Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Δεκαετία του 50ήντα, παιδάκια μαξούμια τα περισσότερα με φουστανάκια παιδιά κορίτσια μαζί με τους γονιούς στα χειμαδιά, εκεί σκορπισμένα στα λιβάδια της Ρωμιάς, της Φιλιππιάδας και Άρτας βοσκώντας τα ζωντανά μας.
Όλοι από άγονα μέροι της Ηπείρου μας, Βλάχοι, Σαρακατσαναίοι, Αρβανίτες, Ανωγιάτες, Κραψίτες, Μελιανίτες. Ο καθένας κουβάλαγε και την ιστορία του χωριού τους μα όλοι για ένα σκοπό, να βγει το τσουκάλι του φτωχού και με έναν θεό στα παρακάλια μας.
Κραψίτες και Ανωγιάτες σχεδόν μια φάρα, μάλλον οι Ανωγιάτες να το είχαν και κρυφό καμάρι μόνο για μερικά καλά που κάναν οι κλέφτες οι Ρετζαίοι που ήταν χωριανοί τους. Συνήθειο όταν βρισκόταν μαζί η φιλοφρόνηση ήταν [ α να σε πάρει ο αέρας ]. 'Όταν περάσαν οι κατακτητές έρχουντε φώναζαν οι Γιουρμανοί και τους πλάκωσαν με τις κοτρώνες. Οι δε Κραψίτες που δεν πάτησε Γερμανός στο χωριό μας και την νίλα που τους κάναν στην Μπαλτούμα. Βέβαια σε αυτούς ακολουθούσε η ρετσινιά, [λύκος δεν πέρασε Κραψίτης δεν πέρασε κάπου εδώ είναι η προβατίνα]. Αφού είχαν τόσες απώλειες σε επτά μέρες δρόμο από Κράψη για Ρωμιά, τι θα κάναν και αυτοί τσοπαναραίοι χωρίς κοπάδι θα ήταν; Πέντε τους κλέβανε δεκαπέντε αυτοί. Και να μην αδικήσω και τους Κρανιώτες και αυτοί για την παλικαριά τους να συμπληρωθεί αυτό που λέμε συχνά στη πατρίδα μας, "Κράψη, Ανώι και Κρανιά" τα τρία ηρωικά χωριά.
Τα τσελιγγάτα τα μεγάλα λειβάδια ήταν τρία, του Κώστα Μάστορα που αν θυμάμαι καλά ήταν από τα Ζαγόρια, του Μπαρέκα απο τα χωριά του Μετσόβου και του Μητροκώστα του χωριανού μου που ξεκινάγανε αυτά τα τσελιγκάτα απο την λίμνη Ζηρού και φτάνανε μέχρι τα Λιοβούνια για βοσκή.
Η ζωή στα χειμαδιά ήταν πολύ δύσκολη, να φανταστείτε ότι τα μαντριά ήταν σκεπασμενα με τσίγκια και η καλύβα που μέναμε με άχυρο. Το ψωμί δεν χορταινότανε με τίποτα, ήμασταν και μεγάλη φαμήλια βλέπετε. Θυμάμαι τις Κυριακές κάτι ύπνους που έριχνα τα μεσημέρια στα μαντριά μέσα στα άχυρα και να βρέχει [ να ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμάμε ]. Ο τσέλιγγας είχε ένα σπίτι που το λέγαν Κούλια όπως η κούλια της Παραμυθιάς, ένα σπίτι οχυρό, δεν ξέρω κανένας μπέης θα το είχε φτιάξει που έβλεπε όλο το βοσκοτόπι. Είχε έναν μπαξέ εκεί στην Μαυρή, (μια αποξηραμένη λίμνη). Πέρναμε τα πορτοκάλια και τις φλούδες τις πετάγαμε στην αυλή της κούλιας, οπότε πως να ήταν κλεμμένα κι άμα ήταν χαζοί ήμασταν να πετάγαμε τς φλούδες στην πόρτα του τσέλιγγα; Βέβαια κάτι του πήγαινε στραβά αλλά το έπινε με το ζουμί του.
Θυμάμαι την περίπτωση με το Βελλή τον σκύλο. Ήταν άνοιξη, στο κακκάβι έβραζε έξω στην λάκκα το κουνέλι πού πιάσαμε στην παγίδα. Μια ούντα πέρασε ο σκύλος ο Βελλής που κυνήγαγε μια γάτα και πηδάει πάνω από την φωτιά του μπαίνει σαν λαιμοδέτη το αρβάλι από το κακκάβι, αρέντα εγώ να κυνηγώ το Βελλή, πωπώ τι στο καλό τι θα πω τώρα στον τσέλιγγα, νάτος και έρχεται.
-Γάκου πως βρέθηκε τό κακάβι στο λαιμό στου σκυλί, με αυτό βρήκες να παίξεις;
Αφού του εξήγησα ότι το κακάβι είχε δήθεν λαγό και ο Βελλής κυνήγαγε την γάτα και χώθηκε το αβάλι στο λαιμό του βελή, τώρα τον κυνηγάω εγώ για να πάρω τον λαγό.
-Μπράβο μου λέει ο αφέντης, καλά έκανες για να μη μας κυνηγάει ο βελλής τα κουνέλια. Και που να ήξερε ότι Βελλής ήταν ο αδερφός ο μεγάλος που δεν άφηνε τα δυό αντάμα. Εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω την θειά Θύμιαινα, (που την θυμήθηκα, τώρα να είναι καλά εκεί ψηλά με τον αδικοχαμένο άντρα της). Όταν κατέβαζε ένας ξηροπόταμος μας έπαιρνε στό λαιμό και μας πέρναγε απέναντι, αυτή η ανδρογυναίκα χήρα σαν την γριά Τζαβέλαινα φερόταν με τους τρόπους της και την παλλικαριά της.
Ο χειμώνας πέρασε, μπήκε ο Απρίλης καιρός για το χωριό. Μια Κυριακή του Απρίλη πήρα το λεωφορείο από την Φιλιππιάδα για Γιάννενα. Στις πρώτες θέσεις καθότανε ένας πάππους με το εγγόνι του, εκεί κοντά στα πλατανάκια μας πιάνει μια βρώμα σαν να ήταν απο χαλέ. Ακούω το μικρό που φώναζε "Πάππου πάππου" και του έδειχνε τον πισινό του.
-Τι είναι χέσκες ωρέ του λέει ο πάππους.
-Ναι χέσκα πάππου του απαντάει το αγγόνι.
Σταματάει το λεωφορεί στο ποτάμι, του πλένει ο πάππους τον κώλο του παιδιού σε μια γούρνα, το σκουπίζει το παιδί με ένα μαντίλι που σκούπιζε την μύτη του ο παππούς που είχε μια κόρα μύξα, ευκαιρία πλύθηκε και το μανήίλι του πάππου και ξεκινησαμε. Εκεί στην Κανέτα άρχιζα και ζαλιζόμουνα, άνοιξα το παράθυρο και έφτυνα έξω. Καμιά βολά ακούω έναν μπάρμπα που ήταν από πίσω να φωνάζει, [ωρέ κάποιος με φτύν απόξω ωρέ]. Με τα πολλά κατάλαβα τι γινότανε και του λέω:
-Μπάρμπα δεν αλλάζουμε θέση που είμαι μικρός και δεν με πιάνουν οι σφαίρες, και έτσι έγινε. Ο μπάρμπας είχε ξεχάσει ένα πακέτο τσιγάρα εκεί στο κάθισμα, (τα θυμάμαι καλά έθνος κόκκινο ήταν). Τα πήρα εγώ και τα έριξα στο τρουβαδάκι μου. Θα το δώκω στον μπάρμπα Βαγγέλη που όλη μέρα παιδεύεται με εκείνον το κολοκοτρωναίικο σουγιά πάνω σε μιά σανιδούλα να φτιάκει δυό τσιγάρες και τά χέρια του και τα μπουστάκια του γινήκαν σαν λεμόνι και το ντουμανιάζει σαν μπουχαρής. Γυρνάει ο μπάρμπας κα μου λέει, [α ρε παλιοντατκανάρ πολύ εξυπνο παιδί είσαι, αυτός σταμάτησε να φτύνει απόξω ωρέ ]. Εγώ είχα την αγγούσα μην πάρει χαμπάρι το πακέτο, ευτυχώς κατέβηκε εκεί στο Αυγό.
Κατεβήκαμε στο πρακτορείο, τώρα τι κάνω Κυριακή δεν έχει λεωφορείο για Κλαζιάδες [μέχρι εκεί πήγαινε το λεωφορείο] .Λέω δεν βαριέσαι τι Κλαζιάδες τι Λογγάδες, παίρνω το καραβάκι σχεδόν μονόξυλο, αφού δεν μας έκανε να βρούμε την κυρα Φροσύνη πάλι καλά και βγαίνω απέναντι.
Εκεί στην ανηφόρα στο Δρίσκο βλέπω τον Μένη τον κερατζή, είχε τρία μουλάρια κανταρέλα τράβαγε για το χωριό. Αφού τα είπαμε και τι γυρίζει και μου λέει ο αθεόφοβος:
-Γιωργάκ αν είχα ένα τσιγάρο τώρα θα σε πήγαινα γκότσια μέχρι το χωριό
-Θα σου δώκω δυό αλλά θα μπω στα πανοκάπουλα στο άλογο μέχρι το χωριό.
Σιγά μην του τα έδινα όλα μην ξεχάσω και τον μπάρπα μου το Βαγγέλη, που μόλις τα είδε και του έδωσα το πακέτο μου λέει, [ μπράβο Γάκο να σε φλήσω εκεί που δεν σε φίλσε η μάνα σ ωρέ ].
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου