Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Τα αποτέλειωσαν τα χωριά μας…

https://scontent.fath1-2.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/1382883_207654616080651_2074101660_n.jpg?_nc_cat=101&_nc_ht=scontent.fath1-2.fna&oh=447ca4c847054843aefb9575342a16a5&oe=5D4D5770


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Πέτρα πάνω στην πέτρα, λιθάρι στο λιθάρι. Τι απόμεινε; Η ξενιτιά…


Η μετακατοχική κοινωνία σ’ όλα τα χωριά της Ηπείρου, βαριά τραυματισμένη  από τη Γερμανική συμφορά και τον Εμφύλιο σπαραγμό λειτουργούσε  με τους νόμους και τους κανόνες του μετεμφυλιακού κράτους που εφάρμοζαν επακριβώς και με «περισσή σωφροσύνη» ο χωροφύλακας και οι παντοιοτρόπως εντεταλμένοι… Στην ανάπτυξη ούτε λόγος και γι’ αυτό ολάκερη η Ήπειρος δεν μπήκε ποτέ   σε οποιαδήποτε φάση ανάπτυξης. Η ανάπτυξη έρχεται με έργα υποδομής και όχι με παροχή υπηρεσιών.  Κάτι τέτοιο υπολογίζονταν μόνο με την μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική. «Ουχ, μανούλα μ’. Τα είδαμε από παλιά τα χαΐρια μας. Άιντε, σε λίγα χρόνια ούτε ψ’χούλα δεν θα μείν’ στον τόπο μας». Και επαληθεύτηκε επακριβώς η προφητεία!

Άνοιξαν οι δουλειές… Γερμανία, Αυστραλία, Καναδάς…  «Μετανάστευση, ευλογία Θεού!», αφού ολόκληρη μεταπολεμική εποχή στηρίχτηκε σ’ αυτήν. Έτσι το ήθελαν κι αυτό πέτυχαν. Κι από εδώ  ξεκινάει μια αλήθεια αφού τόσοι και τόσοι πήραν κάποτε ένα εισιτήριο άνευ επιστροφής για τα ξένα. Κι έτσι η μετανάστευση υπήρξε η πρώτη μεγάλη πληγή πάνω στο σώμα της Ελλάδας που κακοφόρμισε και με την Απριλιανή Δικτατορία και κατέπνιξε το δάκρυ και έσβησε κάθε όνειρο και όραμα προκοπής. Ήταν πολύ βαριά. Και βρήκε την άλλη λύση. Την εσωτερική μετανάστευση επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την κοινωνική κινητικότητα.  

Και γι’ αυτό εναπέθετε, κάθε οικογένεια, τις ελπίδες της στις σπουδές των αγοριών στην αρχή και μετέπειτα των παιδιών και μάλιστα αγοριών και κοριτσιών! Είχαν τρόπον τινά σταματήσει τα «Γραμμάτια» που ξοφλούσε ο κάθε γονιός για το πάντρεμα της θυγατρός του. Τώρα άλλα ξοφλούσε. «Σπουδάζ’ παιδί. Πού να σ’κώσ’ κεφάλ’». Και με σκυμμένο  ή όχι κεφάλι περίμενε ο γονιός πότε θα αποσχολίσ’ το παιδί για να πάει στο Πανεπιστήμιο. Μια κάποια λύση ήταν και η «Βελλά» εκεί στα Γιάννινα όπου έβγαιναν δάσκαλοι. Και παραπέρα.  Στην Αθήνα. Στην Αθήνα, όπου είχαν στήσει σε διάφορες περιοχές ένα μικρό χωριό. 

(Η Ήπειρος «ηττήθηκε» ολοκληρωτικά από την μετανάστευση και την πλειοδοσία των διορισμών… Αυτό δείχνει η εμπειρική πραγματικότητα)


Στην Αθήνα οικογενειακώς. Μια μικρή κοινωνία που τη συνέθεταν οι χωριανοί, όσοι δούλευαν στις οικοδομές και «όσα παιδιά σπούδαζαν».  Μια κοινωνία με «σχέσεις χωριανικές» και με απόλυτη στοχοπροσήλωση: «να κάνουμε κάτι καλύτερο. Να ξεφύγουμε από την φτώχεια». Κι αυτό ακριβώς σηματοδοτούσαν οι σπουδές.  Και οι μανάδες; Εκατομμύρια σκάλες… Χιλιάδες σφουγγαρίστρες  έστυψαν τα χέρια τους. Και μας μάθαιναν, μας κατηχούσαν. Να πάρεις το χαρτάκι, για να αποκατασταθείς.  Να δουλέψεις σύμφωνα με τα προσόντα σου και τις σπουδές σου και να μην «αναγκαστείς ποτέ στη ζωή σου να φιλήσεις κατουρημένες ποδιές». Τα κόμπια στα χέρια τους μαρτυρούσαν αυτή την ακατανίκητη αξιοπρέπεια. Και  το απαιτούσαν. Να την κάνουμε τρόπο ζωής. 

Η δύναμη της φωτογραφίας!

(Φώτο: Κώστας Μαυροπάνος)


Κι έτσι φτωχοπορεύθηκε ολόκληρη η κοινωνία. Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Η Ήπειρος εγκαταλείφθηκε. Στην ουσία  «ηττήθηκε» ολοκληρωτικά από τη μετανάστευση και την πλειοδοσία των διορισμών καθώς και από  τη δυναμική των πελατειακών σχέσεων. «Εγώ διορίζω… Πλείστοι διορίζουν…».  Τα χωριά μαράθηκαν, τους καλοκαιρινούς μήνες κάπως «ανασαίνουν πληθυσμιακά» και καμιά προοπτική επιστροφής   δεν αχνοφέγγει ούτε στο άμεσο κι ούτε στο απώτερο μέλλον.  Χάθηκε ο χρόνος και η δύναμη αναστροφής. Ένα αίσθημα ασφάλειας επικρατεί παντού, καθώς πολλά χωριά αποκλείονται τον χειμώνα από τα χιόνια και οι μεγαλύτεροι που έχουν απομείνει σ’ αυτά φοβούνται και κατεβαίνουν στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά τους. 

Και οι άλλοι, όσοι έχουν την «προνομία» να ζουν στα αστικά κέντρα κι όσοι, βέβαια, μπορούν πετάγονται μέχρι το χωριό. Να δουν τα γερόντια, το σπίτι, να φτιάξουν τα κληματάκια για κανένα τσίπουρο, να καθαρίσουν το χωράφ’ απ’ τα γκουρμπένια, να τα ετοιμάσουν για το καλοκαίρι. 

Κάποτε, γιατί τώρα άλλαξαν τα πράγματα…

Να, τα διόδια, να η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου, να η βενζίνη, να, να να. Ακριβώς ο μισός μισθός.  Όσοι τυχαίνει να δουλεύουν. 

Επιπλέον, όμως, τα σπιτάκια, σπιτοκάλυβα, μαντριά και στάνες θεωρήθηκαν πηγή εισοδημάτων. Κι άρχισε το άρμεγμα.  Να, τα χαράτσια, να, οι Δημοτικοί φόροι, η υπεραξία, το ΕΤΑΚ και το διαολάκ’ που θα έλεγε και η γιαγιά μου. 

Να και η ανάπτυξη. Εμφανίστηκαν οι επενδυτές! Ξενοδοχεία, airbnb κλπ.  Τουρίστες, υψηλή επισκεψιμότητα. Αλλάζουν τον χαρακτήρα της περιοχής, εισόδημα στο χωριό όμως δεν μπαίνει (ο επιχειρηματίας επενδύει για τον εαυτό του), τα έξοδα πολλαπλασιάζονται και πλέον τι μένει; 

Τα πουλάμε και φεύγουμε. Αυτό γίνεται… 

Κατάκτηση αληθινή. Τύφλα να έχει ο Ταμερλάνος και ο Τζένγκις Χαν!!! 

 


Χρήστος Α. Τούμπουρος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΕΧΕΙΣ ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ.