Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Από τη φτώχεια στην ορεινή Ελλάδα στην επιτυχία στον Καναδά | Η ιστορία του κυρίου Ξενοφώντα

Ένας πραγματικός μαχητής της ζωής: Ο κύριος Ξενοφώντας μοιράζεται τη συγκλονιστική του ιστορία.

Ο κύριος Ξενοφών είναι ένας άνθρωπος που η ζωή του αποτελεί έμπνευση και παράδειγμα δύναμης, αγάπης και αποφασιστικότητας. Γεννημένος το 1939 στην Ελευθέριανη, ένα μικρό χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, ήταν το πρώτο από τα εννέα παιδιά της οικογένειάς του. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, όπως και για πολλούς άλλους της εποχής, καθώς η φτώχεια κυριαρχούσε. Παρόλο που μεγάλωσε με στερήσεις, το πείσμα και η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή τον ώθησαν να αφήσει το χωριό του και να αναζητήσει εργασία στην πόλη.

Θυμάται με συγκίνηση όταν έπιασε δουλειά σαν βοηθός σε ένα εστιατόριο στην Αθήνα. Ήταν τότε που για πρώτη φορά στη ζωή του, έφαγε ένα ολόκληρο πιάτο φαγητό. Αυτή η εμπειρία του έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. Η ζωή, όμως, δεν σταμάτησε να τον δοκιμάζει. Στα 17 του χρόνια, έχασε τον πατέρα του, μια στιγμή που συνέπεσε με τη γνωριμία της γυναίκας του, η οποία λίγο αργότερα μετανάστευσε στον Καναδά.

Θέλοντας να προχωρήσει στη ζωή του πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει και αυτός από την Ελλάδα. Σε ηλικία μόλις 18 ετών, βρέθηκε στον Καναδά, όπου παντρεύτηκε και δημιούργησε μια μεγάλη οικογένεια με πέντε παιδιά. Για να τα βγάλει πέρα, δούλευε ασταμάτητα, κάνοντας ό,τι δουλειά έβρισκε.

Η τύχη του χαμογέλασε όταν, δουλεύοντας ως σερβιτόρος, γνώρισε έναν Έλληνα που του πρότεινε να ασχοληθεί με το real estate. Σταδιακά, ο κύριος Ξενοφώντας ανέβηκε οικονομικά, απέκτησε άδεια μεσίτη και άρχισε να πουλάει οικόπεδα και εστιατόρια σε Έλληνες. Παράλληλα, βοήθησε όλα τα αδέρφια του να μεταναστεύσουν στον Καναδά και να βρουν δουλειά.
Η αγάπη του για την Ελλάδα παρέμεινε ζωντανή. Μαζί με άλλους ομογενείς, ίδρυσε έναν από τους πρώτους ελληνικούς συλλόγους στον Καναδά, με στόχο τη διατήρηση της ελληνικής παράδοσης. Σήμερα, συνταξιούχος πλέον, επιστρέφει κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα και στο αγαπημένο του χωριό, την Ελευθέριανη, για να περάσει ξέγνοιαστες στιγμές.

Η ιστορία του είναι η απόδειξη ότι, παρά τις δυσκολίες, με πίστη, εργατικότητα και αφοσίωση, μπορεί κανείς να καταφέρει να χτίσει μια καλύτερη ζωή και ταυτόχρονα να διατηρήσει ζωντανές τις ρίζες και τις παραδόσεις του.

Παραγωγή: Greek Village Life


Πήγαινες στο περίπτερο με 100 δραχμές και σου έμεναν και ρέστα: Τι αγοράζαμε με την δραχμή και τι τώρα με το ευρώ

Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ την 1.1.2001. Ακολούθησε μεταβατική περίοδος ενός έτους, όπου μόνο λογιστικά χρησιμοποιούνταν το ευρώ.

Την 1.1.2002 κυκλοφόρησαν τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα ευρώ για χρήση από τους πολίτες. Από τότε στην Ελλάδα χρησιμοποιείται μόνο το ευρώ.

Αν και έχουν περάσει 20 χρόνια, η δραχμή μοιάζει σε όλους μας ένα παρά πολύ μακρινό παρελθόν πολλές δεκαετίες πίσω.



Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

«Άμα δεν έχτισες και δεν πάντρεψες δεν ξέρ’ς τίποτις».


Γράφει ο  Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Όσα πιο πολλά σερκά»

Μπορεί σήμερα να το θεωρούμε απίστευτο, παράλογο και ίσως ψεύτικο. Είναι όμως αλήθεια. Στα αντρόγυνα «εκείνης της εποχής», τα τέκνα δεν είχαν την ίδια αξία! «Τα σερκά είναι πλούτος, τα θηλ’κά είναι γραμμάτιο». Κι ας μην κατσουφιάζ’ κάποιος. «Έχω τρία παιδιά και μια κουπέλα!» Κάτι τέτοιο θα άκουγε όποιος θα ρωτούσε τον πολύτεκνο πατέρα.

Και καλά να ήταν έτσι. Να ήταν και τα τέσσερα θηλ’κά; «Φωτιά στον κόρφο τ’ καθενός με τέτοια φαμπλιά!» «Κοπελόσπορος έπεσε στο σπίτ’». «Μας μάτιασε εκείν’ η παλιοβρώμα η γειτόν’σα, που να τ’ν φάει κακό σιρσεγγ’». Κι άλλα πολλά.

Το βάρος έπεφτε στη γυναίκα. «Πού μας έτ’χε το τυχερό μας». «Το σόι μας όλο γαλάρια έβγαζε. Μας ξακάμπ’σι αυτή η τσιουράπου και μας τόκλεισε το σπίτ’».

Ήταν μεγάλο το πρόβλημα γι’ αυτό λάμβαναν μέτρα και πριν από τον γάμο. Στα προζύμια: έβαζαν σερκά να ζυμώσουν. Τα προσκέφαλα στο γάμο τα κουβάλαγαν αγόρια. Κατά το γάμο η έγκυος δεν έτρωγε φακές. Δεν κάθονταν στη σκούπα, ούτε στη βαρέλα, γιατί, όσα στεφάνια έχει η βαρέλα, τόσες τσούπρες θα κάμει…

Τα γιατροσόφια πλείστα: Το σερκόχορτο. Ήταν το βοτάνι που έκανε θαύματα. Το έπινε η νύφ’ και γίνονταν το θαύμα. Αγόρι. Το μάζευαν στα βουνά και στα λαγκάδια και κυκλοφορούσε, βέβαια, κρυφά και εμπιστευτικά. Υπήρχαν και οι επιτήδειοι που το εμπορεύονταν κανονικά και, μάλιστα «το πουλούσαν ακριβά».

Ενίοτε προκειμένου «να πετύχουν το παιδί», δηλαδή τον κληρονόμο, ο «άντρας γκάστρωνε συνεχώς τη γυναίκα». Και το πείραμα επαναλαμβάνονταν. Όπου πετύχαιναν το σερκό. Στο τρίτο, τέταρτο κ.ο.κ. Από αρχαιοτάτων χρόνων ίσχυε ότι «κληρονομούσε μόνο ο άντρας». Η γυναίκα «κληρονομούνταν».

Μεγάλο πρόβλημα ήταν τα πολλά παιδιά. Γι’ αυτό κυκλοφορούσε -μυστικά πάντοτε- και το στερφόχορτο. Το έτρωγαν τα γίδια και δεν ξαναγένναγαν. Ο καθένας, όπως νόμιζε το «παρήγαγε». Το στούμπαγε, το αλάτιζε, το διάβαζε στην εκκλησία, το έτρωγε η γ’ναίκα και «γιοκ κούτσ’κο». Υπήρχε κανονική συνταγή. Πότε θα το φάει, σε πόσες δόσεις, προ ή μετά φαγητού κ.λπ.

Εκεί που γίνονταν τα δράματα ήταν άμα «η νύφ’ ήταν στέρφα». Στέρφα είναι τα στείρα ζώα , αυτά που δεν γέννησαν, «τα στέριφα» όπως τα λέει ο Θεόκριτος στα Βουκολικά του.«Στερφοπάτησε δεν έπιασε ο μάρκαλος». Κατ’ επέκταση στέρφος σημαίνει άγονος και ακαλλιέργητος.«Eίκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια» (Οδυσ. Ελύτης). Δεν βρίσκεις αμαλαϊά στα στέρφα χωράφια. Παραπέρα. Στέρφος είναι ο άδειος, ο κενός, ο χωρίς περιεχόμενο. «Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές/τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια». Καββαδίας «Πούσι».
Στέρφος καιρός. Κακοκαιρία. «Στεγνόςκαι στέρφος ο καιρός και αδυσώπητος…».

Κι άρχιζαν τα όργανα. «Τη βάρισιανεμογκάστρ’». Ο λαός λέει ανεμογκάστρι την ψεύτικη - μαϊμού γκαστριά. Αυτό που η ιατρική επιστήμη ονομάζει ψευδοκύηση και οπωσδήποτε το ερμηνεύει επιστημονικά. Η γυναίκα είχε όλα τα συμπτώματα της γκαστριάς αλλά γιοκ κούτσ’κο. Το πήρε ο σιαϊτάν’ς.


Άρχιζε το τετραβάγγελο, συνήθως η πεθερα. «Την είχα δει ιγώ. Μούργκα πούναι, τι περιμέν’ς;». Και δόστου παρακάτω. «Τέτοια τραβαζίκα είναι. Πού να πιάσ’ πιδί. Στραβώθ’κα κι γω και ο μακαρίτ’ς ο άντρας μ’ και τ’ν δεχτήκαμαν νύφ’. Έπρεπε να πάρω μια τζιουμανίκα… Γκαβωθήκαμαν ντιπ κατά ντιπ. » «Δεν πιάν’ ο μαρκάλος σ’ αυτήν. Κάθιτι και μουτζουκλαίει. Πάει χαμένο εκείνο το μουλαϊνκο το δ’κό μ’». Μερικά από όσα άκουγε. Κι ακόμα η «άκληρη» γυναίκα, η γυναίκα που είχε την ατυχία να μην τεκνοποιήσει, ήταν η άτεκνη, η στέρφα, η στείρα, η μαρμάρω, η αχαΐρευτη, η ανεπρόκοπη και πάει λέγοντας…


Θεραπεία για την «ατυχία» της, δεν υπήρχε. Πίστευε, όμως, πως κάτι μπορεί να γίνει με το πρόβλημά της. Και κατέφευγε στα όποια ερασιτεχνικά θεραπευτικά μέσα…

Και δόστου ματζούνια, να χαϊμαλιά. Είχαν καλή δουλειά οι ριχτολόγοι, οι κομπογιανίτες και οι κάθε λογής τσαρλατάνοι… Mάτιασμα-ξεμάτιασμα, διώξιμο και αποδιώξιμο των δαιμονικών. Έρχεται το σερκό.

Τελικό βήμα, τελευταία προσπάθεια το διάβασμα στην εκκλησία. Ευχές , λειτουργίες, ευχέλαια και τάματα.

Κάπως έτσι σαν το δημοτικό τραγούδι. "Τάξε μανούλα 'μ τάματα, σ' όλα τα μοναστήρια../τάξε κερί στον ΄Αιλιά, φλουριά στην άγια Λαύρα…»



Χρήστος Α. Τούμπουρος







Μεγάλη έλλειψη στα κανονικού βάρους ελληνικά χοιρίδια


Με την εξάπλωση της πανώλης των μικρών μηρυκαστικών και την απαγόρευση της σφαγής προβάτων και αιγών οι Ξηρομερίτες ως κρεατοφάγοι το έριξαν στα γουρουνόπουλα. Συνηθισμένοι να τρώνε συνέχεια πρατίνα  και αρνιά το θεώρησαν ασέβεια να μην γευτούν κρέας καλοκαιριάτικα.
Όπως μαρτυράει και η φωτογραφία τα  κανονικού  βάρους γουρουνόπουλα τελείωσαν εν ριπή οφθαλμού  και έπεσαν με τα μούτρα στα βυζανιάριακα γουρουνάκια


Υ.Γ. Για να πούμε την αλήθεια εμένα που είμαι γαμπρός Ξηρομερίτης αυτό δεν με ενόχλησε καθόλου, αντίθετα με βόλεψε.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Ο Αύγουστος του ξενιτεμένου.


Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου.

Δεν υπάρχει για κανέναν πιο οδυνηρός μήνας του χρόνου όσο ο Αύγουστος για τον ξενιτεμένο. Μέσα σε νέο ουρανό και χώρο, μακριά από κάθε αντοχή και απαντοχή να θυμάσαι τη  μακρινή και πικρή πατρίδα. Να φέρνεις στα μάτια σου τα πανηγύρια και τη μάνα που περιμένη με τα χέρια της σταυρωμένα μια κάποια επιστροφή.Ο Αύγουστος, ο χειρότερος μήνας του ξενιτεμένου που αφουγκράζεται στην νέα πατρίδα τον αέρα και δεν μπορεί να βρεί την αγάπη του τόπου πουθενά όπου κι αν ψάξει, στα νέα πανηγύρια και γιορτές. Καμία γλώσσα και ρυθμός δεν μπορεί ν΄αλλάξει τη ροή της και τον τρόπο της όσο κι αν το προσπαθεί ο χρόνος. Κανένα σπίτι δεν είναι το ίδιο από εκείνο που μας μπόλιασε με τις πρώτες λέξεις, αγγίγματα και  μυρωδιές. Από κει που η γιαγιά αφηγήθηκε το παραμύθι, από κει που η κάπνα από το τζάκι μας καθόρισε το βλέμμα και την αγάπη γι΄αυτόν τον τόπο. Γιατί ο τόπος , ο τόπος μας, που πρώτος στην παγκόσμια ιστορία μας περιέγραψε ο Όμηρος, είναι εκεί που ο πιστός σκύλος, ο καπνός, η ανοιχτή πόρτα με όσους εχθρούς κι αν έχει μέσα, σε περιμένει. Μπορεί να είναι άνυδρος, φτωχός, δύσκολος και βραχώδης, όμως εκεί μεγάλωσες , εκεί έμαθες την αναπνοή και την ελευθερία όσο και αν σου την στέρησε και αν σε ανάγκασε να φύγεις. Όλοι ξέρουν πως μόνο στην πατρίδα θα μοσχοβολάει ο τελευταίος μας τόπος, όλοι ξέρουν πως η κλειστή πόρτα του Αυγούστου θα πονά στην καρδιά και όλοι ξέρουν πως το πανηγύρι στο χωριό γίνεται πρώτα για τον ξενιτεμένο και μετά για τον ίδιο τον τόπο.  Τότε ανοίγει ο ουρανός και ο χαιρετισμός φτάνει μέχρι τα πέρατα του κόσμου.... «Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω...» Και η μεγαλύτερη μοναξιά όταν ούτε πια το τραγούδι θα μιλά στην καρδιά σου, τότε χάθηκε και η πατρίδα.



 Κατερίνα Σχισμένου

20 φράσεις που δεν θα ξαναπούμε ποτέ


Οι δεκαετίες αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι άνθρωποι.

Μέσα σε λίγα χρόνια, η τεχνολογία άλλαξε και είχε ως φυσικό αποτέλεσμα να αλλάξουν και οι συνήθειές μας. Έτσι φράσεις τις οποίες χρησιμοποιούσαμε παλιότερα στην καθημερινότητά μας, σήμερα δεν τις λέμε. Όχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί δεν υπάρχουν πια, τα αντικείμενα που αναφερόμαστε.

1. Πάρε το μηδέν, δεν σε ακούω καλά στο τηλέφωνο.
2. Ποιος θα σηκωθεί να αλλάξει το κανάλι στην τηλεόραση;
3. Χιονίζει η οθόνη, στρίψε την κεραία .
4. Βγες από το ίντερνετ, θέλω να πάρω τηλέφωνο.
5. Σε κλείνω , μου τελειώνει η τηλεκάρτα
6. Δεν σε πήρα γιατί είχε ουρά στο καρτοτηλέφωνο….
7. Κύριε περιπτερά μου γυρίζετε τη γραμμή να τηλεφωνήσω;
8. Πήρες φλας για τη μηχανή;
9. Πόσο έχει το 24άρι φίλμ; (υπήρχε ακόμα και με 12 ή 36 πόζες)
10. Εσύ τι δέσμη θα πας;
11. Όταν Εγώ Διαβάζω Βαριέμαι ή Ο Δάσκαλος Είναι Βλάκας, για τα αρχικά του ΟΕΔΒ (Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων)….
12. Τράβα τσοκ (για να βάλεις μπρος μηχανή με παγωνιά)
13. Το μηχανάκι είναι δίχρονο; ή Τα μαλλιά σου μυρίζουν «διχρονίλα»
14. Στείλε ένα φαξ για να σου απαντήσω.
15. Τελείωσαν οι μπαταρίες στο γουόκμαν.
16. Μάσησε κασέτα (η χειρότερη στιγμή του πάρτι)…
17. Θα βάλουμε μωσαϊκό στο σπίτι.
18. Το πλήθος των συγκεντρωμένων έφθανε μέχρι τους στύλους του Ολυμπίου Διός.
19. Ταξιτζής στον πελάτη: «να πάρουμε και την κυρία;»
20. Τι έργο έχει σήμερα; Δύο πολεμικά και μια ταινία σεξ….

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

25 συμβουλές ζωής από ένα γεροβοσκό...

Η διαδρομή προς τον προορισμό δεν είναι ποτέ ευθεία. Για να φτάσουμε στο χειμαδιό  περνάμε στροφές, κακοτράχαλα εδάφη, έχουμε απώλειες… Επιπλέον χρειάζεται να χεις προνοήσει, πάντα να έχεις μαζί σου και λίγο παστό κρέας.

Άσε πίσω το παρελθόν. Αν σου φάει ο λύκος την κατσίκα την έφαγε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό. Απλά την επόμενη φορά φρόντισε να είσαι πιο προσεκτικός.

Μην κεφαλαιοποιείς πολλά, μην γίνεσαι σπαγγοραμένος. Μην αναβάλλεις την απόλαυση της χαράς για το μέλλον. Κάντο τώρα, όσο είσαι ακόμα νέος. Κάνε την σκληρή εργασία σου να αξίζει ακόμη περισσότερο.

Αγωνίσου, πάλεψε. Εσύ είσαι ο μοναδικός υπεύθυνος για τον εαυτό σου. Μην είσαι φυγόπονος, μην περιμένεις να κάνουν στο κοπάδι σου όλη τη δουλειά τα σκυλιά.

Διεκδίκησε τον σεβασμό που σου αξίζει, μην αφήνεις τους άλλους να σε πατάνε . Βάλε όρια, βάλε φράχτες, προστάτεψε τα ζώα σου.

Μακάριοι αυτοί που κάνουν λάθη. Σφάλε. Εμπειρίες ονομάζουμε τις καρπαζιές που έχουμε φάει στη ζωή μας, απλά τους δώσαμε ένα πιο εύηχο όνομα. Και μην ξεχνάς ότι δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος ήσουν μέχρι χθες. Ξεκίνα σήμερα κι όρισε με τις πράξεις σου,  αυτό που θα γίνεις από δω και πέρα…

Μάθε να συγχωρείς …. τον  εαυτό σου πρώτα.  Άσε τις ενοχές, δεν έχεις χρόνο γι αυτές

Μακάριοι αυτοί που αμφισβητούν. Μην αφήνεις τη ζωή σου να καταδυναστεύεται από δόγματα. Θυμήσου ότι αν κάποιοι δεν αμφισβητούσαν παγιωμένες γνώσεις η ανθρωπότητα θα κατοικούσε ακόμη σε σπηλιές. Φίλτραρε την πληροφορία, γίνε σκεπτικιστής, σκέψου κριτικά, σκέψου ορθολογικά, αναθεώρησε. Δεν είδες νεράιδες και στοιχειά στο δάσος, μόνο λύκους.

Να είσαι προσεκτικός. Να παρατηρείς τους άλλους . Κοίταζε τους στα μάτια. Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.

Η ζωή είναι το ταξίδι, όχι ο προορισμός. Και είναι πολύτιμη. Η προηγούμενη λέξη που διάβασες είναι ήδη παρελθόν

Μη συμβουλεύεις διαρκώς τους νέους,  είναι χάσιμο χρόνου. Δεν υπάρχει τρόπος να τους διδάξεις τον πόνο και τη δυστυχία, μόνο η εμπειρία θα το κάνει βασανιστικά.

Ταξίδεψε! Τα ταξίδια είναι από τις εμπειρίες που μένουν. Βγες έξω Δοκίμασε! Γεύσου, ρούφηξε άπληστα εικόνες. Άφησε τις αισθήσεις σου ελεύθερες

Εκθέσου, αφέσου, τσαλακώσου, χάσε τον έλεγχο που και που. Κι όχι μόνο τον έλεγχο του εαυτού σου, αλλά και τον έλεγχο σε σχέση με άλλους. Αρκετά απομονώθηκες στην στην καλύβα σου στο χειμαδιό, φτάνει όμως, βγες έξω όταν γυρίσεις. Ξαναβρές τους φίλους και τη συντροφικότητα

Μην προσπαθείς να ελέγξεις τους άλλους. Έτσι θα καταδικάσεις στο άγχος και τη δυστυχία όχι μόνο τον εαυτό σου, αλλά κι αυτούς που προσπαθείς να ελέγξεις. Άσε τους άλλους να ζήσουν και ζήσε για τον εαυτό σου. Άσε τ άλλα κοπάδια στους βοσκούς τους, κοίτα το δικό σου.

Η ζωή δεν είναι δίκαιη – Το σύμπαν δεν σου οφείλει καμιά παρηγοριά και το σίγουρο είναι ότι στο τέλος της διαδρομής εσύ πεθαίνεις. Γρηγορήσαι. 

Να έχεις ισορροπία. Ν απολαμβάνεις το φαγητό και το ποτό σου. Να μην ξεχνάς ότι οι φτωχοί του πλανήτη περπατούν χιλιόμετρα για την καθημερινή τους  τροφή,  ενώ οι πλούσιοι περπατούν χιλιόμετρα για να τη χωνέψουν.

Απ όλους έχεις να κερδίσεις κάτι. Μάθε από τους γύρω σου. Γίνε παιδί με τα παιδιά, παίξε μαζί τους αλλά πήγαινε και στο καφενείο να μιλήσεις με τους γέρους. Κάτι έχει να σου πει η συσσωρευμένη εμπειρία τους.

Μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς. Μην παίρνεις τα πάντα σοβαρά  Πιθανόν υπερβάλλεις στο σήμερα. Αυτό που σε ενοχλεί ή φοβάσαι τώρα, το πιο πιθανό είναι αύριο να το κρίνεις ανούσιο ή χλιαρό. Προσπάθησε να δεις τον εαυτό σου από απόσταση, ρίξε μια ματιά στη θέα του κοπαδιού σου από το λόφο

Έχε υπομονή. Οι κατσίκες δεν γεννούν κάθε μήνα. Αλλά όταν συμβεί πρέπει να σαι παρών και σε χρειάζονται

Μάλωσε καμιά φορά με τη σύντροφό σου αν χρειαστεί, δεν είναι τρομερό, άφησε τα συναισθήματα να εκτονωθούν. Κάνε αποσυμπίεση στο θυμό. Η φωτιά μερικές φορές είναι ευεργετική.  Αν καεί μια περιοχή με πουρνάρια ή ξερόχορτα , η άνοιξη πάλι θα δώσει νεαρή βλάστηση, εκλεκτή τροφή για τις γίδες και τα μικρά τους. Πρόσεχε όμως, τα λόγια που θα ειπωθούν δεν τα ξαναμαζεύεις. Πρόσεχε τι θα φάνε οι γίδες σου, δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν. Αν αυτά που θα φάνε είναι τα βλαστάρια δέντρων, το δάσος δεν ξαναγίνεται, ο τόπος θα μείνει χέρσος…

Πότε δεν θα υπάρξει ιδανική στιγμή, ποτέ οι συνθήκες και οι καταστάσεις δεν θα είναι ιδανικές. Ξεκίνα από εδώ που βρίσκεσαι τώρα! Μην αναβάλλεις.

Να είσαι ευγενικός. Ένα πρόσωπο που χαμογελά καθρεφτίζει ανάλογη συμπεριφορά. Κάνε δώρα. Ακόμη και το δώρο ενός καλού λόγου είναι σημαντικό.  Να φέρεσαι καλά στους ηλικιωμένους, σε λίγο θα σαι σαν αυτούς. Να φέρεσαι καλά και στα ζώα, αυτά δεν κρατάνε κακία, δεν ζηλεύουν, δεν έχουν εμμονές ούτε εγωισμό. Συγχωρούν, και μάλιστα χωρίς όριο.

Αν ξέρεις γράμματα διάβασε! Αυτοί που διαβάζουν ζουν επιπλέον ζωές. Όχι μόνο τη δική τους αλλά κι όλων αυτών που μπήκαν στη θέση τους

Τόλμησε, ο φόβος σε κρατά δεμένο αλλά δεν είναι πραγματικός, απλά προέρχεται από το άγνωστο που δεν βρίσκεται στο κεφάλι σου.

Μην δένεσαι με τα πράγματα. Η ζωή είναι σαν τη διαδρομή του χειμαδιού και το ταγάρι. Όσο περισσότερο το γεμίζεις, τόσο πιο δύσκολα θα περπατάς. Πάρε τ απαραίτητα, το κοπάδι προχωρά, δεν θα σε περιμένει αν καθηλωθείς από πράγματα βαριά κι ασήκωτα. Πέτα τα , αποδεσμεύσου, νιώσε πιο ευέλικτος κι ελεύθερος.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ .Σ.ΚΑΙΣΑΡΗΣ- Δ.ΓΟΥΛΕΣ.

https://mpampiini.blogspot.com/

«Μωρό μου είσαι όργιο, σαν τον Άγιο Γεώργιο».Τελειώνουν τα πανηγύρια. Ένας επίκαιρος προβληματισμός.


Γράφει ο Χρήστος A. Τούμπουρος

Κι αφού απολαύσαμε την άγρια και μοναδική -δεν θέλω αντιρρήσεις- φύση των Τζουμέρκων, όλο τον Αύγουστο, συμμετείχαμε σε πλείστα πανηγύρια, αμπδήσαμε σαν τα αγριοκάτσικα, μπλατσιαρίσαμε στον Άραχθο και ήπιαμε, κατά τα λεγόμενα συζύγων, τόσα τσίπουρα -«ολόκληρο τον Βόσπορο»-, επανήλθαμε στο άστυ, για να συνεχίσουμε … τον αγώνα. Κι όμως! Στεκόμαστε εκεί και αναπιανόμαστε ή μάλλον πραγματοποιούμε ένα είδος απολογισμού, «τι είδαμε, τι ακούσαμε, τι μας έκανε εντύπωση, τι θα μολογάμε και σε τι θα προβληματιστούμε». Μεγάλος σιουμπές. Όσα κακώς καμωμένα, να τα διορθώσουμε ταχιά. Γιατί εκεί στο Τζουμέρκο, όσο κι αν προσπαθούν πολλοί να φυτέψουν τα βλίτα τους, εμείς δεν θα γίνουμε βλιτοφάγοι. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως το Τζουμέρκο κρατάει στον κόρφο του μια αγνή και ατόφια παράδοση. Να την αλλάξουμε ή τέλος πάντων να τη διασύρουμε, λιγάκι –τοσοδούλι, είναι κομμάτι δύσκολο. 

Σ’ όλους τους καλοκαιρινούς μήνες, εκεί στα Τζουμέρκα, κυριαρχούν τα πανηγύρια. Το πανηγύρι του ΆιΛιός, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και είναι αλήθεια πως άλλα γίνονται «μνημονικά ξωκλήσια», αφού σ’ αυτά -με χορό και με τραγούδι- αποτυπώνονται ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχεια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, οι χαρές και οι λύπες… Κι όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί με την ηπειρώτικη ψυχή στα πανηγύρια και συμφύρονται σε μια μαγική σκηνή με πρωταγωνιστές όλους και μάγους τους μουσικούς μας, που απλόχερα, όλο το βράδυ μας κερνούν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή κι αθέατη γωνιά της παραδοσιακής ηπειρώτικης πανδαισίας. Χίλιων λογιών μουσικές, χίλιων εικόνων πινελιές. 

Τελευταία, όμως, ανέκυψαν και τα «εμπορικώς αλωμένα» πανηγύρια. Και, δυστυχώς η μορφή αυτή του «πανηγυριού» βαδίζει προς την καθολικότητα. Ηλεκτρική κιθάρα, αρμόνιο, ντραμς συνυπάρχουν με το κλαρίνο και το βιολί και συν-«δημιουργείται» ένα ηχητικό άκουσμα απροσδιόριστης προέλευσης, εξ ου και ο τίτλος «σκυλάδικο» που, ομολογουμένως, ηχητικώς συγκρινόμενα, το γαύγισμα του σκύλου αγγίζει τη Συμφωνία του Μπετόβεν. Δε μιλάμε για το περιεχόμενο των τραγουδιών. Εδώ πρόκειται για στοιχειωμένη παρακμή. «Από κορμί είμαι η best/Κι από προσόντα είμαι first/Μ’ αυτό στους άντρες κάνω test/Για να διαλέξω./Μπες όπως όλοι στη γραμμή/Άσε τα μα, τα μου, τα μη/Πέρνα λοιπόν τη δοκιμή/Και ίσως σε επιλέξω». 
Είναι αλήθεια πως τα μάτια της γυναίκας επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τη λαϊκή μούσα. Τα μάτια «είναι το θέλγητρο της γυναίκας, που τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο. Χίλια επίθετα έχουν βρεθεί για να παινέσουν τα μάτια από τον λαϊκό τραγουδιστή. Η δόξα των ματιών οφείλεται κυρίως στο ρόλο που έχουν στον έρωτα. Η αγάπη αντανακλάται στα μάτια, βρίσκει σημείο αναφοράς στα μάτια, πιάνεται από τα μάτια και φτάνει στα χείλη. Τέλος εγκαθίσταται στην καρδιά. Είναι δηλαδή ο καθρέπτης της ψυχής στην ικανότητά του να πιάνει την αγάπη, όπως λέει και το τραγούδι:
«Εμπάτε αγόρια στο χορό κορίτσια στα τραγούδια,/Να δείτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη./ Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει/Κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει». 
Να δούμε και τα -δε φταίνε τίποτε τα ζωντανά- "σκυλοτράγουδα". «Τα ματάκια σου με καίνε/ γιατί είσαι μανεκένε./ Όσα και να λεν’ οι άλλοι/εγώ τ’ ακούω βερεσέ /Είσαι αρρώστια μου μεγάλη /σ’ ό,τι πεις θα λέω ναι».
Κι αφού ανοίγονται οι σαμπάνιες και χαιρετά γκορδωμένος/η «ο, η αοιδός» συνεχίζεται το τζέρτζελο με την εξομολόγηση του «πάσχοντος» προς τη συνοδό του: «Μωρό μου είσαι όργιο, σαν τον Άγιο Γεώργιο». Κι αν τυχόν δεν ανταποκρίνεται «το μωρό» στην πρότασή του, η κομπανία έχει τη λύση. Ακολουθεί το άσμα που εμπεριέχει το ερώτημα: «μ’ αγαπάς ή τσάμπα πίνω;» στο άκουσμα του οποίου πολλαπλασιάζονται οι σαμπάνιες και τα λουλούδια. Κι όλα αυτά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, -ηχητικά εφέ, διάφορα τραμπατρουμποειδή ακούσματα, κόρνες, τσικνισμένος καπνός από τα ψησίματα κλπ.,κλπ.- που συνθέτουν υποδειγματικά το γεγονός που τιτλοφορείται: «Της πανηγύρεως ο βιασμός». 
Όπως ήρθαν πλέον τα πράγματα η σιωπή δεν είναι «χρυσός»• είναι «λίβανος και σμύρνα». Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: «ο σιωπών δοκεί συναινείν», (όποιος σιωπά φαίνεται ότι συναινεί). Ας το καταλάβουν οι ιθύνοντες, μέλη Πολιτιστικών Σωματείων, Δήμαρχοι και Δημοτικοί Σύμβουλοι. ( Δυστυχώς υπάρχουν και περιπτώσεις που επιδοτούνται αυτά τα «εμπορικά κατασκευάσματα» που αλώνουν κάθε έννοια πανηγυριού). Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση τα δημοτικά τραγούδια της αγάπης θα εξοβελιστούν και αντί να τραγουδάμε «έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου/ και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου» θα «σκυλογαυγίζουμε» το άσμα: «Αν θέλεις να ανοίξουν της καρδούλας μου οι πόρτες,/βγάλε όλα τα ρούχα σου κι έλα με τις μπότες». 
Στο χέρι μας είναι. 








Απόσπασμα απο το βιβλίο του χρήστου Τούμπουρου
(Σελ.233-235)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Συνελήφθη αλλοδαπός στην Ηγουμενίτσα για κλοπές μοτοσικλετών

Εισέρχονταν παράνομα στη χώρα μέσω της ελληνοαλβανικής μεθορίου και διέφευγε στη γειτονική χώρα με τις κλεμμένες μοτοσικλέτες

Εξιχνιάστηκαν 6 κλοπές και μία απόπειρα

Συνελήφθη σήμερα (27-08-2024) στην Ηγουμενίτσα από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ηγουμενίτσας αλλοδαπός, που κατηγορείται για διακεκριμένες κλοπές και παραβάσεις της νομοθεσίας περί αλλοδαπών.

Ειδικότερα, από τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, είχαν πραγματοποιηθεί στην πόλη της Ηγουμενίτσας (6) κλοπές δίκυκλων μοτοσικλετών («παπάκια») και μία απόπειρα κλοπής, οι οποίες έφεραν κοινά χαρακτηριστικά (ώρες και συχνότητα κλοπών, τύπος μοτοσικλετών κτλ) ως προς τον τρόπο τέλεσής τους.

Από την αστυνομική έρευνα που διενεργήθηκε και την αξιολόγηση των στοιχείων που συλλέχθηκαν, διακριβώθηκε ότι οι παραπάνω κλοπές είχαν τελεστεί από το ίδιο άτομο. Αφού σκιαγραφήθηκε το εγκληματικό του προφίλ, εντοπίστηκε σήμερα πρώτες πρωινές ώρες το συγκεκριμένο άτομο να κινείται πεζό στην Ηγουμενίτσα, από ομάδα αστυνομικών, που είχε συγκροτηθεί με σκοπό την αναζήτηση και σύλληψή του.

Όπως προέκυψε, ο συλληφθείς, εισέρχονταν παράνομα στη χώρα από αφύλακτες διαβάσεις της ελληνοαλβανικής μεθορίου και στη συνέχεια αφαιρούσε τις μοτοσικλέτες με κλειδί «πασπαρτού», το οποίο βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε, ενώ στη συνέχεια διέφευγε στην Αλβανία με τις κλεμμένες μοτοσικλέτες, ομοίως από μη θεσμοθετημένο σημείο εξόδου από τη χώρα.

Ο συλληφθείς θα οδηγηθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσπρωτίας.

O Οσμάν Τάκας ή Σιαμαντάκας.

Σχετική εικόνα
Σχετική εικόνα

                   Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνική και η αλβανική εκδοχή του οσμάν τάκα


Σε πολλά μέρη της Ηπείρου, στα χορευτικά τους, σε ώρες χαράς κα κεφιού χορεύουν το Σαμαντάκα.
Γεια σου βρε Σαμαντάκα τη λεβεντιά σου νάχα.
Εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω 
σε συλλογιούμαι και αναστενάζω. 
Ξύπνα Σαμαντάκα και βάλε τα τσαρούχια, 
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου Σαμαντάκα...

Ποιος ήταν όμως ο Σαμαντάκας;

Λένε πως τ' όνομα του ήταν Παύλος Μπάρας. Ενας όμορφος λεβεντονιός που ζούσε με το παιδί του και τη γυναίκα του στην περιοχή των Αγίων Σαράντα.
Δούλευε στα χωράφια, όταν κάποια μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι του, βρήκε τρεις σπαχήδες του Αλή πασά να σέρνουν τη γυναίκα του. Τάβαλε, ένας αυτός, και με τους τρεις, και κατάφερε να σκοτώσει τους δυο και να τους πάρει τα ντουφέκια.
Ο τρίτος του ξέφυγε και καθώς προσπάθησε να τον σκοτώσει, χτύπησε κατά λάθος θανάσιμα την αγαπημένη του.
Επειδή κινδύνευε άμεσα, έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το μωρό στην αγκαλιά και πήρε τα βουνά. Από ράχη σε ράχη, από βουνό σε βουνό, κάποια μέρα έφτασε στην Κορυτσά.
Από τις κακουχίες όμως της οδοιπορίας έχασε το μωρό του και ο πόνος γίνηκε τώρα αβάσταχτος πούχασε γυναίκα και παιδί. Πήρε λοιπόν πάλι δρόμους και μονοπάτια προς το Νότο και έφτασε στο Μπεράτι με σκοπό να κοινωνήσει σε χριστιανική Εκκλησία μιας κι ήταν Χριστούγεννα κι είχε νηστέψει.
Έκρυψε την αρματωσιά του και τράβηξε ίσια προς τον παπά. Εκεί αντίκρισε μια σεμνή κόρη σαν άσπρο τριαντάφυλλο και σκίρτησε η καρδιά του.
Μετά τη θεία μεταλαβιά βγήκε και την παρακολούθησε κι είδε να τραβάει με τον τούρκο αγωγιάτη της που την περίμενε προς την αρβανίτικη μεριά του Μπερατιού.
Προσπάθησε να μάθει κάτι από μερικούς, από τον παπά που τους μετάλαβε, αλλά δεν τα κατάφερε. Οπότε τον πήρε χαμπάρι ο δεσπότης και τον κάλεσε στο κονάκι του.
Ο Π. Μπάρας πήγε αμέσως μουσαφίρης στο δεσπότη κι έμαθε όλη την ιστορία. Η όμορφη αρχόντισσα ήταν χριστιανή από την Κορυτσά. Την φώναζαν Τζεμιλέ (Φωτεινή) κι ήταν χήρα του Τούρκου Μπεκίμ, σουλτάνα στο σαράι του. Τρεις γυναίκες είχε πάρει ο αγάς και δεν μπόρεσεν' αφήσει απογόνους. Τέταρτη ήταν η Τζεμιλέ κι όμως παιδί δεν απόχτησε και πέθανε άκληρος ο Τούρκος.

Η γυναίκα κληρονόμησε όλα τα πλούτη και καθώς δεν άλλαξε την πίστη της, γιατί σ' αυτό δεν τη ζόρισε ο γερο-Μπεκίμ, έδινε πολλά στη Μητρόπολη και στις άλλες εκκλησίες. Ο Παύλος Μπάρας αφού έμαθε όλα τούτα, πήρε τ' άρματά του και τράβηξε ίσια για το σαράι του Αγά Μπεκίμ. Ήταν σούρουπο κι όταν την εντόπισε αναρριχήθηκε στον οντά της και την έκανε δική του.
Το βαθύ χάραμα με την προτροπή της έφυγε προς τ' άγρια βουνά. Οι μέρες περνούσαν και η Τζεμιλέ κατάλαβε πως ήταν έγκυος κι ήθελε τη συμβουλή του δεσπότη.
Αυτός την καθησύχασε και της είπε ότι θα ξεγεννήσει στο Μοναστήρι και μετά θα πήγαινε στο σαράι. Το νεογέννητο θα της το πέταγαν στο κατώφλι του σπιτιού της, δήθεν ότι ήταν ξένο, κι αυτή σαν ψυχόπονη γυναίκα θα το περιμάζευε. Έτσι ακριβώς έγινε και όλοι οι Αρβανίτες μιλούσαν για τη μεγάλη καρδιά της Τζεμιλέ.

Να όμως που ξαναγύρισε ο Παύλος Μπάρας κι έμεινε για δεύτερη φορά έγκυος. Τώρα πώς να κρατηθεί το μυστικό; Πάλι ο δεσπότης έδωσε τη συμβουλή του. Τους είπε να παντρευτούν τώρα κανονικά κι ο Χριστιανός Π. Μπάρας θα παρουσιαζόταν ως αρβανίτης. Γιατί αν η Τζεμιλέ παντρευόταν Χριστιανό και το μάθαινε ο Πασάς θα έχανε όλα τα πλούτη της. Βρέθηκε και το όνομα λοιπόν Οσμάν Τάκα θα τον έλεγαν...
Έγινε αυτός ο γάμος και το νέο ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένα με τα δυο μωρουδάκια τους να μοιάζουν του Οσμάν.

Ως την ώρα που κάποιος σπιούνος είπε στον Κουρτ Πασά πως ο Οσμάν ήταν Έλληνας Χριστιανός και τον έπεισε, οπότε ο Πασάς τον συνέλαβε κι έβγαλε φιρμάνι να τον κρεμάσει. Έφτασε η ορισμένη μέρα, στήθηκε η κρεμάλα κι έφεραν τον κατάδικο Οσμάν μπρος στον πασά.
- Έφταιξες ορέ, έπαιξες με την πίστη του Μωάμεθ. Πες μου ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;
- Να χορέψω πασά μου, είπε ήρεμα ο Οσμάν Τάκας.
- Τι λες ορέ; αποκρίθηκε ο πασάς.
- Να χορέψω, μον' φέρτε τη γυναίκα μου να μου βαράει το νταούλι.
Ο πασάς απορημένος έδωσε εντολή σε δυο σπαχήδες να φέρουν τη Τζεμιλέ και δυο τρεις οργανοπαίχτες.
Ήρθε η γυναίκα του με τα παιδιά της κι αγκαλιάστηκαν, φίλησε και τα παιδιά του.
- Μην κλαις γυναίκα, της είπε. Ο καθένας έχει τη μοίρα του. Μον' πιάσε το νταούλι και βάραγε. Θέλω να πεθάνω με χορό.
Οι οργανοπαίχτες, που δεν άργησαν να φανούν, πήραν θέση κι ο μελλοθάνατος άρχισε να χορεύει περήφανα.
Τριγύρω μαζεύτηκαν χριστιανοί κι αρβανιτάδες και παρακολουθούσαν το θέαμα με φόβο και σιωπή.
Μετά ο Οσμάν έκανε νόημα στη γυναίκα του να μπει κι αυτή στο χορό και χόρευαν τώρα οι δυο λεβέντικα. Τότε ο Πασάς σηκώθηκε και με το ρακοπότηρο στο χέρι προχώρησε αργά αλλά σταθερά προς το μέρος τους. Ολόγυρα απλώθηκε νεκρική σιγή.
- Χαλάλι σου ορέ βροντοφώναξε, σου δίνω χάρη. Ο χορός σου σε γλίτωσε! Άντε τραβάτε τώρα.
Ο Παύλος Μπάρας πούλησε στο Μπεράτι την κληρονομιά της Τζεμιλέ, πήρε τη Φωτεινή και τα δυο παιδιά του και έκτοτε χάθηκαν τα χνάρια τους.
Έμεινε όμως ο χορός αυτός και το τραγούδι σαν θρύλος, σαν παραμύθι να τραγουδιέται και να χορεύεται περίπαθα από μερακλήδες στις εκδηλώσεις της ζωής μας, τόσο στην περιοχή μας, όσο και στη Β. Ήπειρο.

Αναδημοσίευση απο την εφημερίδα "ΗΠΕΙΡΟΣ"

Υπάρχει όμως και  άλλες εκδοχές (όπως συμβαίνει συνήθως) για το πολυθρύλητο  τραγουδι...Ας τις δούμε:

Ο Σιαμαντάκας (ή Οσμαντάκας, ή Οσμάν Ντάκο) ήταν ένας λαϊκός ήρωας του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Γεννημένος στην Κονίσπολη (λίγο πάνω από τη Σαγιάδα, στη σημερινή νότια Αλβανία) το 1848, μάλλον αρβανίτικης καταγωγής και γόνος εύπορης οικογένειας, ήταν αρχηγός και εμπνευστής αντικαθεστωτικής εξέγερσης στην περιοχή. Μαζί του πλήθος λαϊκών αγωνιστών (ελλήνων και αλβανών) δώσανε σκληρές μάχες εναντίον των κοινών δυναστών τους: των τσιφλικάδων (ασχέτως καταγωγής) και του φεουδαρχικού τουρκικού κράτους και σε συνεννόηση με άλλα βαλκανικά κινήματα.
Το 1875 το κίνημά τους ηττάται κοντά στην Πρέβεζα και ο Σιαμαντάκας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα... Ο ήρωάς μας είχε λεβέντικη κορμοστασιά και ήταν ξακουστός χορευτής, έτσι σαν τελευταία του επιθυμία ζητάει να χορέψει. 
Ο χορός του όμως τραβάει σε μάκρος, αυτοσχεδιάζει στα βήματά του, πότε αργά πότε πιο γρήγορα, οι κλαριντζήδες αλλάζουν βάρδιες αλλά αυτός εκεί να χορεύει και να μη λέει να σταματήσει. Πλήθος κόσμου τώρα τον συντρέχει και τον επευφημεί, ακόμα και οι τούρκοι έχουν βαλθεί να τον χαζεύουν! Ο Σιαμαντάκας καθώς περνούν οι ώρες προσπαθεί να μην κοιμηθεί και καταφέρνει να μένει ορθός και με τη σκέψη της αγαπημένης του να τον συντροφεύει! Το πρωί της επομένης ο πασάς του Μαργαριτίου (κεφαλοχώρι της περιοχής) εντυπωσιασμένος από το ήθος και το τόλμημα του παληκαριού, του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει ελεύθερο!

Άλλη άποψη
Σιαμαντάκας: Ηπειρώτικο παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Θεσπρωτίας, γνωστό στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Πολύ παλιό τραγούδι, το οποίο προερχόμενο από την περιοχή της Θεσπρωτίας ανέπτυξε μια διττή υπόσταση – ελληνόφωνη και αλβανόφωνη – σύμφωνα με τις δύο γλωσσικές ομάδες που συμβίωναν στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η αλβανόφωνη ή η ελληνόφωνη εκδοχή είναι που προηγήθηκε, πάντως ο Οσμαντάκας (Οσμάν Τάκο ή Σιαμαντάκας) ήταν ένας αρβανίτης λαϊκός ήρωας του 19ου αιώνα. 


Γεννημένος κατ΄ άλλους στην Κονίσπολη της σημερινής Αλβανίας, κατ’ άλλους στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας ήταν αρχηγός και εμπνευστής αντικαθεστωτικής εξέγερσης στην περιοχή. Μαζί του πλήθος λαϊκών αγωνιστών (Ελλήνων και Αλβανών) δώσανε σκληρές μάχες εναντίον των τσιφλικάδων και του τουρκικού κράτους.


Όταν το κίνημά του ηττάται και ο ίδιος συλλαμβάνεται και οδηγείται μπροστά στον μπέη του Μαργαριτίου Θεσπρωτίας, ο Οσμαντάκας ζητά ως τελευταία επιθυμία πριν την εκτέλεσή του να χορέψει. Ο θρύλος λέει πως το παράστημά του, τα πατήματά του, ο αυτοσχεδιαστικός χορός του εντυπωσίασαν τόσο πολύ τους Τούρκους και όλους τους παρευρισκόμενους ώστε ο μπέης τελικά του χάρισε τη ζωή!

Μάλιστα αναφέρει πως ο στίχος «εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω, σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω» που προσμίχθηκε στο τραγούδι του Οσμάν Τάκα, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Ανήκει στο «Μαύρα μου μάτια και κοντοκλαδεμένα».
Το γύρισμα του τραγουδιού είναι στον τσακιστό πωγωνίσιο σκοπό και αμέσως μετά σε δίστιχα της αγάπης, που τραγουδιούνται πάνω στον τετράσημο σκοπό του πωγωνίσιου χορού.


Οσμαντάκας & Πωγωνίσια γυρίσματα - Δολό Πωγωνίου
Τραγούδι: Βαγγέλης Ντάκας
Κομπανία: Κώστα Βέρδη
Δίσκος: «Γλώσσα μου γλυκιά μου γλώσσα άνοιξε πες μας καμπόσα» – Πολιτιστικός Σύλλογος Δολού Πωγωνίου


Οι αληθινοί στίχοι του Οσμαντάκα όπως τους θυμόταν η Φανή Δημοπούλου:


Γεια σου (ω)ρέ Οσμάν Τάκα, τη λεβεντιά σου να ’χα.
Ωρέ πήγα να σκοτώσω, τέτοιο παλικάρι
Ωρέ σαν χορεύει, πηδάει σαν το λιοντάρι.
Σου χαλαλίζω και τη ζωή σου,
χόρεψε, μπίρο μου, με την ψυχή σου

Πωγωνίσια δίστιχα:
Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη
να κυνηγάει τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι.
Εμένα μου είπαν δυο πουλιά, δυο μαύρα χελιδόνια
πώς θα περάσω βάσανα σε όλα μου τα χρόνια.
Ζαλίζομαι, μωρέ ζαλίζομαι, όταν σε συλλογίζομαι.
Ζαλίζω το κεφάλι μου, πανάθεμά το χάλι μου.
Γεια σου, Οσμαντάκα...

Ο Οσμαντάκας, ή Osman Taka ή Σιαμάντακας, ή Σμαντάκας ή Σαμαντάκας, ήταν ένας Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 19ου αι. από τις Φιλιάτες, που τον τραγουδούνε δυο λαοί, Έλληνες και Αλβανοί. 

Λέγεται πως είχε ξεσηκωθεί κατά των Οθωμανών και πως όταν τον έπιασαν και θέλησαν να τον εκτελέσουν, εκείνος ζήτησε να χορέψει (τελευταία επιθυμία). Οι οθωμανοί μερακλώσαν τόσο από το χορό του Σμαντάκα που τον αφήσαν ελεύθερο. Όμως εκείνος συνέχισε να τους δημιουργεί προβλήματα και έτσι όταν τον ξαναπιάσανε τον σκοτώσανε. 
Η λαϊκή μούσα εμπνεύστηκε από τη λεβεντιά του Σμαντάκα και τον έκανε δημοτικό τραγούδι. 
Το ελληνικό τραγούδι λέει πάνω κάτω τα εξής λόγια: 

Aιντε, Οσμαντάκα, τη λεβεντιά σου να 'χα!
Τη λεβεντιά σου να 'χα! Γεια σου, Οσμαντάκα!
Αϊντε, σύ κοιμάσαι και 'γω νυστάζω,
Σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Μαύρα μου μάτια και κοντυλογραμμένα,
Ως πότε θα κοιμόσαστε χώρια από μένα?
Ξύπνα, Οσμάντάκα, και βάλε τα τσαρούχια!
Στρίψε τη μουστάκα! 
Γεια σου Οσμαντάκα!

Aκούστε την Αρβανίτικη εκδοχή

Ακούστε την Αλβανική εκδοχή, σε 2 διαφορετικές εκδόσεις





www.adelfotitavissanis.blogspot.gr

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Από τα Μονοπάτια της Φτώχειας στην Χρυσή Κορυφή | Η Ιστορία του Ανδρέα

 Ο Άγνωστος Ήρωας που Άγγιξε το Όνειρο: Η Αληθινή Ιστορία του Ανδρέα

Στο χωριό Κεράσοβο Μακρυνείας, στην Αιτωλοακαρνανία συναντήσαμε τον 22χρονο Ανδρέα Κατώπη.
Μεγαλωμένος σε μια μικρή κοινότητα, ο Ανδρέας είχε από μικρός μια βαθιά αγάπη για την φύση και το περιβάλλον. Τα καλοκαίρια, αντί να παίζει με τα άλλα παιδιά, προτιμούσε να εξερευνά τα γύρω δάση με το ποδήλατό του. Με κόπο και προσπάθεια, κατάφερε να επισκευάσει το παλιό του ποδήλατο και να το κάνει ένα με το σώμα του.
Όταν ανακοινώθηκε ότι θα διεξαχθεί ένας αγώνας ποδηλασίας βουνού στην περιοχή, ο Ανδρέας δεν δίστασε να συμμετάσχει. Παρά το γεγονός ότι ανταγωνιζόταν με αθλητές που είχαν τα πιο σύγχρονα ποδήλατα και εξοπλισμό, ο Ανδρέας κατάφερε να ξεχωρίσει για την αντοχή και την τεχνική του. Η νίκη του στον πρώτο αυτό αγώνα ήταν μια έκπληξη για όλους, αλλά για τον ίδιο ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας.
Μετά από μια σειρά από νίκες σε τοπικούς και περιφερειακούς και Πανελλήνιους αγώνες, ο Ανδρέας κατάφερε να τραβήξει την προσοχή μεγάλων ομάδων ποδηλασίας. Ωστόσο τα έξοδα για την προετοιμασία του ήταν και είναι δυσβάσταχτα για εκείνον και την οικογένειά του.
Η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του Ανδρέα ήρθε όταν κατάφερε να κατακτήσει το πρώτο χρυσό μετάλλιο στους Πανελλήνιους Αγώνες. Καθώς ανέβαινε στο βάθρο και άκουγε τον εθνικό ύμνο, σκεφτόταν όλα όσα είχε περάσει για να φτάσει εκεί. Ήταν μια στιγμή μεγάλης συγκίνησης, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για όλο το χωριό του.
Η ιστορία του Ανδρέα είναι μια ιστορία επιμονής, πίστης στον εαυτό και αγάπης για τον αθλητισμό. Έδειξε ότι ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Και το πιο σημαντικό, έδειξε ότι ο αθλητισμός έχει τη δύναμη να αλλάξει ζωές και να ενώνει ανθρώπους.

Παραγωγή: Greek Village Life