Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Χήρα Σουλιώτισσα - Του Γιάννη Βλαχογιάννη


Ο γερο-αγωνιστής τελείωνε τη διήγησή του για του κάστρου την παράδοση.

Βγήκαμε μ' όλες τις τιμές, έλεγε. Με τ' άρματα και με τα πράματά μας. Η συφωνία φυλάχτηκε πιστή απ’ τους Τούρκους. Μα δεν ήτανε γραφτό να τελειώσει έτσι αυτή της πολιορκίας η ολοΰστερη σκηνή. Είπα πως η συφωνία φυλάχτηκε πιστή; Λοιπόν κοντά σ' αυτή, τη γραφτή και σφραγισμένη, γίνηκε κι άλλη μια πιο παράξενη από την πρώτη.
Και την έκαμε μια απλή γυναίκα! Η Μάρω η Σουλιώτισσα, νιόνυφη και χηρεμένη. Όσο ζούσε ο άντρας της τη σεβότανε και την καμάρωνε η φρουρά. Μα η χήρα τώρα δε χωράτευε. Νόμιζες είχε πάρει τον αέρα εκείνου του παλικαριού. Κι η παρθενική της η σεμνότητα μοναχά δεν άφηνε τη χήρα ν' αδράξει τ' άρματα.
Και τώρα βγαίνοντας από το κάστρο, η Μάρω ακολουθούσε αγριεμένη, άκλαυτη, άσκημη γιατί είχε σβήσει η πείνα κάθε ανθό από την όψη της, όπως είχε κάμει να στειρέψει και το στερνό της δάκρυ.
Άξαφνα η Μάρω, εκεί που πήγαινε σκυφτή, έβαλε μια φωνή. Κι είχαμε αδειάσει πια το κάστρο, κι οι Τούρκοι τοιμαζόντανε να μπούνε. Γύρισε η Μάρω πίσω σαν τρελή και στάθηκε στη σιδερόπορτα, ολόρθη με την παρδαλή μαντίλα της (αλί σου, Μάρω, χήρα νυφοστολισμένη, τα μαύρα τότε που να τα ‘βρισκες; ύστερα η ζωή σου πέρασε μαυροντυμένη).
Σταθείτε πίσω! είπε. Κανένας δε θα μπει!
Παραξένεψε πολύ κι η όψη κι η φωνή της. Οι Αρβανίτες την πήρανε με το καλό.
Σύρε! της είπανε. Σκλάβα θα κρατηθείς, αν μείνεις. Τι ζητάς;
Στο κάστρο μέσα λησμονήθηκε άνθρωπος. Μπέσα για μπέσα!
Μπέσα, της είπε ένας απ’ τους Αρβανίτες.
Η Μάρω χάθηκε, και ξαναφάνηκε σε λίγο κρατώντας στην ποδιά κρυμμένο κάτι. Και προχωρούσε να περάσει.
Οι Αρβανίτες τώρα την κυκλώσανε στενά να ιδούνε τι είχε μέσα και να της τ' αρπάξουν. Η ίδια η Μάρω είδε τον κίντυνο· Τράβηξε το χατζάρι από τον κόρφο της, που το ‘χε πάντα σύντροφό της.
Πίσω! φώναξε. Τη μπέσα μην πατάτε!
Με το ένα χέρι, βαστώντας την ποδιά της ανοιχτή, έδειχνε τα κόκαλα (λιβανισμένα κόκαλα τ' αντρός της), και φοβέριζε με το μαχαίρι. Και τραβούσε μπρος.
Όταν από στόμα σε στόμα ακούσαμε και μάθαμε της Μάρως την αποκοτιά, δεν έμεινε μάτι να μη γλυκαθεί και χείλι να μην αχνογελάσει. Κι ήταν αυτό ένα ξαλάφρωμα στην πικραμένη συνοδειά μας, που προχωρούσε βαρυκίνητη στο μονοπάτι.
Ύστερα από δυο χρονώνε βάσανα ποιος είχε πια καρδιά τη Μάρω να θαμάσει;

Σημ. του συγγραφέα: 

Η πίστη της γυναίκας στον άντρα βαστάει όλη τη ζωή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: