Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Tζάμπα δούλευε, ...τζάμπα μην κάθεσαι


Παιδιόθεν και συν τω χρόνω τρεις υπέροχες εκδοχές Ελλήνων προσήλκυσαν το εξωεπαγγελματικό ενδιαφέρον μου, την εκτίμηση και τον θαυμασμό μου, τόσο για στοιχεία του χαρακτήρα τους, όσο και για τη δημόσια συμπεριφορά τους.


Πρώτα, η χαμένη πια πανστρατιά των δασκάλων παλαιάς κοπής, ελάχιστης μειοψηφίας σήμερα, οι οποίοι ταγμένοι στο χρέος συντηρούσαν, με δικά τους ψυχικά έξοδα, την εμπιστοσύνη των νέων στον κόσμο. Μελετούσαν συνεχώς, δίδασκαν υποδειγματικώς, παραδειγμάτιζαν επακριβώς, αγαπούσαν ανιδιοτελώς και επένοντο υπερηφάνως. Απόλυτοι εκφραστές τού: "Αγνώς δε και οσίως διατηρήσω βίον τον εμόν και τέχνην την εμήν".


Μετά, κάποιοι αποσυρμένοι, σχεδόν απόκληροι ήρωες του "αλβανικού" και της αντίστασης, των οποίων τα ηρωικά κατορθώματα βρισκόταν σε εμφανή και διαρκή αναντιστοιχία με την "ασήμαντη" φυσική και κοινωνική τους παρουσία. Τίποτα επάνω τους δεν πρόδιδε την, σε κάποιες φάσεις της ζωής τους, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία τους. Ντυμένοι πια με τα πολύχρωμα αποφόρια των παιδιών τους, λιγομίλητοι, απρόθυμοι σε διηγήσεις, άφηναν τους άλλους να μιλούν γι΄ αυτούς. Όπως π.χ. για το ηρωικό κατόρθωμα λιγοστών συγχωριανών μου στην 'Ηπειρο, οι οποίοι τόσο ριψοκίνδυνα και χωρίς δεύτερη σκέψη ακινητοποίησαν το άρμα- εμπροσθοφυλακή ενός τάγματος Γερμανών που κατευθύνονταν προς το χωριό, αναγκάζοντάς τους να οπισθοχωρήσουν. Ακόμα υπάρχουν στις αυλές των σπιτιών μας κομμάτια από εκείνο το ερπιστριοφόρο που, εγκαταλειμμένο, οι τότε έφηβοι του χωριού το έκαναν χίλια κομμάτια αποσυναρμολογώντας το λαίμαργα, μαγεμένοι σχεδόν από των όγκο του κατηργασμένου γυαλιστερού μετάλλου.

Που φάνταζε στα μάτια τους όπως ένα πολύχρωμο παιχνίδι στα μάτια των νηπίων. Που το λαχταρούν, χωρίς να ξέρουν να το παίξουν.

Η τρίτη κατηγορία, πολυπληθέστερη αυτή: Οι παντελώς και ισοβίως στερημενοι παντός αγαθού ηλικιωμενοι άνθρωποι, σακατεμενοι από την δούλεψη της γης και το σκληρό μεροκάματο, ή περιθωριοποιημένοι από τον γλίσχρο μισθό. Τόσο ευχαριστημενοι όμως από το μόνο της ζωής τους επίτευγμα: Τις σπουδές των παιδιών τους.


Ετσι που τους "κοβεις" σήμερα, μόνο μια λέξη τους περιγράφει: Απολειφάδια. Αυτό όμως, μέχρι να το φέρει η κουβέντα και να πληροφορηθείς για τους γιους και τις κόρες τους. Για το γιατρό και τη δικηγόρο του ενός. Για τον επιχειρηματία και τον ακαδημαϊκό δάσκαλο του άλλου. Για τη δικαστίνα και τον μεγαλοδιευθυντή του παράλλου. Που έγιναν ό,τι εγιναν υπείκοντες στη γονική ευχή, μητέρα όλων των ευχών, που συμπεριλάμβανε τα πάντα: "Μάθε παιδί μου γράμματα να γίνεις καλός άνθρωπος..."


Ήδη μια τέταρτη κατηγορία, γέννημα της κρίσης, προστέθηκε στις παραπάνω. Αυτοί που όλο και συχνότερα φέρνει στην επιφάνεια το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, είτε με την ευκαιρία μιας βράβευσής τους ή κάποιας επιτυχίας, συνήθως στον επιχειρηματικό και επιστημονικό τομέα.

Κυρίως, όχι για το μέγεθος του κατορθώματός τους, όσο για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προσπαθειών τους.

Αυτοαπασχολούμενοι ή επιχειρηματίες μικρών ή οικογενειακών μονάδων προσφέρουν στην εγχώρια και διεθνή αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και ευθύνης. Δεν είναι διάσημοι, δεν είναι φανταχτεροί, δεν είναι πλούσιοι. Και μάλλον δεν θα γίνουν ποτέ. Κοινά χαρακτηριστικά της πορείας όλων: Η σκληρή δουλειά, η προσήλωση και η επιμονή στα πρωτογενή, στα θεμελιώδη.

Στον αντίποδα με ό,τι ως τώρα τράβαγε την προσοχή της κοινωνίας μας, αντιπροσωπεύουν μια άλλη Ελλάδα, όχι ακριβώς λησμονημένη, αλλά ασφαλώς λιγότερο φωτογενή και προβεβλημένη. Τους κοιτάς στις φωτογραφίες άνδρες και γυναίκες, χωρίς τις επίμονα διαλεγμένες γραβάτες, χωρίς τα εντυπωσιακά φορέματα. Χωρίς, δηλαδή, την κραυγαλέα ναρκιστική, αυτιστική σχεδόν, επιμέλεια εαυτού των φρούτων που συνήθως μονοπωλούν το τηλεοπτικό ενδιαφέρον. Με λίγα λόγια : "κανονικοί" άνθρωποι.

Σχεδόν με τα ρούχα της δουλειάς, σεμνοί, χωρίς ψεύτικες μετριοφροσύνες εμφανίζονται, όταν χρειάζεται, σε κάποια σκηνή αγνοώντας τις κάμερες και περιφρονώντας τα μικρόφωνα. Βλέποντάς τους και ακούγοντάς τους αντιλαμβάνεσαι ότι σ΄ αυτούς η χειρωνακτική εργασία δεν εμφανίζεται με την επικρατούσα αντίληψη: ως ένα επαχθές όχημα κατωτερότητας. Ούτε δείχνουν να συγκινούνται από τα θέλγητρα μιας θέσης στο Δημόσιο, όπου η πληρωμένη επιδεικτική νωχέλεια εξασφαλίζει μια αποδοχή για την οποία κάποιος δε χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ.

Σε μια εποχή ένοχης συγκατάνευσης, οι άνθρωποι αυτοί μάς διδάσκουν πως εργασία σημαίνει: Ενεργή συμμετοχή στην κοινή προσπάθεια για προκοπή και ευημερία. Με αντάλλαγμα δυο σημαντικές ανταμοιβές: Τις υλικές προϋποθέσεις για την ατομική επιβίωση, αλλά και το κύριο συστατικό ψυχικής υγείας, το αίσθημα της προσωπικής αξιοπρέπειας. Ταυτισμένοι με το έργο τους, μοιάζει να μετουσιώνονται σ΄ αυτό και τανάπαλιν.


Τι σχέση έχουν αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι της παραγωγής, της επίτευξης και της προστιθέμενης άξιας με την ασημαντότητα των τηλεοπτικών πολύχρωμων δημοφιλών "τίποτα", που το μόνο επίτευγμά τους είναι η "αναγνωρισιμότητα"; Δημιούργημα, η τελευταία, και μιας ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας του ενικού που γίνεται ένα με τους καλεσμένους της:

αλληλοθαυμαζόμενοι γλυκερά, λαμπερά και ανέμελα, με τσιριχτά μονοσύλλαβα επιφωνήματα.


Πρωτοπαλίκαρα της συνομοταξίας αυτής και πολλοί πολιτικοί. Εκεί. Για να μας θυμίζουν τους δυσάρεστους συναδέλφους τους που στείλαμε στο σπίτι τους, επιλέγοντας στη θέση τους τους ευχάριστους και τους χαριτωμένους. Πληρώνοντας έτσι τα επίχειρα της ανωριμότητάς μας.

Ο Μπέντζαμιν Γκράχαμ, μέντορας του Γουόρεν Μπάφετ περί τα χρηματιστηριακά, έλεγε ότι υπάρχουν οι αλήθειες πρώτης τάξεως και οι αλήθειες δευτέρας τάξεως. Ως αλήθεια πρώτης τάξεως ανέφερε την αντικειμενική εκτίμηση της άξιας μιας εταιρείας. Παράδειγμα αλήθειας δευτέρας τάξεως, αυτή που βασίζεται σε παράγοντες όπως το συναίσθημα, η μόδα, το ένστικτο της αγέλης. Και που είναι αληθινή μόνο εφόσον εμείς εξακολουθούμε να την πιστεύουμε. Όπως, για παράδειγμα, μια τσάντα διάσημου οίκου μόδας μπορεί να κοστίζει 5.000 ευρώ εάν ο κόσμος πιστεύει ότι τόσο πρέπει να αξίζει.
Γι΄ αυτό και ο Μπάφετ, πιστός στην παραπάνω διάκριση, απεχθάνεται το δανεισμό, εξαιτίας ενός συγκεκριμένου μειονεκτήματος- αλήθειας πρώτης τάξεως που έχουν τα δάνεια: πρέπει να τα αποπληρώσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, αν έχεις δανειστεί με βάση περιουσιακά στοιχεία ή άλλα εχέγγυα δευτέρας τάξεως, αμφιβόλου και παροδικής αξίας.
Ακριβώς η περίπτωσή μας. Χτίσαμε μια οικονομία βασισμένη σε δευτεροκλασάτες αξίες: πολιτικές οικονομικές, κοινωνικές. Και φυσικά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο.
Καιρός λοιπόν και για την ελληνική κοινωνία να στρέψει το βλέμμα της στις πραγματικές αξίες. Να απεξαρτηθεί, αν μη τι άλλο, από την ελαφρότητα που προσφέρει η τηλεοπτική εκπαίδευση. Αναζητώντας και τιμώντας ο καθένας το προσωπικό του ηρωικό πάνθεον. Και γιατί το οφείλουμε και γιατί έτσι συμμετέχουμε στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.
Με άλλα λόγια να γυρίσουμε την πλάτη στην τρέχουσα "αναγνωρισιμότητα"- κραυγαλέα τυπικό αξιακό δείγμα αλήθειας δευτέρας τάξεως.

Αντιλαμβανόμενοι ότι το πρόβλημα δεν είναι οι "αναγνωρίσιμοι", άλλα αυτοί που τους αναγνωρίζουν. Τον άνθρωπο δεν τον φτιάχνουν οι ικανότητές του, αλλά οι επιλογές του.


Tζάμπα δούλευε, ...τζάμπα μην κάθεσαι. Επανέρχομαι στην άκρως ενθαρρυντική διαπίστωση για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των θυλάκων αγωνιστικότητας και παραδείγματος, από συμπολίτες μας που δεν εννοούν να το βάλουν κάτω.

"Η απαισιοδοξία της λογικής είναι η αισιοδοξία της θέλησης".  Πως αλλιώς να εξηγήσεις ότι ακόμα και μέσα σ΄ αυτόν τον ερειπιώνα που λέγεται ελληνικό κράτος, ελληνική κοινωνία υπάρχουν τόσα ζωντανά κύτταρα, που με περίσσεια ικμάδας δίνουν τον αγώνα τον καλό με ενθουσιασμό, αποφασιστικότητα και επιτυχία.

Πολιτικά ανέστιοι, επαγγελματικά φιλοπερίεργοι και κοινωνικά φιλοπρόοδοι επιστήμονες, ανήσυχοι, ευρηματικοί νέοι επιχειρηματίες, ονειροπόλοι και ταλαντούχοι νέοι, αφιερωμένοι της τέχνης. Παρέες σκεπτόμενων πολιτών, εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας, κοινωνικά δίκτυα.

Σωματεία ενεργών πολιτών, δρώντων έξω από χρεοκοπημένους θεσμούς, μέσα όμως από τα σπλάχνα αυτής της κοινωνίας, που διεκδικούν και επιβάλλουν με τη συμπεριφορά τους, το λιγότερο: Ποιότητα ζωής, αλλά και το περισσότερο: Τη δημιουργία αυτόνομων, απελευθερωμένων χώρων προόδου, ανταγωνισμού και προστιθέμενης αξίας.
Πρόκειται για μια, όπως βρήκα να ονομάζεται, "άυλη εργασία", η οποία, καθόσο συντελείται, δεν γίνεται αντιληπτή, από τη μέση παρατηρητικότητα των απέξω. Κι αυτό γιατί δεν μισθοδοτείται από κανένα χουβαρντάδικο υπουργικό μισθολόγιο, δεν καταγράφεται σε κανένα σπάταλο ταμείο επιμόρφωσης, επιδότησης ή επιχορήγησης, δεν παρα-σιτίζεται από κανένα κονδύλι ευρωπαϊκής προέλευσης. Πρόκειται για μια εργασία, έναν μόχθο καλύτερα, που εντοπίζεται, μόνο εκ των υστέρων: Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή, σε στρατηγικής σημασίας  τομείς, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της παιδείας, των γνώσεων, των συμβόλων, των ιδεών, της αισθητικής, της αλληλεγγύης, των  κοινωνικών σχέσεων...

Αναφέρω, ενδεικτικά, τρία παραδείγματα, ένα από τον καθένα των τομέων της Επιστήμης, της Τέχνης και της Οικονομίας.

Πρώτον: Πανεπιστημιακοί του μαυροπίνακα και των ερευνητικών κέντρων που πηγαίνουν κάθε μέρα στο πανεπιστήμιο, συνήθως σε ένα άθλιο περιβάλλον για να δώσουν στο μάθημά τους τον καλύτερο εαυτό τους. Που ντρέπονται να δείξουν στους συναδέλφους τους των άλλων χωρών σε ποιές συνθήκες κάνουν έρευνα και που παρόλα αυτά καταφέρνουν να στέκονται με αξιώσεις στα διεθνή συνέδρια. Επίσημες διεθνείς μετρήσεις παραγωγής νέας γνώσης κατατάσσουν την Ελλάδα στην 28η θέση-στην 20η, αν ληφθεί υπόψη ο πληθυσμός των χωρών. Και αυτό σε απαιτητικούς τομείς όπως αυτοί των υπολογιστών, των γεωπονικών επιστημών, της κλινικής ιατρικής. της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας, της επιστήμης των υλικών, των οικονομικών.

Δεύτερον: Ένα πλήθος νέων που ασχολούνται με "έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος" και που καθημερινά μοχθούν, συχνότατα απλήρωτοι, αναζητώντας την ανταμοιβή στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους. Ηθοποιοί, μουσικοί, εικαστικοί, χορευτές, που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου τους σε εργαστήρια, σε πρόβες ορχηστρών, θεάτρων και χορού, ασκούμενοι σε έναν αυτοαμειβόμενο υψηλό επαγγελματισμό. Ένα επαγγελματισμό, που σύντομα θα εισπραχθεί με ευεργετικό θαυμασμό, σε κάποια, μικρή έστω, αίθουσα από κάποιο κοινό, που θα έχει την ευκαιρία να αποσπασθεί, έστω και για λίγο, από το σκουπιδαριό της ευκολίας των καναλιών και τη σαχλαμάρα του life style.


Πάνω σ΄ αυτό, διαβάστε παρακαλώ την απάντηση του μεγάλου μας πιανίστα Δ. Σγούρου, στην ερώτηση:

- Εχετε στερηθεί και τί, για να φτάσετε στο σημείο που είστε;


Απάντηση:

-Εμένα το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μελετάω. Αν μπορούσα να βγάζω χρήματα μελετώντας και όχι παίζοντας θα ήμουν τρισευτυχισμένος.

Το ταλέντο είναι ευθύνη και χάρισμα, με το οποίο μπορείς να κερδίσεις χρόνο. Κάτι που ένας άλλος χρειάζεται δέκα χρόνια για να το μάθει εσύ χρειάζεσαι το μισά. Τι να πω λοιπόν;  Ότι δεν έπαιζα στην γειτονιά ή ότι δεν καθόμουν στις καφετέριες;

Τρίτον: Είναι άδικο να ξεχνάμε και τις μοναχικές μονάδες σπουδαίων επαγγελματιών-προσωπικοτήτων που με ατσαλάκωτη ακεραιότητα τιμούν το επάγγελμά τους, διδάσκουν με την καθημερινότητά τους, υπερασπίζονται και τονώνουν την εθνική φιλοτιμία, σέβονται και μετέρχονται τη διαδικασία της νόμιμης δημιουργίας πλούτου, περιφρονώντας συγχρόνως την επίδειξή του, και κυρίως απέχουν επίμονα από τα σκηνοθετημένα τηλεοπτικά παράθυρα, ακόμα και σοβαρών τάχα εκπομπών, αν και θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να ήταν μονίμως καλεσμένοι σ΄ αυτά.

Μετά τα παραπάνω πιστεύω ότι γινεται καλύτερα αντιληπτό τι ήθελα να πω με το προγούμενό μου κείμενο.


Εξάλλου, το είπαν άλλοι καλύτερα από μένα, όπως:

Ο Οδυσσέας  Ελύτης: "Κοντά στο μόχθο τους για τον επιούσιο, είναι περίεργο αλλά κάποτε ο άνθρωπος επιμένει και μοχθεί και για κάτι επιπλέον ακόμη. Όσο μάλιστα λιγότερο απαραίτητος μοιάζει ο λόγος που τον ωθεί, τόσο πιο ακατανόητο βρίσκουμε το φαινόμενο. Και ας είναι αυτό, ίσως, το μοναδικό γνώρισμα της ευγένειάς του".
Ή ανθρωπολόγοι: Η δημιουργικότητα συνδέεται κατά ένα περίεργο τρόπο με το κίνητρο. Το τελευταίο δεν πρέπει να είναι μονό χρησιμοθηρικό. Η δημιουργικότητα περιορίζεται όταν οι εξωγενείς παράγοντες- ανταμοιβές, πρακτικές εφαρμογές, χρονικοί περιορισμοί, όροι, ρήτρες κλπ υπερισχύουν των ενδογενών: προσωπική ευχαρίστηση, τρόπος ζωής, αναγνώριση κλπ. Ο κόσμος προχωράει χάρη στην ευγένεια και την ανάγκη των ανθρώπων να επιζητούν και να μοχθούν γι΄ αυτό το "κάτι επιπλέον" στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους.
Ή θεωρητικοί της νέας επιχειρηματικότητας: Το κέρδος συχνότατα προκύπτει ως ακούσιο υποπροϊόν της ερευνητικής προσπάθειας. Πολλά τα παραδείγματα όπου τα μεγάλα οφέλη για την κοινωνία και τα  αμύθητα κέρδη για τις επιχειρήσεις δεν προήρθαν από έρευνα που είχε σαν στόχο το κέρδος. Αλλά, από έρευνα που έγινε, έτσι "χωρίς λόγο", επειδή ο ερευνητής "δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς", ή από την ερευνητική εμμονή ενός "τρελού επιστήμονα". Αντλώ σχετικό παράδειγμα από κείμενο του Γ. Βαρουφάκη: Ο σπουδαίος Βρετανός μαθηματικός Godfrey H. Hardy ερωτώμενος σε τι χρησιμεύει η μανιακή μελέτη της θεωρίας των αριθμών, απαντούσε: "Σε τίποτα, απλώς δεν μπορώ να σταματήσω".  Κι όμως, αν σήμερα μπορείτε να στέλνετε e-mails, να αγοράζετε με την πιστωτική σας κάρτα  από το διαδίκτυο κλπ οφείλεται στις επίμονες "άχρηστες" έρευνες του Hardy.

Αυτό το έχουν αντιληφθεί οι πρωτοπόρες εταιρείες και κυρίως τα θερμοκήπια της διαδικτυακής οικονομίας, οι οποίες ενθαρρύνουν τους εργαζόμενούς τους να ξοδεύουν το 20% του  έμμισθου χρόνου τους σε προσφιλή τους έργα, που δεν σχετίζονται με την καθημερινή τους εργασία.

Για τους πραγματικούς δημιουργούς η ανταμοιβή για κάτι που έγινε καλά, είναι ακριβώς ότι έγινε καλά.

Μόνη ελπίδα μας: Όλοι αυτοί οι μικροί "θρίαμβοι" να διεισδύσουν στην ελληνική κοινωνία και με τον διεγερτικό τους ρόλο να συνεγείρουν ευρύτερες υγιείς δυνάμεις του τόπου υποδεικνύοντας ότι "μια μάταιη προσπάθεια δεν είναι μια άχρηστη προσπάθεια" κι ακόμη ότι: "δεν είναι εξίσου ριψοκίνδυνο το να μην επιχειρήσεις, και το να μην πετύχεις".

Από την παραίτηση και το άραγμα στις καφετέριες, επειδή έτσι κι αλλιώς πλούσιοι δεν θα γίνουμε, προτιμώ ακόμα και την κακοπληρωμένη προσπάθεια. 

Εν είδει συνδετικού κρίκου, μεταφέρω από το προηγούμενο τη φράση του Οδ.  Ελύτη: "Κοντά στο μόχθο τους για τον επιούσιο, είναι περίεργο αλλά κάποτε ο άνθρωπος επιμένει και μοχθεί και για κάτι επιπλέον ακόμη. Όσο μάλιστα λιγότερο απαραίτητος μοιάζει ο λόγος που τον ωθεί, τόσο πιο ακατανόητο βρίσκουμε το φαινόμενο. Και ας είναι αυτό, ίσως, το μοναδικό γνώρισμα της ευγένειάς του".


Ψάχνοντας για ένα παράδειγμα που θα υποστήριζε πειστικά τον σοφότατο και κομψότατο λόγο του ποιητή, θυμήθηκα ένα διάλογο από την καλή αμερικανική ταινία, Seabiscuit, που προβλήθηκε στη Ελλάδα με τον τίτλο "Το μεγάλο φαβορί".

Στην ταινία, λοιπόν, ρωτούν επικριτικά έναν παλαίμαχο καουμπόι, πολύπειρο εκπαιδευτή αλόγων, γιατί αφιέρωσε χρόνο σε ένα καταδικασμένο, άχρηστο, παροπλισμένο άλογο, που όλοι είχαν εγκαταλείψει:

-"Γιατί το έσωσες"; η ερώτηση.
-"Μα, γιατί μπορούσα" η απάντηση.

Τόσο απλά. Τόσο αφοπλιστικά.

Η ψυχή που βάζουμε στη δουλειά  και η ικανοποίηση που παίρνουμε απ΄ αυτήν είναι ακριβώς που ανατροφοδοτούν και απογειώνουν την εργασία, μεταμορφώνοντας συγχρόνως το άχθος σε ευλογία. "Κάνε την πράξη σου θυσία", λένε στις Ινδίες και εννοούν την παραίτηση από την προοπτική του υλικού αποτελέσματος.

"Βάλε όλη την ψυχή σου στο έργο, αλλά όχι στην ανταμοιβή σου", υποδεικνύει μια άλλη παραγγελία. Αμοιβή της κάθε εργασίας είναι ότι έγινε καλά. Η καλοκαμωμένη, δηλαδή, -έτσι που να τη χαίρεσαι προσωπικά- δουλειά.

Πού μπορεί να φτάσει η αφοσίωση στη δουλειά, όταν αυτή έχει νόημα, όταν δηλαδή νοηματοδοτεί τη ζωή; Το λέει η φράση: "Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι το θάνατο, όταν έχεις να κάνεις μια δουλειά". Το τελευταίο αυτό ας μη φανεί υπερβολικό. Υπήρξαν γενιές, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που το βίωσαν αυτό, μέσα από ζωές γεμάτες αγώνες, βάσανα και πόνο.

Όπου, όμως, η δουλειά ατσάλωνε τις απαντοχές, απομακρύνοντας κάθε υπόνοια υποστολής ή παραίτησης. Ακόμα και διαφυγής προς το θάνατο.

Η "μικρή" ελληνική ιστορία και η λογοτεχνία είναι διάσπαρτη από τέτοιες υπερφυσικές, μεταφυσικές υποβολές.  Όπως, η απολύτου βεβαιότητας απάντηση-διαβεβαίωση της γιαγιάς στην σπαρακτική ερώτηση-αγωνία των ορφανών από μητέρα εγγονών της, τα οποία, κατά τη διάρκεια παρατεταμένης υποχρεωτικής απουσίας του πατέρα, μόνη αυτή προστάτευε:

-Δε θα πεθάνεις γιαγιά! ε;
-Όχι παιδί μου. Δεν θα πεθάνω. Μέχρι να γυρίσει ο πατέρας σας, δεν θα πεθάνω.

Δυο ακόμα επισημάνσεις ενδεικτικές της σχέσης του Έλληνα με την εργασία, πιστεύω ότι έχουν τη θέση τους στο σημερινό κείμενο. Η πρώτη:

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την ανάγκη του Έλληνα, ανά τους αιώνες, για την επακριβή γλωσσική αποτύπωση ή την ίδια την κλιμάκωση της εργασιακής καταπόνησης, που υποδεικνύει η μακρά σειρά των σχετικών λέξεων της γλώσσας μας; Κούραση, κόπος ( ηνίκ΄ αν κόπος μ΄ απαλλάξη ποτέ), κόπωση, καταπόνηση, μόχθος (μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη), κάματος ( αίθρω και καμάτω δεδμημένον).


Και η δεύτερη, μνημείο αυτογνωσίας και ταπεινότητας, η φράση: "Έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη". Για να ακολουθήσει το και ευγενέστερο: "Μένε εν ω εκλήθης. Σπάρταν έλαχες κείνην κόσμει. Τας δε Μυκήνας άλλοις ιδία". Με το υπέροχα και γενναιόφρονα αυτογνωσιακο, αυτό: "τας δε Μυκήνας άλλοις..."

Θα ήθελα να χωρέσω εδώ και αυτό: "Η Εργασία είναι η πιο συναρπαστική και συγχρόνως η πιο επίπονη από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες".

Το κλειδί στην παραπάνω φράση είναι η λέξη "συγχρόνως". Αφαιρώντας από την εργασία το επίπονο, αφαιρείς και το συναρπαστικό. Μόνο οι μηχανές δεν αισθάνεται τον κόπο τους.

Και κάτι για τους εργοδότες. Όσους βεβαίως ακούν. Σε άλλους καιρούς, δύο ήταν τα βασικά ερωτήματα που έπρεπε να απαντήσει ο κάθε εργαζόμενος: Πρώτα αν η δουλειά του είναι τίμια και μετά αν είναι χρήσιμη.

Σήμερα, η ψυχική ισορροπία ενός εργαζόμενου είναι πιο πολύπλοκη και εξαρτάται από το πόσο ικανός αισθάνεται για τη δουλειά που κάνει, πόσο τον ευχαριστεί να την κάνει και πόσο υπερήφανος είναι να την κάνει.

Συνήθης αιτία παγίδευσης των εργαζόμενων; Η αδυναμία ξεκάθαρης απάντησης στα τρία κρίσιμα συναφή ερωτήματα, γύρω από τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της εργασίας που, κατά καιρούς, τούς προσφέρεται:

"Μπορώ να την κάνω"; "Μού αρέσει να την κάνω"; "Αξίζει να την κάνω";

Ας το προσέχουν λοιπόν αυτό, για λογαριασμό των εργαζόμενων, οι εργοδότες οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνούν ποτέ ότι, η επιθυμία-δικαίωμα ενός εργαζόμενου να ευχαριστιέται και να σέβεται τη δουλειά που κάνει, είναι εξίσου σημαντική με την ικανότητα του να την κάνει.

O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: