Μεταξύ των διαφόρων ηθικοπλαστικών, συναισθηματικών και τρυφερών λόγων για την Ελλάδα, ο μετριότατος, συνταξιούχος πολιτικός Χέλμουτ Σμιτ, είπε και κάτι σημειολογικά ορθότατο: η Γερμανία εκδηλώνει στάση που παραπέμπει στη κουλτούρα και το πολιτικό κλίμα που προηγήθηκε του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή είναι και η προσωπική μου αίσθηση. Πράγματι το Βερολίνο νοιώθει να έχει παντού εχθρούς, ενώ δεν εμπιστεύεται τους φίλους του. Αισθάνεται ξανά περικυκλωμένο και αναζητεί διέξοδο από την οικονομική ασφυξία, με την οποία θεωρεί ότι το απειλεί το παγκόσμιο σύστημα. Αυτή τη φορά δεν είναι το Λονδίνο που δολοπλοκεί εις βάρος του, αλλά το χρηματοπιστωτικό λόμπυ, που, στα «μάτια» τους, μοιάζει να έχει απλώσει παντού τα πλοκάμια του. Δεν είναι ψέμα αυτό, αλλά η πολιτική στρατηγική, για να είναι επιτυχής μακροχρονίως, δεν θα πρέπει να χαράσσεται με φοβικά στοιχεία και την αίσθηση της «περικύκλωσης».
Ο νέος γερμανικός εθνικισμός, φαίνεται να αντανακλά σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τα φοβικά χαρακτηριστικά της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας των αρχών του 20ου αιώνα, τα οποία διαμόρφωσαν το κλίμα, ώστε να καταλήξουμε στην ευρωπαϊκή καταστροφή του 1914-1918. Θυμίζω ότι αυτόν τον πόλεμο δεν τον ήθελε κανείς, όλοι τον εξόρκιζαν, όλοι φρόντιζαν να διασκεδάζουν τις συνθήκες που αντικειμενικά διαμόρφωναν τις πιθανότητες να επισυμβεί, αλλά παρόλα αυτά όλοι κατά βάθος έτρεμαν με την ιδέα ότι αποτελούσε ένα σοβαρό ενδεχόμενο. Κατέστρωναν έτσι πολεμικά σχέδια επί σχεδίων και κινούντο διπλωματικά και οικονομικά αναλόγως, ώστε αν ξεκινούσε μια θερμή διένεξη, ο καθένας από την πλευρά του να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Το 90% αυτών των κινήσεων, προετοιμασίας για μια παγκόσμια σύγκρουση από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις γινόταν στο παρασκήνιο και μυστικά. Από το 1909 έως το 1914 η μυστική πολιτική, η μυστική διπλωματία και η μυστικότητα στους οικονομικούς σχεδιασμούς, αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που ακόμη προκαλεί δέος στους ιστορικούς. Όλα κινούντο υπόγεια, ενώ το πνεύμα συνωμοτικότητας κυριαρχούσε σε όλα τα κέντρα των αποφάσεων, όπου κανείς δεν έμοιαζε να εμπιστεύεται τον Άλλο. Αυτά συνοδεύτηκαν από μια πολιτική παραφιλολογία και ένα κύμα πρωτοφανούς παραπλανητικής και προβοκατόρικης προπαγάνδας που κατασκεύαζε ο Τύπος της εποχής, σε συνδυασμό με επικίνδυνα οικονομικά ανοίγματα από όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, που δανείζονταν αφειδώς από εξωτερικές πηγές και όσοι δεν μπορούσαν, από εσωτερικές, ενώ δάνειζαν στη συνέχεια τους «μικρούς» συμμάχους τους, κυριολεκτικά τυχοδιωκτικά.
Προφανώς εκείνη η προπολεμική ατμόσφαιρα, ενώ εμφανίζει σημειολογικές αναλογίες με την σημερινή κατάσταση, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται πολιτικά ή οικονομικά με το σύγχρονο αδιέξοδο της παγκοσμιοποίησης. Τα πολιτικά φαινόμενα δεν εξελίσσονται γραμμικά, ούτε ο δαρβινισμός στις κοινωνικές επιστήμες θα μπορούσε να θεωρηθεί ορθή οντολογική προσέγγιση της ιστορίας. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι η ιστορία ΔΕΝ επαναλαμβάνεται. Ο τρόπος όμως ιστορικής τοποθέτησης των κοινωνιών, από παράγοντες εξουσίας και από μοντέλα διακυβέρνησης τείνει σε πολλές περιπτώσεις να αναπαριστά το σήμερα με επιτηδείως γνωσιολογικά διαμορφωμένες σχέσεις του παρελθόντος. Έτσι κατασκευάζεται το πολιτικό κλίμα.
Παρατηρώντας λοιπόν να δομείται σήμερα κλίμα που ανάγεται διαλεκτικά σε εκείνο του 1909-1914, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν αναλογίες σε γεγονότα και στις σχέσεις μεταξύ των επιμέρους παραγόντων ισχύος, αλλά ότι το διεθνές σύστημα αντιλαμβάνεται και προβάλλει την τρέχουσα διάσταση της παγκόσμιας πολιτικής διένεξης με όρους πολιτικοοικονομικής ισχύος εκείνης της περιόδου πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τούτο είναι πολύ κρίσιμο για την εκτίμηση των εξελίξεων. Ξέρετε, τα γεγονότα διέπονται από μια «τύχη» και μια πολιτική ανάγκη που διαμορφώνει τις συνθήκες πιθανοτήτων για την εκδήλωση του «τυχαίου». Προσδιορίζοντας τους πολιτικούς όρους διαμόρφωσης της γενικής ατμόσφαιρας, η οποία εν τέλει δομεί και αναπαριστά την κοινή γνώμη, ουσιαστικά διακριβώνεις ένα σημαντικό μέρος των συνθηκών που προανέφερα. Το υπόλοιπο αφορά στην μορφή διακυβέρνησης και στις συγκυριακές, σχέσεις μεταξύ των παγκόσμιων παραγόντων (παικτών), οι οποίες ορίζουν και το συμφέρον του καθενός από αυτούς. Προσοχή, το συμφέρον (εθνικό, οικονομικό, στενά πολιτικό) δεν καθορίζεται από κάθε παίκτη αυθαίρετα, αλλά αποκλειστικά στο πλαίσιο των σχέσεων των παραγόντων που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης ( πχ. Παγκοσμιοποίηση), η οποία εσωτερικεύει και την συνεργασία και την διένεξη.
Άρα, στο βαθμό που διαπιστώνουμε προπολεμικό κλίμα στην ΕΕ, με σημειολογική αναφορά στην ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εννοούμε ότι η έννοια του συμφέροντος δομείται σε ένα παρόμοιο πλαίσιο αρχών, προκαταλήψεων, στάσεων και συμπεριφορών που παραπέμπουν στην πολιτική κουλτούρα των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτό προφανώς επισημαίνει με αγωνία ο γηραιός πολιτικός Χέλμουτ Σμιτ, εστιάζοντας στην γερμανική στάση. Αν ήθελε όμως να ήταν απολύτως ορθή η προσέγγιση του, θα έπρεπε να «γενικεύσει», σχολιάζοντας την παγκόσμια κουλτούρα στην διεθνή πολιτική. Μπορεί η Γερμανία να είναι και πάλι ο κακός του κόσμου και να εμφανίζεται ή να συμπεριφέρεται ως «τρομοκράτης» ευρωπαϊκών λαών και της παγκόσμιας σταθερότητας, αλλά δεν είναι αυτή στην πραγματικότητα που δημιουργεί το πρόβλημα. Η κρίση προκύπτει από την σύγκρουση ενδοκαπιταλιστικών συμφερόντων, όπως ακριβώς συνέβη στην αρχή του περασμένου αιώνα. Η Γερμανία απλώς είναι ένας κεφαλαιώδης παράγοντας ισχύος, που βρίσκεται σε συγκυριακή αντίθεση με τον κυριαρχικό παράγοντα διαμόρφωσης και ελέγχου της παγκοσμιοποίησης, με τον οποίο συνδέονται οργανικά οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία και σε μικρότερο ( και διαφορετικό βαθμό) οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες - και όχι μόνον αυτές.
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε Γαλλογερμανικός άξονας στην μεταπολεμική Ευρώπη μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γάλλοι και Γερμανοί ήταν και παραμένουν οι βασικοί ανταγωνιστές στην ήπειρό μας. Αυτό που έγινε ήταν η συγκυριακή ευθυγράμμιση των συμφερόντων της αστικής τάξης της Γαλλίας και της αντίστοιχης της Γερμανίας, υπό την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και την ενεργό πολιτική, οικονομική και διπλωματική «πίεση» των ΗΠΑ, τόσο την περίοδο του ψυχρού πολέμου, όσο και μετά. Στο βαθμό που οι χρηματιστές της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου έρθουν σε ρήξη με την γερμανική κυβέρνηση θα μεταβληθεί και η σχέση Γαλλίας-Γερμανίας. Έχει παρέλθει ο καιρός που η πολιτική τάξη στη Γερμανία και τη Γαλλία ένοιωθε την ανάγκη της σύμπραξης, για να αντιμετωπισθεί από κοινού η ταπεινωτική για τους ίδιους παρέμβαση των Αμερικανών στα εσωτερικά τους ή στα εσωτερικά της ΕΟΚ/ΕΕ, ή αναφορικά με συμφέροντά τους που αρθρώνονταν σε άλλες ηπείρους η περιοχές της Ευρώπης. Αυτή η γαλλική κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό σύστημα στη Γαλλία έχει πλέον ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική των ΗΠΑ. «Κρέμονται» πλέον από τις ΗΠΑ, όπως πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ένοιωθαν την ανάγκη, έστω και με βαριά καρδιά, να συνεργαστούν στενά με το Λονδίνο και να αποταθούν για κάθε είδους βοήθεια στη κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ενώ, λοιπόν, οι Γάλλοι ομιλούν καλύτερα παρά ποτέ την Αγγλική, οι Γερμανοί επιχειρούν να επιβάλλουν την δική τους (πολιτικοοικονομική) γλώσσα στην ΕΕ. Αυτό μέχρι τώρα, παρά την εμφανή ενόχληση των Γάλλων, δεν έχει οδηγήσει σε ανοιχτή σύγκρουση. Από κάτω όμως βράζει το καζάνι, όπως διαπίστωσε τις προάλλες και το DER SPIEGEL. Ασφαλώς και δεν γνωρίζω πότε και με αφορμή ποιο συμβάν θα ξεσπάσει ανοιχτή διένεξη μεταξύ της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης. Μπορώ όμως βάσιμα να στοιχηματίσω, ότι αυτό θα είναι έλασσον και πιθανότατα δεν θα αφορά στον πυρήνα του προβλήματος της κρίσης, έτσι ώστε να μην «εκτεθούν» ιδιαίτεροι στόχοι και αποκαλυφθούν μυστικές στρατηγικές. Τούτο δεν σημαίνει ασφαλώς ότι θα οδηγηθούμε σε πόλεμο με στρατιωτικά μέσα στην ήπειρό μας - δεν μπορώ ούτε καν να φανταστώ έναν τέτοιο πόλεμο ή ακόμη και έναν νέο Παγκόσμιο Πόλεμο που θα ξεκινούσε κάπου αλλού αυτή τη φορά - ούτε καν ότι θα διαλυθεί τυπικώς η ΕΕ. Απλώς θα εισέλθουμε σε μια περίοδο έντονης καχυποψίας και αντιδραστικότητας από όλες τις πλευρές, που θα καθιστούν ολοένα και πιο προβληματική τη συνεργασία των δύο αυτών χωρών για την επίλυση προβλημάτων. Στο τέλος ως μέγα πρόβλημα θα εμφανισθεί η ίδια η Γαλλογερμανική συνεργασία και κάπου εκεί θα βιώσουμε την ουσιαστική, αν και όχι οπωσδήποτε τυπική, πολυδιάσπαση της ΕΕ.
Όμως μέχρι να φτάσουμε στο σημείο αυτό υπάρχει ακόμη πολύς χώρος - σε ότι αφορά τον χρόνο είναι άλλο ζήτημα - για να αναπτυχθούν διπλωματικές πρωτοβουλίες και επιτήδειες στρατηγικές από όλους τους κεντρικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την δυναμική της κρίσης. Το φαινομενικά αποφασιστικό διακύβευμα αφορά στον ρόλο της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, καθώς η περίπτωση έκδοσης ομολόγων λαμβάνει ολοένα και περισσότερο περιθωριακά χαρακτηριστικά. Ο αμερικανικός παράγοντας σε συνεννόηση κυρίως με τους Γάλλους, κατάφερε με την αμέριστη βοήθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου, να τοποθετήσει το ΔΝΤ ως παράγοντα στην διαχείριση χρέους της ευρωζώνης. Αυτό το οποίο αρχικά δεν άρεσε στην γερμανική πλευρά, αργότερα και πριν ενταχθεί η χώρα μας στον ατομικό μηχανισμό, φάνηκε ως καλή ιδέα που σήμερα επιχειρείται να αξιοποιηθεί για να απεμπλακεί η γερμανική κυβέρνηση από την ευθύνη άμεσης αναδιαμόρφωσης των θεσμών της ευρωζώνης και της ΕΕ προς μία κατεύθυνση που είτε δεν συμφέρει την ίδια, είτε θα δημιουργούσε πρόβλημα στην σχέση της με την Γαλλία και με τους υπόλοιπους ετέρους της. Έτσι σήμερα Γάλλοι και Γερμανοί επιχειρούν να «πετάξουν το μπαλάκι» στο ΔΝΤ, καθιστώντας το τον βασικό φορέα διαχείρισης της κρίσης με την άμεση μεταφορά κονδυλίων από τις Κεντρικές Τράπεζες της ευρωζώνης σε αυτό, ώστε να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο που θα χρηματοδοτεί τα προγράμματα στήριξης των πτωχευμένων κρατών-μελών. Ενώ η αμερικανική Fed δηλώνει κατ' αρχήν διατεθειμένη να συμβάλει στην ενίσχυση αυτού του ταμείου, η αμερικανική διοίκηση αλλά και άλλες κυβερνήσεις μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων, φαίνεται να εκφράζουν έντονο προβληματισμό, εστιάζοντας τόσο στις οικονομικές παραμέτρους του εγχειρήματος όσο και στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του Οργανισμού που πιθανότατα θα απαιτηθεί.
Με την κίνηση αυτή, που θα απασχολήσει τις επαφές του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ κατά την επίσκεψη του στην Ευρώπη, οι Γερμανοί επιχειρούν να βγουν από την γωνία και να διεθνοποιήσουν το πιστωτικό πρόβλημα της ευρωζώνης, αποφεύγοντας τα «αγκάθια» που υπάρχουν στην διαβούλευση Γάλλων και Γερμανών κυρίως, αλλά και στην επιχείρηση να βρεθεί ένας κοινός τόπος αντιμετώπισης της κρίσης στην ΕΕ. Προφανώς πρόκειται για μια στην κυριολεξία διπλωματική πρωτοβουλία, η οποία όμως φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στο σημείο αποχώρησής της από την ευρωζώνη. Ουσιαστικά και με αυτήν την κίνηση τίθενται σε αμφισβήτηση οι «μηχανισμοί διάσωσης» της ΕΕ, που παράλληλα με τις δυσκολίες, που έχουν πάρει ανεκδοτολογική μορφή ως προς το PSI, δηλαδή την συμμετοχή των ιδιωτών στο «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους, καταλήγουμε σήμερα να συζητάμε για τον τρόπο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και όχι για την μέθοδο διατήρησής της σε αυτήν. Το κλίμα και εντός και εκτός της χώρας μας είναι έτοιμο για να αρχίσουμε πάλι να συζητούμε και να θέτει το καθεστώς διλήμματα διασωστικού χαρακτήρα εκτός ευρωζώνης αυτή την φορά! Τούτο θα επιφέρει αναμφισβήτητα την καθυστέρηση στην κλιμάκωση των «εχθρικών» κινήσεων εντός του δυτικού συστήματος, δίχως να εξαφανιστούν οι προστριβές που σε δεύτερο στάδιο θα προκαλέσουν καθολική συμφόρηση και ακόμα πιο έντονες από σήμερα προστριβές.
Η Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν θα βγει από την μέση για να ολοκληρωθεί η «ρήση» του κ. Παπανδρέου «η Ελλάδα πρώτη μπήκε στην κρίση» . πρώτη θα βγει από την ευρωζώνη! Γι' αυτό την ευθύνη ασφαλώς φέρει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, με πρώτον και καλύτερο ασφαλώς τον πονηρά εγκαταλείψαντα τον πρωθυπουργικό θώκο, Γιώργο Παπανδρέου. Εντός του προπολεμικού κλίματος που διαμορφώθηκε στην ΕΕ, η πολιτικοεπιχειρηματική τάξη της χώρας έδειξε μοναδικό καιροσκοπισμό, παίζοντας το χαρτί της χρηματοπιστωτικής ελίτ, που τελικά πρώτα απ' όλους έκαψε τον ελληνικό λαό, ο οποίος θα βιώσει μέχρι μυελού οστέων την μεγαλύτερη διεθνή κρίση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και που εμφανίζει σημειολογικές αναλογίες με την σύνθετη κρίση της πρώτης ολοκληρωμένης απόπειρας παγκοσμιοποίησης στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου.
Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου