Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Ρωμιός και Εβραιοπούλα...!!!

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Γιάννενα δύο καλοκαίρια προτού από τον μεγάλο πόλεμο. Γιός ενός βιοτέχνη ο Νικόλας, ο πατέρας έχει πουκαμισάδικο εκεί κοντά στον πλάτανο. Μια μέρα ο πατέρας του λέει, "να πάρεις εκείνο το καρότσι που είναι γεμάτο πουκάμισα και να το πας στον κύριο Καμζή εκεί στην Ανεξαρτησίας, εκεί θα με περιμένεις θα έρθω και εγώ". Βέβαια ο πατέρας του είχε πει ότι είναι μεγάλος έμπορος και προσπαθεί να τα πάρει με την πιο φτηνή τιμή. 

Ξεκίνησαν από τον Τρυγητή και κλείσανε το Γενάρη, τον έφερε βόλτα, από πενηντάρι που ξεκίνησε έγινε δεκαπεντάρι. Έτσι και έγινε τα πήγε ο Νικόλας. Νάσου σε λίγο έρχεται και ο πατέρας. Στέκεται και ο κυρ Μωυσής και του μετράει το παραδάκι παγγουή. 

Τον ρωτάει ο πουκαμισάς που θα τα δώσεις τόσα πουκάμισα; 

Άκου να σου πω του απαντά ο Εβραίος, αν στο μαρτυρούσα δεν θα ήμουν έμπορος και άκου κάτι ακόμα. Εσύ είσαι ένας κροκόδειλος και εγώ ένα πουλάκι, όπως το πουλάκι πηγαίνει και καθαρίζει τα δόντια του κροκόδειλου να μην σαπίσουν έτσι και γω σου πήρα τα πουκάμισα να μην σαπίσουνε στην αποθήκη σου. 

Τρελάθηκε με αυτά που του είπε ο Μωυσής ο Γιάννης, ο πουκαμισάς. Το καλοκαιράκι μπήκε για τα καλά, ο Νικόλας μαζί με σύσκαλα παιδιά πηγαίναν στο Μώλο δίπλα στου Μακρή και νοίκιαζαν ποδήλατα, πέντε δεκάρες την ώρα. Πηγαίναν από της Κυρά Φροσύνης στα Παραλίμνιο και από εκεί στα Σφαγεία. Περνώντας το Κουρμανιό φτάνανε στην Περίβλεπτο και από εκεί πάλι στο Μώλο. Άντε πέρασε η ώρα γιατί μέχρι εκεί φτάνουν οι δεκάρες. Σε μια τέτοια βόλτα, καθώς ο Νικόλας πήγαινε από τους πρώτους ξάφνου βλέπει μια κοπελιά ξάπλα και το ποδήλατο πεσμένο. Αμέσως τρέχει την σηκώνει και της λέει να την πάει κάπου να της δέσουν την πληγή. 


Αυτή του απαντά να με πας στον πατέρα μου στην Ανεξαρτησίας έχει μαγαζί εμπορικό. 

-Τι είσαι κόρη του κυρίου Μωυσή; 

-Ναι του λέει η κοπελιά. 

-Ά τον ξέρω συνεργάζεται με τον πατέρα μου. 

Αφού την πήγε και τα είπαν με τον πατέρα της έφυγε ο Νικόλας, αφού τον ευχαρίστησε ο πατέρας και τον ξεπροβόδισε η Εσθήρ. 

Από τότε αποκτήθηκε μια φιλία μεταξύ των παιδιών, ο Νικόλας φοιτητής στην Αθήνα η Εσθήρ σπουδάζει στη Σαλονίκη. Το καλοκαίρι τελείωσε τα παιδιά χωρίζουνε άντε πάλι του χρόνου. Τα παιδιά αλληλογραφούν και έτσι δημιουργείται μια σχέση. Πέρασε ο καιρός ήρθε το άλλο καλοκαίρι, τα παιδιά ξανασμίξανε και έτσι ξεσπά μεγάλος έρωτας, κάνουν όνειρα για το μέλλον τους και για την σχέση τους. Αλλά τα σχέδια κάπου σταματάνε εκεί. Οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο, ο Νικόλας στην πρώτη γραμμή, ο φόβος του είναι περισσότερο μην πάθει κάτι η Εσθήρ παρά για τον εαυτό του. 

Κάθε μέρα ο Στρατός προχωράει όλο πιο μέσα στην Αλβανία. Ώσπου μια μέρα ήρθε η διαταγή για υποχώρηση. Ο Νικόλας επιστρέφει στα Γιάννενα και στην αγαπημένη του Εσθήρ. Ο καιρός περνάει, κατοχή πείνα. Η οικογένεια του Νικόλα που κατάγεται από χωριό όλο και κάτι φαγώσιμο βρίσκεται, έτσι κάπως βοηθάει και την οικογένεια της Εσθήρ. 

Και έρχεται εκείνη η καταραμένη μέρα του Μάρτη εκεί στην πλατεία Μαβίλη, μάζεψαν όλους τους Ρωμανιώτες, Γιαννιώτες Εβραίους και τους έχουν έτοιμους για το Άουσβιτς. Μαζί και  η οικογένεια του Καμζή.

 Η Εσθήρ τι απέγινε; Ο Νικόλας έχει προ πολλού ανέβει στο βουνό μαζί με άλλους φίλους, το αντάρτικο έχει φουντώσει. Στέλνει χαμπέρι σε μια ξαδέρφη του να πάρει  την Εσθήρ να την πάει στο χωριό της μάνας του κάπου στα Τζουμέρκα. Έτυχε εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί σπίτι της ξαδέρφης του και έτσι την γλύτωσε και αυτό έγινε . 

Δεν πέρασε λίγος καιρός και η μάνα του Νικόλα αρρώστησε βαριά, ζητά να δει το παιδί της. Έρχεται ο Νικόλας κρυφά για να δεί την μάνα του, κάποιο κακό μάτι τον κατάλαβε. Και δυστυχώς ένα από τα κακά του 'Ελληνα ειναι και αυτό, τον κάρφωσε που να του καρφωθεί η ψυχή στους Γερμανούς και τον πιάσανε. Τον πήρε η φοβερή Εντελβάις, αυτή που κατάκαψε τα χωριά στην Ήπειρο να τον ανακρίνει, μια για την Εβραιοπούλα και μια να μαρτυρήσει για το Αντάρτικο. 

Αμ δε με τόσα βασανιστήρια ο Νικόλας δεν λύγισε, τρείς μέρες πάλευαν οι βασανιστές του να του πάρουν μια κουβέντα, στο τέλος αυτός ο Ήρωας υπέκυψε στα τραύματά του. Μαθεύτηκε στην πόλη αλλά και στα χωριά, το έμαθε και Εσθήρ με το ζόρι την κρατάγανε μην κάνει καμιά αποκοτιά. Μετά από λίγους μήνες οι συμπολεμιστές του Νικόλα πήραν μια άγρια εκδίκηση στην μάχη της Μενίνας. 

Αλλά τι απέγινε η Εσθήρ; Κάθε μέρα στέκεται εκεί επάνω στο μνήμα  του Νικόλα, πιστή δεν παντρεύτηκε ποτέ και ζει με τις αναμνήσεις της.



Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: