Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η Μέρκελ και η αγορά εργασίας. Η αγορά εργασίας στην Ευρώπη δεν είναι «ομογενοποιημένη», παρά τα βήματα που έγιναν από το 1992 και μετά.  

Η Άνγκελα Μέρκελ

Στη συνάντησή της με τον Πολωνό πρωθυπουργό, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε, σχολιάζοντας τις διαδηλώσεις στη Πολωνία, πως επιβάλλεται η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ως αντίδοτο στην ανεργία. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κα Μέρκελ αναφέρεται στην αγορά εργασίας. Και τον περασμένο Ιούνιο και Σεπτέμβριο έκανε παρόμοιες δηλώσεις σχετικά με το θέμα. Τον Ιούνιο υποστήριξε την ενοποίηση των αγορών εργασίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Σεπτέμβριο στο Βερολίνο υπερθεμάτισε της μείωσης του εργατικού κόστους στη Γερμανία, για την αύξηση της παραγωγικότητας.


Σήμερα τα εργατικά συνδικάτα στη Γερμανία κινητοποιούνται υπέρ των χωρών του Νότου, η ανεργία ξεπερνά το ένα τέταρτο του ελληνικού παραγωγικού δυναμικού, στην Ισπανία εκτινάσσεται στο 25% με πέντε σχεδόν εκατομμύρια ανέργους και δεν φταίει μόνο η κρίση χρέους. Αυτή ήταν η αφορμή, η αιτία είναι βαθύτερη. Η αγορά εργασίας στην Ευρώπη δεν είναι «ομογενοποιημένη», παρά τα βήματα που έγιναν από το 1992 και μετά. Και δεν αποτελεί μομφή προς καμία κατεύθυνση απλά γιατί οι διαφορές είναι όχι μόνο δομικές, αλλά αντανακλούν και διαφορετικές κουλτούρες, νόρμες, διαφορετικά συστήματα λειτουργίας. Οι διαφορές που είναι βασικές και δύσκολο να αμβλυνθούν, έχουν τις ρίζες τους σε πολλές αφετηρίες : το ασφαλιστικό, το σύστημα μεσολάβησης και διαιτησίας, το συνδικαλιστικό κίνημα, τη διάρθρωση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, την εκπαίδευση και την κατανόηση των μηχανισμών της αγοράς γενικότερα. Επιπλέον, κάθε αγορά εργασίας έχει άμεση σχέση και μάλιστα αμφίδρομη, με την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.


Σε εθνικό επίπεδο τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά αποτελούν ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων. Κάθε ανισορροπία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με μέτρα που συνήθως ταιριάζουν με τον τρόπο που λειτουργεί η αγορά εργασίας και η αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Ειδικότερες καταστάσεις ή έκτακτες συνθήκες, που όμως αποτελούν φαινόμενα των κυκλικών διακυμάνσεων, αντιμετωπίζονται και αυτές είτε με κάποιες καινοτόμες παρεμβάσεις είτε με συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς είτε με παραδείγματα καλής πρακτικής από το εξωτερικό. Πολλές φορές μια νέα στην εφαρμογή της λύση, αποδεικνύεται αποτελεσματική οπότε και καθιερώνεται με προσαρμογές ή τροποποιήσεις. Στην Ευρώπη οι διαφορές δεν εστιάζονται μόνο μεταξύ βορρά και νότου. Υπάρχουν ανάμεσα και σε κράτη με συγκρίσιμα οικονομικά μεγέθη.

Οι αναλογίες προέρχονται περιέργως από παράγοντες που δεν έχουν τόσο άμεση σχέση με τα οικονομικά, όπως είναι η γλώσσα, η εξοικείωση με τον τρόπο που λειτουργεί μια κοινωνία και οι δομές της, οι καταβολές των ατόμων – πολιτιστικές, καταγωγής, εμπειρίας ή και ιδιοσυγκρασίας – που τα κάνει να ενσωματώνονται εύκολα ή δύσκολα, αμέσως ή καθόλου, σε δομές και νόρμες αγορών άλλων χωρών. Αυτό συμπυκνώνεται στην κινητικότητα, κορυφαίο παράγοντα για την ολοκλήρωση ή απελευθέρωση της αγοράς εργασίας που δηλώνει η κα Μέρκελ. Και πράγμα ανέφικτο επίσης, τουλάχιστον για το σύνολο της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της εμφανούς «συγγένειας» για παράδειγμα, μεταξύ Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου. Ήταν οι τρεις χώρες της λεγόμενης ΒΕΝΕΛΟΥΞ πριν γίνει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πραγματικότητα, αποτελώντας τον πρώτο πυρήνα κρατών. Είναι όμορα κράτη με «ανοιχτά» σύνορα για πολλές δεκαετίες, με παρόμοια συστήματα κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης. Και πάλι, το Βέλγιο έχει παρόλα αυτά να επιδείξει διαφορές λόγω της «γαλλικής» και «φλαμανδικής» πλευράς του ίδιου κράτους, που το έκαναν να έχει πάντα μεικτές επιτροπές από τα σοβαρότερα ως τα δευτερεύοντα θέματα στη διακυβέρνηση της Ένωσης. Η Δανία ήταν η εκλεκτή μέντορας για τις χώρες της Βαλτικής, Εσθονία, Λιθουανία και Λετονία, σε θέματα εκπαίδευσης και κατάρτισης εργατικού δυναμικού τη δεκαετία του 1990. Η Φινλανδία αποτελεί νησίδα στις σκανδιναβικές χώρες, υπερτερώντας σε πολλά από τις γείτονες, χωρίς ιδιαίτερη κινητικότητα προς αυτές, παρότι σε μια γεωγραφική περιοχή με ευκολία μετακίνησης.


Η Ιταλία με την Αυστρία μοιράζονται περισσότερα από ό,τι η Αυστρία με την Γερμανία ως γερμανόφωνες χώρες. Η Ρουμανία νιώθει πιο κοντά στη Γαλλία, με αντίστοιχη κινητικότητα, παρότι δεν συνορεύουν. Η Ελλάδα, όχι μόνο δεν έχει φυσικά σύνορα, με εξαίρεση τα θαλάσσια όρια με Κύπρο, Μάλτα και Ιταλία, αποτελεί και ιδιάζουσα περίπτωση από πολιτισμικής και ιστορικής πλευράς: δεν είχε την εμπειρία των ζυμώσεων που έλαβαν χώρα στην κεντρική Ευρώπη από τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση. Η κοινωνία της χαρακτηρίστηκε από συγκεκριμένα γεγονότα στην ιστορία της, με ιδιάζουσα μακρά φεουδαρχία, και αυτή, όχι του δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Η αγορά εργασίας έχει αποτυπώματα και ιδιαιτερότητες που εμποδίζουν την ελεύθερη μετακίνηση επαγγελματιών και εργαζομένων σε άλλες χώρες. Η αναγκαστική μαζικού τύπου μετανάστευση όπως αυτή των Ελλήνων και των Ιρλανδών στις ΗΠΑ, ή των Ελλήνων και Τούρκων στην Γερμανία δεν αποτελεί φυσικά παράδειγμα κινητικότητας εργατικού δυναμικού. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, ειδικά σήμερα, είναι κενή νοήματος. Πέραν της δυσκολίας αυτής καθαυτής στην εξεύρεση θέσεων απασχόλησης ακόμα και σε χώρες με τα λιγότερα προβλήματα, οι αναντιστοιχίες μεταξύ ασφαλιστικών συστημάτων, εκπαιδευτικών προσόντων και ανάλογης πιστοποίησης και κόστους ζωής, αποτελούν ορισμένα μόνο παραδείγματα.


Οι όποιες δυσκαμψίες χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας, δεν διορθώνονται με ενοποίηση ή ακόμα χειρότερα με απελευθέρωση που επικαλείται η κα Μέρκελ και η εκπρόσωπός της κος Φούχτελ. Χρειάζεται εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις, και σοβαρότερη επένδυση σε πόρους, χρόνο και προσπάθεια στην παιδεία, την επαγγελματική εκπαίδευση και την ομαλή προετοιμασία των νέων για την μεταπήδησή τους από την ακαδημαϊκή στην επαγγελματική ζωή. Η μετακίνηση από την Ελλάδα σε όποια χώρα της Ένωσης έχει έστω και την κατάλληλη θέση εργασίας, δεν είναι εφικτή, και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Ειδικά όμως στην χώρα μας, με τις ιδιαίτερες σχέσεις του οικογενειακού κυττάρου στον κοινωνικό ιστό, η όποια μορφή απελευθέρωσης δεν συνιστά λύση. Από πλευράς εργοδοτών απουσιάζει το σύστημα της νόρμας που επιβάλλεται από ισχυρά θεσμικά πλαίσια άλλων χωρών. Αυτό που στην κεντρική Ευρώπη, αλλά και στη Ισπανία ή Ιταλία θεωρείται κεκτημένο και αυτονόητο για τα δικαιώματα εργαζομένων και εργοδοτών και τις υποχρεώσεις τους αντίστοιχα, στην Ελλάδα αποτελεί ζητούμενο. Εξάλλου, είναι πια γενικά παραδεκτό και από την τρόϊκα, ότι η μείωση του εργατικού κόστους δεν αποτελεί ενισχυτικό της παραγωγικότητας. Η διασφάλιση καθαρών όρων εργασίας, κατανοητών περιγραμμάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων και προπάντων η ποιότητα της εργασίας και η αξιοπρέπεια του εργατικού δυναμικού αποτελούν την διέξοδο από την ασφυξία της αγοράς.

Της Άννας Ωρολογά 

Η Άννα Ωρολογά είναι οικονομολόγος

www.periodista.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: