Τα χρόνια μου τα τρυφερά δεν τα ‘θρεψαν τα παραμύθια τόσο τα φανταστικά, όσο τα τρόμαξαν οι ιστορίες οι μαύρες, που περνούσαν των παραμυθιών τη φαντασιά. Βυζάστρες μου πικρές, κουνήτρες και παρηγορήτρες μου θλιμμένες, στάθηκαν οι Σουλιώτισσες γυναίκες, οι χαροκαμένες.
Τώρα τη θεια-Βαρσάμω θέλω να ξαναθυμηθώ. Αυτή δεν έλεγε άλλες ιστορίες, παρά τη δική της ιστορία μοναχά. Δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες, τις πολύπαθες και πρόθυμες να λένε τα δικά τους και των αλλουνών τα πάθη. Αλήθεια, την ιστορία της την απλή και τη μεγάλη, όσες φορές της ζήτησα, δεν την αρνήθηκε. Μικρός, δε χόρταινα να την ακούω. Μεγάλωσα, και την ξαναλέω μοναχός μου. Η θεια-Βαρσάμω ακόμα ζει, αθάνατη, μες στην ψυχή μου· ίσως και στο χωριό μου ακόμα ζει...
― Λοιπόν
ήσουνα στα Ζάλογκα; ρωτούσα τη Βαρσάμω.
Κι
άνοιγα τα μάτια μου μεγάλα. Κάθε φορά
που θα περνούσα από την ξώθυρά της, ήθελα
να τη ρωτώ.
― Ναι,
παιδί μου, ήμουνα, έλεγε.
Καθισμένη
στο πέτρινο θρονί της, έξαινε το λινάρι
ολημερίς, χρόνια και χρόνια. Απ’ τον
καιρό που τη θυμάμαι, έτσι την είδα πάντα
της, να ξαίνει. Υπόφερνε και τα ρωτήματά
μου σαν τη μοίρα της. Και τη δουλειά της
δεν την έπαυε.
― Πώς
έγινε αυτό, θεια-Βαρσάμω;
― Να,
οι Τούρκοι μας κλείσανε στα Ζάλογκα...
― Ύστερα;
― Ο
πόλεμος δε βάσταξε πολύ... Πέρασαν όσοι
μπόρεσαν με το σπαθί. Γλίτωσαν και
κάμποσες γυναίκες... Οι άλλες πιάσαμε
την κορφή, κι άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι
δώσαμε τα χέρια και πηδήσαμε...
― Και
συ πώς ξέφυγες το θάνατο;
― Έπεσ'
απάνου στ' άλλα τα κορμιά... Κορίτσι
πράμα, και λιγόσωμη... μ' ήβραν οι Τούρκοι
και με πήραν. Ύστερα λευτερώθηκα... εξήντα
χρόνια πέρασαν. Και ζω.
Κι
έξαινε το λινάρι της· και ζούσε... Ήτανε
στα Ζάλογκα η θεια-Βαρσάμω! Κι άλλοι
ήτανε στα Ζάλογκα, το ξέρω. Το πήδημα
όμως δεν το γλίτωσε κανείς ― μονάχα η
θεια-Βαρσάμω! Λοιπόν το θάμα ήτανε διπλό.
Και το ‘δα εγώ αυτό το θάμα: Τη θεια-Βαρσάμω
Ζαλογκίτισσα και ζωντανή!
Για
μένα ήταν αυτή ένα πλάσμα αφάνταστο. Δε
μπορούσα να τη δεχτώ σα μια κοινή γυναίκα.
Ο νους της ψέμα δε χωρούσε. Κι όλοι ύστερα
οι Σουλιώτες το ‘λεγαν, πως ήτανε στα
Ζάλογκα. Και γλίτωσε! Λοιπόν ήτανε μια
γυναίκα θεϊκή.
Κι
έλεγε την ιστορία της ήσυχη, σα να ‘λεγε
κάτι απ’ της χαμοζωής της τα συνηθισμένα.
Ούτ' ένα στεναγμό, ούτ' ένα δάκρυ! Κι
ύστερα; Πέρασε τόσα χρόνια ξαίνοντας
λινάρι! Αυτό μονάχα όσο το συλλογίζομαι,
πώς να πιστέψω τ' άλλο; Για να γνέσει
εξήντα χρόνια το λινάρι της, ξέφυγε το
χαμό; Κι ο θάνατος μαζί της έπαιξε, που
δεν παίζει; Κι η δόξα ταπεινώθηκε στο
πρόσωπό της υφάντρα να γενεί; Όχι, σας
λέω! Η θεια-Βαρσάμω δεν ήτανε στα Ζάλογκα!
Τώρα δεν το πιστεύω πια!
Σημ.
του συγγραφέα:
Έτσι
στον πληθυντικόν αριθμό, κι όχι το
Ζάλογκο, προφέρναν οι Σουλιώτες. Η λέξη,
ως όνομα προσηγορικό, σημαίνει τόπο
πολύ δασωμένο. Στη Ναύπαχτο που ζούσανε
πολλοί Σουλιώτες, ήβρε ο συγγραφέας,
Σουλιώτης και αυτός απ’ τη μάνα του,
την παράδοση πως ένα μικρό κορίτσι είχε
γλιτώσει απ’ το γκρεμό του Ζαλόγκου,
εκεί που το ‘χε ρίξει η μάνα του, και
πως έζησε έπειτα πολλά χρόνια και
παντρεύτηκε. Σημείωσε και τ’ όνομα ο
συγγραφέας, μα τη σημείωση δεν τη βρήκε
πρόχειρη εκεί που τη ζήτησε. Αυτή τη
μικρή, αλλά τόσο τραγική παράδοση έχει
υπόθεση η σύντομη αυτή ιστορία. Ο
συγγραφέας τη νομίζει τόσο απίστευτη,
που δε θέλει τάχα να την πιστέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου