Ο Πάπας Γρηγόριος ο Α' (590-604 μ.Χ.) ήταν ένας άνθρωπος στο όριο μεταξύ δύο εποχών, των Αρχαίων Χρόνων και του Μεσαίωνα. Γόνος οικογένειας ευγενών και γιος Ρωμαίου συγκλητικού, στα δεκατέσσερα χρόνια μέχρι την κοίμησή του αγωνίστηκε για την πνευματική εξύψωση κληρικών και λαϊκών και την ίδια περίοδο προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη Σιμωνία. Στον Γρηγόριο, και στην εργασία του Magna Moralia, χρωστάμε την υπόδειξη των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, μεταξύ των οποίων και η οκνηρία, που συνδέεται με τον δαίμονα Βηλφεγώρ.


Οι αντιλήψεις του Γρηγορίου περί "πνευματικής εξύψωσης" ήταν, πρέπει να πούμε, κάπως περίεργες. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η απεικόνιση σκηνών της Βίβλου στους τοίχους των εκκλησιών προσέφερε στους αναλφάβητους όσα και η ανάγνωση των Γραφών στους εγγράμματους -άποψη που ενθάρρυνε βεβαίως την αγιογραφία της εποχής, μάλλον όμως δεν ευνοούσε τη λήψη μέτρων κατά του αναλφαβητισμού. Στα χρόνια του Γρηγορίου, από την άλλη, η χειροτονία και η προαγωγή κληρικών έναντι ανταλλάγματος, καθώς και η κατ' απαίτηση ανταλλάγματος τέλεση μυστηρίων ("σιμωνία"), αποτελούσαν μάστιγα -εξ ου και η Καθολική Εκκλησία όφειλε να επαγρυπνεί.
Οι αντιλήψεις της κυβέρνησης για την πνευματική εξύψωση δεν είναι λιγότερο περίεργες. Στηλιτεύοντας την εμμονή της επάρατης Μεταπολίτευσης να βλέπει "την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση ως το όχημα μίας μοναδικής ευκαιρίας για ανοδική κοινωνική κινητικότητα", εμμονή στην οποία αποδίδει την "οικονομική αιμορραγία" της ελληνικής οικογένειας, η ίδια δυσφορεί που "το σύνολο των αποφοίτων Λυκείων κάθε έτος είναι υποψήφιοι για εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση" και σε κάθε περίπτωση εκπλήσσεται για την τόση φασαρία γύρω από κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Παρά τους μεσαιωνικούς τόνους της ηθικής καταδίκης της "οκνηρίας", η εκπαιδευτική της πολιτική είναι μια πολιτική στο όριο μεταξύ δύο εποχών. Αυτή που φεύγει ήταν εκείνη που, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου, χαρακτηριζόταν από υψηλή ζήτηση για σπουδές ακαδημαϊκού επιπέδου -και τη φυσικοποιημένη "αδυναμία του πανεπιστημιακού συστήματος να ανταποκριθεί". Ήταν η εποχή που διακήρυττε μεν το "αιέν αριστεύειν", την ίδια στιγμή ωστόσο θεωρούσε δεδομένη την ύπαρξη μερικών χιλιάδων έφηβων Βηλφεγώρ, την ευθύνη των οποίων αναλάμβανε έστω μέχρι ένα σημείο το κράτος -αναλαμβάνοντας την ευθύνη του για την "αποτυχία" τους. Στην εποχή που έρχεται, οι έκπτωτοι της "ήσσονος προσπάθειας" θα πληρώνουν ολόκληρο τον λογαριασμό, ενώ την ίδια στιγμή τα ανταλλάγματα για την πνευματική εξύψωση - αριστεία θα πολλαπλασιαστούν. Όμως αυτό δεν είχε συμβεί και νωρίτερα, στο όνομα τότε της "αξιοκρατίας" -και με τα αποτελέσματα που σήμερα επιχειρεί να θεραπεύσει η αριστοκρατική μεταρρύθμιση;

Πηγαίνοντας δεκαεπτά χρόνια πίσω και ανατρέχοντας στον δημόσιο διάλογο για τη μεταρρύθμιση Αρσένη, εντυπωσιάζεται κανείς με τις ομοιότητες των αφορισμών -για τη "γλωσσική φτώχεια" των μαθητών, τους "τεμπέληδες" φοιτητές, το χάσμα με την επιτυχημένη Ευρώπη και, πάνω απ' όλα, για "το επίπεδο που πέφτει" (βλ. Ο Ιός, "Μύθοι του σύγχρονου σχολείου", Ελευθεροτυπία, 25.8.1996). Εντυπωσιάζεται με την οκνηρία των εισηγητών της σημερινής μεταρρύθμισης, που απλώς αντέγραψαν τις κοινοτοπίες με τις οποίες οι προκάτοχοί τους επιχείρησαν να πείσουν και τότε για το αναπόφευκτο ενός πιο εντατικοποημένου, πιο κατανεμητικού και εν τέλει πιο σκληρά ταξικού σχολείου.

Η διεκτραγώδηση του "επιπέδου που πέφτει" συνοδεύει διαχρονικά τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ήδη από το 1928. Όμως το "επίπεδο" δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σημείο απ' όπου ένα τμήμα του πληθυσμού βλέπει τον κόσμο -και με βάση το οποίο επιδιώκει να διατηρήσει τα προνόμιά του. Αν δεν ήταν έτσι, δεν εξηγείται γιατί στη συλλογιστική των αριστοκρατών το υψηλό επίπεδο σημαίνει υποχρεωτικά περιορισμό της πρόσβασης στα ανώτερα επίπεδα της εκπαίδευσης.

Στο όνομα της πνευματικής εξύψωσης του έθνους και της χειμαζόμενης λαϊκής οικογένειας, χιλιάδες παιδιά λαϊκών οικογενειών θα φύγουν νωρίς από το σχολείο και θα μείνουν εκτός Πανεπιστημίου. Κι αυτό ενώ το σχολείο και το Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν σήμερα, μεταξύ άλλων, και στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου που συνήθως υποτιμούμε. Αναφέρομαι στην άνοδο του ανορθολογισμού. Γιατί τι άλλο από ανορθολογισμός είναι να ισχυρίζεται κανείς ότι χρειαζόμαστε περισσότερη Ιστορία και λιγότερη κατήχηση και η μισή Ελλάδα να του προσάπτει γι' αυτό ότι θέλει να διαλύσει το σχολείο;