Η θειάκω η Τάτα η καμαροφρύδα, που παράγγελνε να μην κακολογούν και να μην
κρίνουν κανένα, που ορμήνευε πως περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το
ξίδι κι όταν έσμιγε με τα κούτσικα έλεγε κι έλεγε και δεν έβαζε γλώσσα μέσα της
κι ανέβαινε η χαρά της κείνες τις λίγες στιγμές σαν τa δαχτυλίδια του καπνού
στον ουρανό.
Η θειάκω, με το ρυτιδιασμένο σαν σταφίδα πρόσωπο και τα παχουλά σαν
φρατζολάκια χέρια. Η θειάκω, που τις μικρές ώρες κρατούσε την αναπνοή της για ν’
ακούσει τα μυστικά που έφερνε ο άνεμος όταν είχε ολόγιομο φεγγάρι και τα
αινίγματα του κόσμου όταν έπεφτε η βροχή στα φύλλα και στον τσίγκο της καλύβας
και παρακάλαγε τη Μοίρα να μην της έχει γραμμένα άλλα βάσανα κι αν της είχε, νά
’κανε μια αβαρία να τά ’ριχνε στο ποτάμι να τα πάρει το ρέμα.
Ήταν χορτασμένη από φτώχεια, από ορφάνια, από σκοτωμούς, από πολέμους κι από
τα φαρμάκια όχι μόνο της ζωής που έζησε, μα κι εκείνης που δεν έζησε, εκείνης
που γλίστρησε σαν την άμμο μέσα απ’ τα χέρια της και πέρασε. Βάσανα, βάσανα, δεν
ήθελε να ξέρει άλλα. Είχε περάσει τα ενενήντα, σε λίγο κόντευε τα εκατό.
Περίμενε νά ’ρθει η ώρα της να παραδώσει το πνεύμα κι άνοιγε το στόμα και
φυσούσε την πνοή της ανάμεσα από τα δυο δόντια πάνω και τρία κάτω που της είχαν
απομείνει, θαρρείς κι έκανε πρόβα για να βγει η ψυχή κι ύστερα με το δάχτυλο
ζωγράφιζε μια πεταλούδα εκεί πάνω στο φτενό κρύο τζάμι που θόλωνε από τη ζεστή
ανάσα και καμάρωνε: «Τήρα, τήρα φτερά, τήρα ομορφιά!», ποιός ξέρει πώς την
έβλεπαν τα δικά της μάτια την πεταλούδα ή την ψυχή; Αυτή ήξερε, η θειάκω η Τάτα
που όταν ροβόλαγε με το καλάθι στις χωραφιές που μάζευε αγριολάχανα ήταν σαν τη
μερωμένη πέρδικα που μολογά την αγάπη.
Έβγαινε στην αυλή το πρωί, πριν σηκωθεί ο ήλιος αυτή ορθή με τα τρίμματα του
ψωμιού στα χέρια, να τα σκορπίσει στο καλντερίμι να ταΐσει τα πουλιά. «Πούλ,
πούλ, πούλ», τα καλούσε. Ένας ρούβελας μόλις την άκουγε έσερνε φτερό απ’ το
φράχτη με τις περικοκλάδες, καταδέχονταν πεταρίζοντας τα χέρια της και
τσιμπολογούσε τα ψίχουλα δίχως φόβο κανένα. Έδιωχνε μια χοντρή γάτα που είχε:
«Παρέκει εσύ, μην τα σκιάζεις, τσιτ τενιάρα, τσίτο από ’κεί, έχεις γαλοτύρι στο
τσουμπλέκι, ένα σκασμό τρως.»
Ο κόσμος μέσα της μίλαγε μια άλλη γλώσσα, ο κόσμος μέσα της μια ανθισμένη
αμυγδαλιά. Ήξερε την τέχνη να μαζεύει γύρω της τα παιδιά κι ας μην είχε δικά
της. Δυο, δίδυμα ήτανε, παιδιά όχι κορίτσια, τα είχε χάσει στη σαρμανίτσα λίγο
καιρό πριν τον πόλεμο του εικοσιδύο, δεν είχαν βγει ακόμη απ’ τα σπάργανα τα
κακότυχα, τα είχε θερίσει η γρίπη όπως κι άλλα τότε πολλά, τόσο λίγο ήταν το
γραμμένο τους, λίγο. Ύστερα από πέντε χρόνους είχε χάσει άλλο ένα, παιδί κι
αυτό, στη γέννα, είχε δεθεί με το λούρο, πλάνταξε μολόγαγε η μαμή η
Μιχαληβάβαινα, έτσι είχε πάει κι αυτό ούτε ανάσα δεν είχε προλάβει να πάρει. Δεν
έκαμε άλλο.
Είχε βαριά κατάρα λέγανε, απ’ τη μαυροπεθερά, τό ’χε, – πάλι λέγανε οι
μπάμπες στο μαχαλά -, το στόμα πικρό. «Να μην σου βρεθεί μήτε παιδί, μήτε
κοπέλα, μάννα να μην τ’ ακούσεις ποτές, να σου γίνονται τα σπάργανα σάββανα κι η
σαρμανίτσα κασέλα», τση ’λεγε και την έστελνε στον όξω από ’δω, στο διάγουλο το
μεγάλο. Κι όμως, τούτη η θειάκω η Τάτα καλός άνθρωπος, πονετική με όλους, όσο
ζούσε ’κείνη η στρίγγλα η πεθερά κουβέντα δεν της αντιγύρισε κι όταν πέθανε
σκατόλακη δεν την είπε ποτέ κι ας της έπρεπε να την είχε αφήκει άταφη να την
τρώγανε οι τζέρμπες τέτοια που ήτανε. Αυτή τη γιατροπόρεψε και δεν πέθανε το
σαράντα που την είχε χτυπήσει η σφαίρα στον ώμο. Μετά σαν της έρθαν τα χρόνια κι
ανημπόρεψε τη γηροκόμησε κι όταν παράδωσε το πνεύμα, της έβγαλε εκείνο το μαύρο
σκουτί που φορούσε κατάσαρκα για να πιάνουν οι κατάρες -είχε γίνει ένα με τη
σάρκα της σου λέει -, άναψε φωτιά όξω πέρα στο λόγγο, εκεί τό ’ριξε μακριά απ’
ανθρώπους, μην πάει ο καπνός σε σπίτι και το ρημάξει, τόσο το φοβότανε εκείνο το
παλιοσκουτί που ήταντο πιο σκούρο απ’ της Μεγάλης Παρασκευής το μεσοφόρι.
Όπως η κλώσα τα πουλιά, έτσι κι εκείνη σαν έβγαινε στο κατώφλι μετά το
λιόγερμα έβαζε τα χέρια στη μέση και φώναζε: «Ω, παιδάκι! Παιδάκι γραμμένο, κάνε
τσεδώ, έλα ορέ καμάρι τση θειάκως να σε ιδώ ψίχα.» Κι αυτά, ως την άκουγαν
μαζεύονταν όλα σε μια κάμαρη σπίτι, αυτό ήτανε το φτωχικό της, μια κάμαρη μα
κάπως μεγάλη. Στη μέση του βορινού τοίχου είχε το τζάκι με τα πεζούλια αριστερά
και δεξιά στρωμένα με μάλλινα χράμια. Στον ανατολικό ένα παραθύρι με τα κανάτια
από μέσα κι από κάτω το κρεβάτι, ένα ράντζο απ’ αυτά του στρατού στρωμένο με
φλοκωτή και τρία μεγάλα μαξιλάρια υφαντά. Στη μέση είχε ένα χαμηλό σοφρά και
οχτώ κουτσούμπια. Εκεί κάθονταν τα κούτσικα. «Να ζεις να μας μολογάς θειακούλα
Τάτα», της εύχονταν όλα μαζί, ένα στόμα μια φωνή.
Κι όσα τους έλεγε, όλα αλήθεια ήταν, ένα σωρό ιστορίες κι όχι ιστορίες από το
σωρό, παράξενα κακά πράματα και δυστυχίες που γίνανε στον κοσμάκη και συμφορές
μεγάλες. Απίστευτα όλα, δυο πόλεμοι ήταν αυτοί κι ένας ο εμφύλιος, μα κοντά σ’
αυτά μολόγαγε και τα θάματα του παλιού καιρού όλα μαζί, από το ίδιο σακουλάκι
της καρδιάς έβγαζε τα λόγια και πάντα μια καραμέλα για το τέλος, για να μείνει η
γλύκα στην κορφή να λένε λογάκια ζαχαρένια.
«Τι φέρνει η νύχτα θειάκω;» ρώταγαν.
«Άστρα να τα μετρήσουμε παιδάκια γραμμένα και φεγγάρια να γλέπουμε το δρόμο»,
απάνταγε.
«Και πώς γλιτώσατε τόσους χαλασμούς;»
«Γλιτώσαμαν καμάρια, γλιτώσαμαν απ’ τα θηρία τα μεγάλα και τώρε όπως
καταντήσαμαν θα μας φαν οι δικοί μας ψύλλοι», τούτους τους δικούς μας ψύλλους
πάντα τους φοβότανε η δόλια είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια της.
«Πόσες κακές ώρες έχει η ζωή;» ξαναρώταγαν.
«Όσα φέρνει μια ώρα, δεν τα φέρνει μια ζωή», αποκρίνονταν.
«Έχει συμπόνια ο θεός θειάκω;» την είχε ρωτήσει ένα βράδυ η Κρινιώ.
Ορφανεμένο από μάνα ήταν το άμοιρο το θηλυκούδι, ζούσε με τον πατέρα και τον
αδερφό της, στο τελευταίο σπίτι έξω απ’ το χωριό πέρα στη ράχη. Δυο μαντραχαλέοι
στοιχειά και μόνο που τους ίγλεπες σ’ έπιανε λιγοθυμιά. Κι ο ίσκιος τους μάναχα
νά ’πεφτε πάνω σου σε τρόμαζε.
«Αν είχε παιδάκι μ’, θα μ’ είχε πάρει από χρόνους, μα αλησμονά κι αυτός, που
να προλάβει, θεέ μου σχώρα με», της φάνηκε βαριά η κουβέντα που ξεστόμισε μα
τώρα δεν μπορούσε να τη γυρίσει πίσω.
Μετά, γύρισε απότομα το ξεβαμμένο της βλέμμα στο κορίτσι. «Τι ρώτημα ήταν
τούτο;» συλλογίστηκε και το κοίταξε άλλη μια φορά πιο πονετικά. Μικρό το
καημένο, μικρό στην τελευταία τάξη του δημοτικού ήτανε. Γιομάτα νυχτερίδες της
φάνηκαν τα μάτια του πριν τα χαμηλώσει στο πάτωμα. «Ούι, ούι τι γλέμμα έχει το
δόλιο, δεν είναι μόνο η ορφάνια, δεν είναι», είπε από μέσα της κι άπλωσε το χέρι
και χάιδεψε το κεφάλι της Κρινιώς με στοργή.
Καμιά φορά χτυπούσαν τα μηλίγγια της από την ένταση κι η καρδιά της
φτεροκοπούσε ίδιο τρομαγμένο πουλί. Τό ’χε για κακό σημάδι όταν τό ’νιωθε. Έτσι
αισθάνθηκε και τότε. Μετά είδε που ήταν τόσα μάτια καρφωμένα πάνω της, της
ερχόταν κάπως ντροπή, δεν της πήγαινε να σκιάζονται οι ψχούλες. Σηκώθηκε, έβρεξε
τις παλάμες με κρύο νερό κι έκανε πως έστρωνε με τα χέρια το τσεμπέρι της. Είπε
και δυο λόγια από μέσα της να ξορκίσει την κακιά ώρα. Για να της περάσει η
αγκούσα πήρε και δυο βαθιές ανάσες.
«Ούτε καλμαλίνη, ούτε κινίνο, κρύγιο νερό, αυτό είναι το φάρμακο», δήλωνε κι
άπλωνε τα χέρια και μοίραζε κανάκια και ξεστράτιζε την κουβέντα σ’ αυτά που δεν
πονούσαν τόσο πολύ.
Τους έλεγε τότε, πως στ’ αυτιά της βούιζε η θάλασσα, αυτή έφταιγε, που είχε
πάρει τον πατέρα της άναυλα μακριά στην Αμερική και πίσω δεν τον έφερε κι ας
παρακάλαγε η μάννα της δεκαεφτά χρόνια, μέχρι που απόκαμε η μαύρη και πέθανε απ’
τον καημό. Η θάλασσα, αυτή πάλι έφταιγε που είχε φέρει έναν άλλο ξενιτεμένο
δεκαπέντε χρόνους μεγαλύτερο της και της τον έδωκε γι’ άντρα η νούνα, αυτή η
σοκακιάρα την είχε πάει μπουλωμένη νύφη στα γονικά του με το μουλάρι, τρεις ώρες
δρόμο έκαμαν μέχρι να φτάσουν τότε. Μετά η θάλασσα τον ξαναπήρε μακριά, αφού δεν
της έζηγαν τα παιδιά, αφορμή γύρευε. «Εσύ είσαι η αιτία, χαντακωμένη, δεν έχεις
καλό ριζικό», της είπε ένα βράδυ και την άφηκε με τη μάννα και τον πατέρα του,
σάματις ήτανε δικοί της γονέοι. Έφυγε και δεν ξανάηρθε, χαμπέρι δεν έστειλε με
κανέναν, ποτέ.
Τι να ’κανε η μάγκουφη; Τους γηροκόμησε. Και να πεις ο γέρος έζησε λίγο δεν
την δυσκόλεψε, είχε και το στόμα μαζεμένο, ήσυχος άνθρωπος ο σχωρεμένος, μα
εκείνη η λώβα η πεθερά ξίκι να γένονταν η σκιορεμένη, η κανούτα, ούτε με θεό,
ούτε με άνθρωπο ήθελε αλισβερίσι, δεν ταίριαζαν τα χνώτα της με κανένα.
Η ίδια δεν την είχε δει ποτέ τη θάλασσα, μόνο από μια φωτογραφία κι απ’ τις
κουβέντες της νούνας είχε σχηματίσει γνώμη και δεν ήταν η καλύτερη. Κρύος
ιδρώτας την έλουζε. «Αν κάνει και ξεχειλίσει…» συλλογίζονταν με τρόμο «τι
ποτάμια και τι ρέματα, ούι ίσαμε εδώγια στα βουνά θα φτάκει, φίδι που μας έφαγε
παιδάκια μ’» κι αναρίτσιαζε απ’ το φόβο της θάλασσας που δεν την ήξερε.
Είναι που καμιά φορά φυσάει στην ψυχή παγωμένος αέρας και τη γδέρνει, όπως
τότε στην κατοχή που κρύβονταν από ράχη σε ράχη αρεντεύοντας στα τσέπια τούτης
της άγονης γης στα χωριά της Μουργκάνας ζαλωμένη τα χαλκωματένια που ’χε πάρει
προίκα. Της είχαν ματώσει τα ποδάρια μέχρι να φτάκει στη Χιμάρα, να βρει να τα
πουλήσει για να πάρει μισό σακί αλεύρι, λίγο καλομπόκι, λίγο λάδι, να τα ζαλωθεί
και να γυρίσει τον ίδιο δρόμο πίσω. Όπως τα κυνηγημένα αγρίμια, έτσι κι αυτή.
Από γράβα σε γράβα κρύβονταν νηστική, κουρασμένη, αείπνωτη, δίχως στεγνή κλωστή
λούφαζε μαζί με τις άλλες γυναικούλες και παρακάλαγε όλους τους αγγέλους να τις
βοηθήσουν να γλιτώσουν.
«Να είχα πεθάνει τότε», παραμίλαγε. Απ’ το πουρνό κάτι δεν της πήγαινε καλά.
Σημάδια, πολλά σημάδια. Μια κάργια δεν έλεγε να φύγει απ’ την αυλή, απ’ το
παραθύρι την έδιωχνε, απ’ την πόρτα φανερώνονταν. Η άσπρη η κότα είχε γεννήσει
ένα αυγό μεγάλο δίκροκο μα χωρίς τσόφλι. Η τσάφκα με το τσάι γύρισε κι έπεσε στο
τραπέζι χωρίς να την αγγίξει χέρι. Στην καμινάδα λάλαγαν παράξενα οι φλόγες και
τα κάρβουνα δεν κράταγαν πολύ αναμμένα, όσο που κοκκίνιζαν μαύριζαν και στάχτη
δεν άφηναν.
Πέταξε μια χούφτα λιβάνι στο τζάκι για τον παλιό χρόνο πού ’φευγε, να πάει
στο καλό, έτσι το συνήθιζε απ’ τον καιρό που έζηγε με τη βάβω της. Παραμονή
Πρωτοχρονιάς. Καρτέραγαν ν’ αλλάξει ο χρόνος. Τι καρτέραγαν δηλαδή; Σάματις είχε
να φέρει τίποτις άλλο από φτώχεια κι ο καινούριος; Τα κούτσικα είχαν πάει να της
πουν τα κάλαντα. Την είχαν αφήσει τελευταία, για να καθίσουν με την ησυχία τους,
να τους πει ιστορίες για μάγισσες, στοιχειά και ξωτικά και για τα γριτζούνια που
τριγύριζαν στον απάνω κόσμο και πείραζαν άντρες και γυναίκες κι έκλεβαν τους
τεντζερέδες με το φαί κι αφού τό ’τρωγαν έβαζαν τ’ αγγιά στα κεφάλια κι άρχιζαν
τον πετροπόλεμο κι όταν λάλαγε ο πέτος την αυγή, στο τρίτο κουκουρίκου άνοιγε η
γη και τα κατάπινε.
Τα τήραξε, τα καλησπέρισε με συμπάθεια όπως πάντα, γύρεψε το τρίριγο σακούλι
να τα φιλέψει, ένα ρόιδο, μια καραμέλα, δυο καρύδια, καμιά μαραγκούλα, ένα
γκορτσάπιδο, τίποτις άλλο δεν της βρίσκονταν.
Μπήκαν μέσα, πήραν τα κουτσούμπια απ’ τον παλιό σοφρά σίμωσαν κοντά στο τζάκι
στριμώχτηκαν να ζεσταθούν. Τσούγκρισαν τη φωτιά πετάχτηκαν σπίθες. «Τήρα οχτροί
θειακούλα, πρτς, πρτς, πρτς…», μιμήθηκαν τον ήχο που έκαναν οι σπίθες κι
έβαλαν τα γέλια, μικρά παιδιά.
«Όξω το κακό μωρέ παιδάκια, όξω απ’ την πόρτα, στα όρη στ’ άγρια βουνά οι
οχτροί, κάντε ζέφκια ψχούλες μου, πυρωθείτε», είπε αυτή και γέλασε μαζί
τους.
Άπλωσαν τα χέρια που είχαν μαραγκιάσει απ’ το χιονόνερο στη στια, πυρώνονταν
μ’ ευχαρίστηση. Είδε η θειάκω που ένα κουτσούμπι είχε μείκει πλάι στο σοφρά
μαναχό.
«Ποια ψχούλα λείπει;» απόρησε και κρατήθηκε με το σκόπι ορθή. Μετά μέτρησε
και ξαναμέτρησε τα κεφάλια, να βεβαιωθεί. «Εφτά κεφάλια, οχτώ κουτσούμπια»,
ψιθύρισε σιγανά. Πήγε πιο κοντά τους. Απίθωσε το πιάτο με τα καλούδια στο
παραγώνι. Τα ξανατήραξε ένα-ένα.
«Ορέ καμάρια τση θειάκως, κείνη που τη λένε Κρινιώ δεν τη γλέπω, που είναι
τη;» ρώτησε.
«Την κουμπούρεψε ο αδερφός της θειάκω, την έχει κλεισμένη στο κατώι, πήγε
προψές στο ποτάμι να πλύνει τα σκουτιά και της τα ’πήρε το ρέμα, γύρισε ζαλωμένη
με τ’ άδειο κοφίνι κι έφαε φάνταλα για δυο ζωές», αποκρίθηκε ο Τσέλης και
ρούφηξε τη μύτη του.
«Έχει το μάτι πρησμένο τούμπανο και στο ριζαύτι αίματα, δεν κραίνει, την είδα
απ’ το παραθύρι κρυφά», συμπλήρωσε η Τσιβή του Κιτσογιάννη που την είχε
μότριμα.
«Ούι μωρέ παιδάκια, το μαύρο και τ’ αχάρητο το θηλυκό, τι τού ’γραφε του
δύστυχου με δαύτον τον κρεμανταλά που τού ’λαχε γι’ αδερφός», αναστέναξε η
θειάκω κι έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της.
Γύρισε κοίταξε όξω απ’ το σπασμένο τζάμι μακριά. Είδε το φεγγάρι που είχε
υψωθεί πέρα στη δασωμένη πλαγιά, μα κι αυτό φτωχό σαν κι ο μαχαλάς της φάνηκε
έτσι όπως λαμπύριζε αμυδρά μέσα στη γαλάζια ομίχλη που είχε κατέβει απ’ τα ψηλά.
Τα σκυλιά αλύχτησαν δεμένα στον άλυσο. Κάποιος πέρασε βιαστικά. Δεν τον γνώρισε.
Είχε μάλλινο μακρύ πανωφόρι και την κατσούλα κατεβασμένη ως το τσαούλι. «Κρύγιο
μαννούλα μ’», τον άκουσε που έλεγε κι έτριψε και η ίδια τα χέρια της θαρρείς κι
είχαν μαργώσει πιότερο ξαφνικά.
Της κακοφάνηκαν τα νέα για την Κρινιώ. Είχε ξανακούσει πως την βάραγε δίχως
έλεος ’κείνος ο σαϊτάνης ο αδερφός της. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Θυμήθηκε και κάτι άλλο κι αντραλεύτηκε ως το μεδούλι. Πέρυσι το χινόπωρο, κάτω
στο βιρό του Λήγια ήταν που τον άκουσε να τη μαλώνει και φώναζε αυτό το
βαριόμοιρο: «Βοήθεια, βοήθεια!» Έσυρε τα πόδια της κι είχε φτάσει ως εκεί στη
νεροτριβή. Τον είδε τότε με τα μάτια της, να της βουτάει το κεφάλι μέσα στο
νερό. Φώναξε κι αυτή δυο φορές: «Βοήθεια, βοήθεια!». Θα την είχε πνίξει το κακό
το ζαγάρι αν δεν προλάβαινε ο Φωτομπάλης που έτυχε να περνά με το γομάρι του
φορτωμένο ξύλα. Αυτός τού ’χε ’δώκει μια με τη μαγκούρα κι έτσι γλίτωσε το
κορίτσι.
«Τι βάσανα τράβαγε το δύστυχο και δεν μίλαγε, το κράταγε ο φόβος κλεισμένο
μέσα στο καβούκι του. Έρμη Κρινιώ», σκέφτηκε με βαριά καρδιά.
Πήγε ήρθε μέσα στο σπίτι, θυμωμένα άσκοπα βήματα. Κατόπιν έφερε τον ψήστρη,
έριξε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο λάδι, λίγο αλάτι, το γύρισε πάνω απ’ τις φλόγες
στο τζάκι, πήρε να σκάει αυτό. Τους γέμισε το πιάτο κοκόσια, έβαλε τον ψήστρη
δεύτερη φορά.
«Κοκοσάρες, θα φάμε κοκοσάρες», καταχάρηκαν τα κούτσικα. Τα μάγουλα τους
είχαν ανάψει.
Πήρε ένα πάνινο σακούλι η θειάκω, το γέμισε ως απάνω με τα δεύτερα κοκόσια,
τά ’βαλε στα χέρια του Αντρίγια που έκρινε πως ήταν ο πιο κατάλληλος για το
θέλημα: «Να τα πας κρυφά, απόψε κιόλας στο κατώι, στην Κρινιώ και να της
μολοήσεις από τ’ εμένα, πως αύριο το πουρνό θα σβαριστώ και θα πάω να τη βρω, να
μη χολεύεται να της πεις και να με καρτερεί. ’Κους παιδάκι γραμμένο;» με γλύκα
το ρώτησε.
« ’Κούγω θειακούλα, ’κούγω», αποκρίθηκε αυτό και σηκώθηκε με καμάρι, με
περηφάνια να φύγει πρώτο απ’ τ’ άλλα για να κάμει το θέλημα.
Όλη νύχτα αλάρωτη, δεν είχε κλείσει μάτι η καψερή. Τη μια στιγμή της
φαίνονταν η τσέργα βαριά νόμιζε καίγονταν ως τα μηλίγγια, την άλλη φτενή την
τίναζε οριό σύγκορμη κι έριχνε και τη βελέντζα με τον πυκνό φλόκο από πάνω για
να ζεσταθεί. Άλλη μια φορά βαρυγκώμησε που κρατιόταν ακόμη στη ζωή, τι την
ήθελε, καλύτερα να είχε σβηστεί μέσα στις τόσες συμφορές που είχε περάσει
ξανασκέπτονταν σίγουρη πως δεν της περίσσευαν δυνάμεις κι αντοχές μήτε για τον
εαυτό της, μήτε και για άλλους πια. Είχε σωθεί το λάδι στο δικό της το καντήλι.
Τα έρημα τα γεράματα πονούν πιο πολύ κι από τη ρημαγή του χρόνου άμα δεν έχεις
άνθρωπο μες στο σπίτι. Μια υποχρέωση είχε μόνο, κάτι που κλωθογύριζε στο μυαλό
της κι έλεγε να ξεκορφίσει αύριο ο ήλιος και μετά να πράξει. Να ξημέρωνε μάναχα
το πρωί, καινούρια μέρα, καινούριος χρόνος, να κάμει και τούτο το χρέος που ’χε
βάλει με την καρδιά της για την Κρινιώ κι ύστερα ας έφευγε, έτσι κι αλλιώς ο
Χάρος τον τελευταίο καιρό περνούσε πιο τακτικά, έπαιρνε κι από έναν κάθε φορά
θαρρείς και το ’χε βάλει σκοπό να κλείσει μια- μια όλες τις πόρτες του
χωριού.
«Μωρέ όπως κληρονομά το χώμα και τη γλώσσα κανείς, κληρονομά και τα
κουσούρια», της πέρασε από το μυαλό και κάπως γέλασε με τις μαύρες σκέψεις που
’κανε για το Χάρο, ανάμεσα στα κουσούρια τις είχε λογάριασε κι αυτές. Κάποια
ώρα, προς την αυγή της ήρθε ο ύπνος, σφάλισε βαριά τα βλέφαρα αποκαμωμένη. Κι ως
τα ’κλεισε, τι ήταν τούτο τ’ όνειρο που ξέκοψε απ’ τα κιτάπια του καιρού και τις
παλιές γραφές του βασανισμένου κόσμου και πως βρήκε τρόπο και μπαστακώθηκε στη
σκέψη της:
«Είχαν ξεκινήσει λέει τα δέντρα όλα και τα ψηλά και τα χαμηλά και τα ίσια και
τα στραβά, πλατάνια και γκορτσιές και κουμπουλιές και παλιούρια και πουρνάρια με
κάτι αγκάθια χοντρά και κατέβαιναν απ’ την πέρα ράχη, εκεί που ’χε γίνει ο
πόλεμος και ξεθάβονταν μαζί με τις παλιές πληγές και τις βόμβες και οι ρίζες απ’
τα σπλάχνα της γης κι αυτά έριχναν τα φύλλα και τα ’παιρνε ο αγέρας που έφτανε
παγωμένος και τα χόρευε ψηλά. Μπροστά πήγαινε μια ανθισμένη αμυγδαλιά κι είχε
δική της φωνή αλλιώτικη και τραγούδαγε κι έρχονταν κατά το χωριό, αυτή μπροστά,
τ’ άλλα τα δέντρα στο κατόπιν της, θαρρείς και πήγαιναν ψίκι σε γάμο, μα απ’
όπου περνούσαν ερήμωνε ο τόπος και μούγκριζαν τα βουνά κι η γη μοιριολογούσε κι
έτρεχαν τα ζωντανά του λόγγου προγκισμένα στο ποτάμι κι έπεφταν και πνίγονταν
στα νερά για να γλιτώσουν. Κι ύστερα, ένα ζαβό κουνάβι με τις τρίχες ορθές στην
πλάτη σκαρφάλωσε στον λεπτό κορμό της αμυγδαλιάς πριν φτάσουν στη δημοσιά και
ροκάνιζε με μανία τα κλαράκια της κι αυτή σταμάτησε μεμιάς το τραγούδι κι έσυρε
φωνή: – Όι μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι αν δεν με πάρεις τούτη τη φορά θα ’ρθω
μαναχή μου – και σκίστηκε ο ουρανός και την ώρα που έπεφτε τ’ αστροπελέκι στον
ύπνο και στ’ όνειρο της, «όι μαννούλα μου να μ’ έπαιρνες κι εμένα» γούριαξε κι η
θειάκω η Τάτα και πετάχτηκε πάνω με την ψυχή στο στόμα κι ένα πόνο σαν κάψιμο
στο γκιόξι.
Έτριψε τα μάτια με την άκρη απ’ το μαντίλι της, έφερε ένα γύρο με το βλέμμα
την κάμαρη, της φάνηκε πως δεν είχε φέξει ακόμη. Ανέβασε το φυτίλι στη λάμπα. Τ’
άψυχα πράγματα του φτωχικού ζωντάνεψαν τις από χρόνια κοιμισμένες μνήμες και τις
περασμένες θύμησες. Κάπως σκιάχτηκε. Άλαλα της έκραιναν οι πεθαμένοι μέσα απ’
την κορνιζωμένη φωτογραφία. Γύρεψε το μαστραπά με το νερό. Ήπιε μια γουλιά. Δεν
κατέβαινε κάτω. Πικρό, φαρμάκι ήταν αυτό που γεύτηκε κι όχι νερό. Της ήρθε
αγκούσα. Ξερόβηξε δυνατά, έβαλε άλλη μια γουλιά στο στόμα, χειρότερα πικρό το
’νιωσε. Στη δεύτερη ή στην τρίτη ανάσα πήρε να ξεδιαλύνει τ’ όνειρο στο νου της.
Δεν το ’χε για καλό. Σταυροκοπήθηκε. ’Κείνη η ανθισμένη η αμυγδαλιά με τα
χιονάτα τ’ άνθη σαν κουφέτα, η Κρινιώ της έκανε να ’ναι και το κουνάβι το ζαβό
θα ήταν ο αδερφός της, ποιος άλλος;
«Ούι, τι κάθομαι η σκότεινη» συλλογίστηκε με το μυαλό φορτωμένο μαυρίλα απ’
τα φτερά της νύχτας που διάβαινε. Έκαμε την πέρπερη φλοκωτή στην άκρη, σηκώθηκε.
«Αγάντα Τάτα να προλάβεις το κακό πριν γένει», έδωκε εντολή στον εαυτό της.
Άνιφτη ντύθηκε το πανωφόρι και σβαρίστηκε με το σκόπι ως την άλλη άκρη του
μαχαλά. Πλησίασε στην πόρτα στο κατώι, γύρισε το σιδερένιο κλειδί δυο φορές,
ξεκλείδωσε. Στις γρεντές είδε κρεμασμένη την τριχιά δεμένη θηλιά κι από κάτω ένα
παλιοβάρελο. Κατάλαβε. Δάγκωσε τα χείλη μ’ εκείνα τα πέντε δόντια που είχε, μ’
αυτά, μέχρι που μάτωσαν. Ίσαμε να διακρίνει την κοπέλα στη γωνιά, λουφαγμένη
πάνω στ’ άχυρα κόντευε να καταπιεί η έρμη τη γλώσσα της. Τη βρήκε, με τα ρούχα
σκισμένα, τα χέρια χιόνι κρουσταλλιασμένα απ’ το κρύγιο και το νου φευγάτο,
παραλοϊσμένο.
Έσκυψε συμπονετικά. Τα μάτια της γέμισαν αλμύρα. «Ω Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι,
σ(χ)ήκου παιδάκι έρθα όπως σου μήνυσα», τη σκούντησε απαλά στον ώμο.
Άνοιξε το ένα το μάτι μόνο τ’ άμοιρο το κορίτσι, το άλλο δεν μπόραγε, ήταν
πρησμένο γεμάτο αίμα. Την κοίταζε με απορία, με φόβο, με απόγνωση. Μετά
γραπώθηκε πάνω της κι έκλαιγε.
«Σώπασε μωρέ παιδάκι, σώπασε», την κανάκεψε στην αγκαλιά της «σώπασε μην
πάρει χαμπάρι ο αδερφός σου που κάλιο να μην τον είχες το διάτανο, κάλιο να ’χε
ξεκουμπιστεί και να ’χε φύγει τότε που τον γύρεψαν να πάει στα καράβια, θα ’χες
γλιτώσει», βγήκαν ψιθυριστά τα λόγια της θειάκως, με δυσκολία. Ο φόβος την
κράταγε κι αυτή μαγκωμένη, ο φόβος.
Έβγαλε τη χρυσή λίρα, μια όλη κι όλη που ’χε κρεμασμένη στον κόρφο της, την
είχε βρει κάποτε στο ρέμα, άνοιξε τη χούφτα του κοριτσιού την έκλεισε μέσα.
«Δεν έχω τίποτις άλλο παιδάκι, αυτή και την ευκή μου Κρινιώ, σ(χ)ήκου καμάρι,
σ(χ)ήκου, φεύγα να σωθείς. Σύρε απ’ την Καμίτσιανη και μετά πέρα απ’ το ποτάμι
μισή ώρα δρόμο ως το γιοφύρι, να σκαπετήσεις απ’ τη λακιά του Μπάντιου, μη
σκιάζεσαι, όσο να φτάκεις εκείγια η βροχή θα ’χει σβήσει τα χνάρια σου στο
χιόνι, δεν θα σε βρουν. Σα βγεις στα σπίτια γύρεψε απ’ τη μπάμπω την Αλέξω του
Μίχου να σου δώκει ένα κομμάτι ζυμωτό και λίγο τυρί, έχει φαμίλια, είναι καλή
γυναίκα, πονετική κι ύστερα να κόψεις δρόμο, ρώτα τη μπάμπω να σου δείξει το
μονοπάτι, να βγεις στο Γηρομέρι κι απέκει στο Φιλιάτι, κους Κρινιώ; Στο Φιλιάτι
να γυρέψεις την Κασμιρία στο Νοσοκομείο, μια είναι, δεν έχει άλλη, μ’ έστειλε η
θειάκω η Τάτα να πεις, ξέρει αυτή που να σε πάει, ξέρει αυτή, η Κασμιρία θα σε
βάλει στο ίδρυμα κι όταν διαβούν λίγα χρόνια θα ιδείς τύχη χρυσή, θ’ απαντήσεις
το γραμμένο σου το καλό και θα ζήσεις, σ(χ)ήκου Κρινιώ μη χαντακώνεσαι εδώγια,
σ(χ)ήκου πριν πάρει χαμπάρι ο …» , δεν πρόλαβε να αποσώσει το λόγο της όταν
άκουσε πρώτα το τρίξιμο στο σκουριασμένο μεντεσέ της πόρτας κι αμέσως μετά τις
βρισιές.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγια που δε λέγονται εύκολα μα κάποιοι τα ’χουν ψωμοτύρι
ξεκαθάρισε: «Που είσαι μωρή σκύλα να πέσεις γονατιστή στα τέσσερα; Έλα να σου
κόψω ένα ντουμπίτσι τώρα που ’χω όρεξη και μετά θα σου δείξω εγώ άλλη μια φορά,
να με μάθεις κι απ’ την ανάποδη.»
Μπήκε μέσα. Συνέχισε να φτύνει κουβέντες βαριές, αυτός, που τον είχε αδερφό,
ο σαϊτάνης, ο διάτανος. Αναψοκοκκινισμένος κοίταξε τη θειάκω, αρχικά κάπως
σαστισμένος και μετά με οργή. «Ξεκουμπίσου από μπρός μου σκατόγρια», της φώναξε
κι έπιασε τ’ αχαμνά του.
Η θειάκω δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Συνέχισε να τον κοιτάζει στα
μάτια.
«Κάνε πέρα σου λέω», την απείλησε και ρίχνοντας της μια σπρωξιά την έριξε
ανάσκελα στο πάτωμα. «Για να μάθεις και συ, να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε
σπέρνουνε παλιοκούσ(χ)αλο», ούρλιαξε.
Αυτό το τελευταίο δεν τ’ άκουσε η θειάκω. Είχε κιόλας λιγοθυμήσει. Την
κοίταζε σωρό στο πάτωμα και χαχάνιζε.
Μετά έπιασε την Κρινιώ απ’ τα μαλλιά. Της άστραψε ένα γερό χαστούκι. Μάτωσε
το στόμα της. «Και τώρα η σειρά σου», έγρουξε και ξανάπιασε επιδεικτικά τ’
αχαμνά του.
«Μη ορέ, σ’ έχω αδερφό, ένα αίμα είμαστε, ορέ δεν κάνει, λυπήσου με, τι λόγο
θα δώσεις στο θεό ορέεε…», σπάραξε κι έτρεμε σύγκορμη.
Της έκλεισε το στόμα μ’ ένα τσόλι που έσκισε απ’ τη φούστα της, να μην
ακούγεται. «Πέσε στα τέσσερα σκύλα», την πρόσταξε κι είχε κιόλας λύσει το ζωνάρι
απ’ το πανταλόνι του.
Τα δάκρυα κύλαγαν ασταμάτητα στα μάγουλα του κοριτσιού. «Έπρεπε να είχα βρει
το κουράγιο και να ’χα κρεμαστεί από τα χτες, τώρα θα ’χα γλιτώσει μαννούλα
μου», σκέφτηκε με οδύνη και με ντροπή που δεν είχε βρει το θάρρος χτες, να ’χε
τερματίσει το μαρτύριο κι ας μην ήταν αυτή που έπρεπε να ντρέπεται.
Έξω είχε πιάσει η βροχή. Ακουγόταν που χτυπούσε στον τσίγκο, «τσινγκ, τσινγκ,
τσινγκ», όλο και πιο δυνατά. Πήρε να στάζει στο κατώι. Η πρώτη σταγόνα έπεσε
πάνω στα χέρια τση θειάκως. Δεν την κατάλαβε. Ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη
ένιωσε. Απ’ την τέταρτη και μετά έπεφταν διπλές, πότε στα χέρια και πότε στο
πρόσωπο της. Κάποια στιγμή συνήλθε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω. Τούτο που
’γλεπε δεν ήταν κακό όνειρο. Ζύγισε τη δύναμη της. Σηκώθηκε, με τα χίλια ζόρια
μα σηκώθηκε. Έπιασε ένα τσαπί που βρέθηκε δίπλα της, πλησίασε, με την ανάποδη
του κατάφερε πρώτα μια στη μέση και μετά άλλη μια στα πισινά.
Βόγκηξε απ’ τον πόνο αυτός. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη βρομοδουλειά του, ο
διάτανος. Έπειτα έλυσε τα χέρια του απ’ το λαιμό της Κρινιώς κι έπεσε διπλωμένος
απ’ τον πόνο στο πλάι.
«Μισοχωρίστηκα σκύλα», είπε ξέπνοα.
Η θειάκω η Τάτα τον κοίταζε φαρμακερά. Το βλέμμα της γεμάτο θειάφι. Δεν είχε
λύπηση για τούτο τον αφορεσμένο, τον άχρηστο. Καλά του ’κανε. Τώρα στέκονταν από
πάνω του και τον φοβέριζε μ’ ένα σκουριασμένο παλιομάχαιρο πως θα του ’κοβε τ’
αχαμνά και θα τα ’δινε του σκύλου του Μερτζάνη, να τα φάει.
Η Κρινιώ ήρθε σιμά. Έτρεμε ακόμη. Αγκαλιάστηκαν. Τη σκέπασε με το πανωφόρι
της η θειάκω. «Ποδέσου και σύρε στο καλό παιδάκι μ’ κι όπως είπαμαν, άη ψχούλα
μ’ και καλή χρονιά, Πρωτοχρονιά ξημέρωσε παιδάκι γραμμένο, σύρε στο καλό, η
Κασμιρία ξέρει μην τ’ αστοχήσεις, η Κασμιρία στο Νοσοκομείο, δεν έχει κι άλλη
στο Φιλιάτι κι αν θυμηθείς κάποτε άναψε μια λαμπαδούλα για τ’ εμένα, άη νά ’χεις
την ευκή.»
Ο δρόμος ήταν έρημος ακόμη. Ένα κουβάρι σύννεφα μαζώχτηκαν πάνω απ’ το χωριό
κι έριχναν με το τουλούμι. Γύρισε η θειάκω τουρτουρίζοντας στο σπιτάκι της,
στεγνή κλωστή δεν είχε, μα με τη συνείδηση ήσυχη ήρθαν και βούρκωσαν από χαρά τα
μάτια της. «Θα τον βρεις το δρόμο Κρινιώ, αη κοπελίτσα μου γραμμένη σύρε στο
καλό και μη ματαγυρίσεις» μονολόγησε.
Έβαλε δυο λιανά ξύλα στο τζάκι και τρία κουκουνάρια. Απ’ τη θαμμένη σπίθα στο
κοιμισμένο μέσα στην αθάλη κάρβουνο ξύπνησε και φούντωσε η φωτιά. Έριξε από πάνω
ένα ριζάρι από πλάτανο κι ένα χοντρό κούτσουρο. Κατέβασε απ’ τον τοίχο τη μικρή
σκάφη την πελεκητή να πιάσει το προζύμι να φτιάκει λουκουμάδες. θα ’ρχονταν τα
κούτσικα να της κάμουν το ποδαρικό.
Ξημέρωνε σε λίγο.
«Μακάρι και στις καρδιές των ανθρώπων», ευχήθηκε η θειάκω.
Πέρασαν τα χρόνια. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν πάλι, σούρουπο κι έβρεχε. Μια
κούρσα είχε σταματήσει στα πλατάνια στην κάτω πλατεία. Η γυναίκα που βγήκε με
την κόκκινη ομπρέλα και σεργιάνισε στους έρημους μαχαλάδες δεν θύμιζε τίποτα
στους λιγοστούς ανθρώπους που καλησπέρισε. Την πέρασαν για ξένη. Ξένη είχε
νιώσει και η ίδια. Όλα την πονούσαν. Στη μεγάλη βρύση έσκυψε να πιεί νερό. Οι
θύμησες επέστρεφαν πικρές και της έφερναν αναφιλητά και δάκρυα.
«Το νερό μόνο με θυμάται. Αλήθεια λένε πως το νερό δεν ξεχνά»
συλλογίστηκε.
Για ένα χρέος είχε γυρίσει, για τη μνήμη της θειάκως. «Η θειάκω η Τάτα»,
ψιθύρισε με ευγνωμοσύνη, με συγκίνηση και της φάνηκαν τα λόγια τα μόνα γνωστά σ’
ένα τοπίο που μιλούσε πια μια άγνωστη γλώσσα στην καρδιά της.
Από μακριά γύρισε και κοίταξε τελευταία φορά πριν φύγει. Ούτε μια, ούτε δυο,
μα εκατόν έξι λαμπαδούλες αναμμένες, όσα και τα χρόνια της θειάκως της Τάτας,
που μπορεί να είχε φύγει πια απ’ τη ζωή μα είχε αφήσει παντού την ευχή και την
αγάπη της και η Κρινιώ το ήξερε καλά αυτό, ήξερε που χρωστούσε η ψυχή της.
Την ώρα που έκλεινε την ομπρέλα ένα περιστέρι ήρθε στραταρίζοντας στα πόδια
της. Πήρε το πακέτο με τα μπισκότα από την τσάντα της, τά ’τριψε στα χέρια, τα
σκόρπισε στο καλντερίμι.
«Πουλ, πουλ, πουλ», κάλεσε και τ’ άλλα πουλάκια με το βλέμμα υψωμένο στον
ουρανό.
Ένα σύννεφο είχε αφήσει να φανεί για λίγο το φεγγάρι.
Ένα χέρι κι ένα άγγιγμα την ξάφνιασε με οικειότητα κι ύστερα θα ορκιζόταν
πως άκουσε γνώριμη τη φωνή να ψιθυρίζει :«Καλή Πρωτοχρονιά…»
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 22 Δεκεμβρίου 2016
Της Ζωής Δικταίου
H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον
παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί
έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί.
Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας την πόρτα στην Τουριστική
Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά.
Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό
που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο,
στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές
Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς
διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της
από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες
για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο
Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα
και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη. Τη
γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα
αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη
μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες
νύχτες το σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου