγωγή των εκλογών.
«Εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του
δημοκρατικού πολιτεύματος». Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, εφόσον αντί
για το ρήμα «εξυπηρετεί», υπήρχε το ρήμα «διασφαλίζει». Σ' αυτή την περίπτωση ο
συντακτικός νομοθέτης του 1975 προτίμησε μια δημοκρατία ανοιχτή και όχι
μαχόμενη, που απειλείται από έναν ορατό εχθρό, τον οποίο εκείνη την περίοδο
πίστευε ότι είχε θέσει μια και καλή στο περιθώριο της ιστορίας. Το ρήμα
«εξυπηρετεί» δεν εκπέμπει την ίδια δεσμευτικότητα με το «οφείλει». Αντίθετα
παρέχει στο πολιτικό κόμμα το ρόλο του μέσου και όχι του σκοπού. Με άλλα λόγια:
Ακόμα κι αν διαπράττω αντιδημοκρατικές ενέργειες, από τη στιγμή που εν τοις
πράγμασι η Δημοκρατία δεν εμποδίζεται με τη δράση μου, μου επιτρέπεται η ύπαρξη
μου, ακόμα κι όταν δημιουργώ ζώνες ανομίας και άρνησης των συνταγματικών θεσμών.
Επομένως η Χ.Α. εξασφαλίζει ανοχή από τον συντακτικό νομοθέτη, υπό τον όρο
βέβαια ότι η πρακτική της δεν προσλαμβάνει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Καταληκτικά: Η θέσπιση ενός νόμου που να απαγορεύει ένα πολιτικό κόμμα, δεν μπορεί να θεσπιστεί υπό το παρόν συνταγματικό πλαίσιο. Αντί να αναλωνόμαστε στην εύρεση του σωστού νόμου, ας κρατήσουμε τις θεσμικές μας δυνάμεις για την συνταγματική αναθεώρηση, που πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα. Η Χ.Α. δεν παραβιάζει το νόμο, παραβιάζει το σύνταγμα, μη σεβόμενη τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος που είναι η αξία του ανθρώπου και αναγνωρίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του συνταγματικού χάρτη. Ωστόσο η παραβίαση του συντάγματος δεν μπορεί να ελεγχθεί απευθείας μέσω συνταγματικής προσφυγής σ' ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, γιατί απλούστατα ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος και παρεμπίπτων, δηλαδή μπορεί να ασκηθεί από κάθε δικαστήριο, αλλά επ' ευκαιρίας παραβίασης ενός νόμου και όχι απευθείας του Συντάγματος. Επομένως ας κρατήσουμε την ορμή μας για την επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Έως τότε χρησιμοποίηση του ποινικού νόμου και κατ' επέκταση της άρσης βουλευτικής ασυλίας για κάθε μεμονωμένο στέλεχος ή βουλευτή της Χ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου