Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Έφτασαν μέχρι και την Ηγουμενίτσα, λόγω Εγνατίας!














Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι οι κασσιτερωτές ή καλα(ν)τζήδες ή γανωτ(ζ)ήδες ή αλειφιάδες (έτσι αποκαλούνταν συνθηματικά μεταξύ τους) προέρχονταν από την περιοχή της Μουργκάνας στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας.


Και ταξίδευαν, τα παλαιότερα χρόνια σ'ολόκληρη την Ελλάδα. Και επικολλούσαν στα οξειδωμένα χαλκώματα (χάλκινα μαγειρικά σκεύη) κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα έκαναν κατάλληλα για οικιακή χρήση ορισμένου χρόνου (αφού χρειάζονταν να "καλαϊστούν" και πάλι και ακίνδυνα σε δηλητηριάσεις κατά το μαγείρεμα των φαγητών. Χωρίς κασσιτέρωση τα χάλκινα σκεύη είναι άχρηστα και επικίνδυνα.

Βέβαια, πριν δύο χρόνια οι περισσότεροι πετούσαν τα παλιά χάλκινα και αγόραζαν καινούργια. Τώρα, όμως, η παρατεταμένη οικονομική κρίση δημιούργησε νέες καταστάσεις. Και επειδή δεν υπάρχουν ντόπιοι καλα(ν)τζήδες έρχονται από τη Βουλγαρία!

Εμφανίστηκαν αυτές τις ημέρες στην πόλη της Ηγουμενίτσας Βούλγαροι καλα(ν)τζήδες, οι οποίοι έκαναν χρυσές δουλειές... Αρκετοί ήταν αυτοί, που πήγαν για "καλάισμα" κατσαρόλες, τηγάνια και άλλα αντικείμενα. Το κόστος φτηνό. Γύρω στα 5 ευρώ ίσως και λίγο παραπάνω, ανάλογα με τη δουλειά... Ο Βούλγαρος καλα(ν)τζής, που συναντήσαμε έξω από την παλαιά μαθητική εστία της Ηγουμενίτσας, μαζί με τη γυναίκα του και τους δύο γιους του, μας είπε, σε σπαστά ελληνικά, ότι "είναι εύκολο πλέον να φτάσει από τη Βουλγαρία στην Ηγουμενίτσα, αφού η Εγνατία οδός έχει συντομεύσει κατά πολύ τις αποστάσεις". Και πρόσθεσε: "Είμαι περίπου μια εβδομάδα εδώ και θα ξανάρθω μετά από καιρό".
ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Τα παλαιότερα χρόνια οι καλα(ν)τζήδες της Μουργκάνας ξεκινούσαν, κυρίως την Άνοιξη, σε ομάδες ανά 3-4, μεταξύ των οποίων απαραίτητα υπήρχε και ένας (τουλάχιστον) μαθητευόμενος. Οι πρώτοι Καλαντζήδες εμφανίζονται στα μέσα του 18ου αι. στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε "καλαντζομάνα". Η παράδοση δεν μας δίνει στοιχεία για το πώς και ποιοι πρωτόμαθαν την τέχνη. Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας: Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά,Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών. Στο ταξίδι τους διέσχιζαν τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Και όσοι απ' αυτούς απόσταιναν (κουράζονταν) από τα πήγαινε-έλα του ανομολόγητου και μαρτυρικού αυτού μισεμού (ξενιτεμού), σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες. Ο ταξιδιωτικός σάκος, "το μαχαλοσάκι τους", δεν περιείχε παρά μόνο ξερό ψωμί και τούτο "αλειτούργητο" (καλαμποκίσιο) για διάστημα μιας ημέρας. Από κει και πέρα άρχιζε η "σιηντίλα" (επαιτεία/ζητιανιά), έργο του μικρού, του μαθητευόμενου. Έργο υποχρεωτικό που έπρεπε να έχει απόδοση, αλλιώς κρίνονταν ανίκανος και υποβάλλονταν σε τιμωρία, η πιο συνηθισμένη από τις οποίες ήταν η νηστεία και η συνεχής εργασία. Η εργασία δεν ήταν στάσιμη, σε ένα μόνο μέρος. Μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Μόλις τελείωναν τη δουλειά στο ένα χωριό ξεκινούσαν για το γειτονικό. Μόλις ζύγωνε ο Αϊ Δημήτρης και εμφανίζονταν τα πρώτα μηνύματα του χειμώνα, ξαναγύριζαν στον τόπο τους. Πεζοί, βαριεστημένοι από τους κόπους και τις κακουχίες, φορτωμένοι πιο πολύ με ό,τι τους έδιναν ή αποκόμιζαν από τη δουλειά τους και προπαντός "καζαντημένοι", αγκομαχώντας από το φόρτωμα και με βιασύνη να φτάσουν πιο νωρίς στον τόπο που γεννήθηκαν και που τους τραβούσε ανεξήγητα. Οι δύσκολες συνθήκες της εργασίας τους, η γεμάτη στερήσεις και ταλαιπωρία διαδρομή του ταξιδιού τους, το άγνωστο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν κάθε φορά σε σχέση με τις ποικίλες ανάγκες της γυρολόγου ζωής τους, τους υποχρέωσαν να δημιουργήσουν δική τους συνθηματική γλώσσα. Αλλού με παράφραση ελληνικών λέξεων, αλλού με λέξεις μεταφορικής σημασίας, αλλού με ιδιωματισμούς τοπικούς και με λέξεις ξένες, επινόησαν ολόκληρο γλωσσάριο "νεολογισμών", με το οποίο συνεννοούνται πλήρως χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους αμύητους.

www.katoci.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: