Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Ο πολλαπλασιαστής της ηγεσίας !...


Η πρόσφατη συζήτηση για τους περίφημους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (δηλαδή την επίδραση της μείωσης του ελλείμματος στο ΑΕΠ μιας οικονομίας) ανέδειξε πολλά διαφορετικά και ενδιαφέροντα ζητήματα - από τον οικονομικό αναλφαβητισμό μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού μέχρι το επίπεδο της πολιτικής συζήτησης στη χώρα μας.
Κυρίως όμως ανέδειξε (αν και χωρίς να αναλυθεί επαρκώς από τους συνήθεις διαμορφωτές γνώμης) τα όρια και τους περιορισμούς της τεχνοκρατικής («ειδικής») γνώσης ως ικανή συνθήκη αλλαγής «παραδειγματικής» πολιτικής. Τούτο διότι αποκάλυψε ένα έλλειμμα μεγαλύτερο από το δημοσιονομικό - το πολιτικό έλλειμμα.
Είναι προφανές ότι κάθε επιτυχής εφαρμογή πολιτικής πρέπει να εδράζεται σε στερεή θεωρητική βάση και να αξιοποιεί πλήρως τις διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες. Διαφορετικά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά περίτεχνες φιγούρες σε κενό αέρος.
Αν όμως η άγνοια ή η αδιαφορία για την τεχνοκρατική γνώση είναι συνταγή ασφαλούς αποτυχίας, εξίσου αναποτελεσματική συχνά αποδεικνύεται η στείρα εφαρμογή δοκιμασμένων (ή όχι και τόσο δοκιμασμένων) πολιτικών, ειδικά όταν αγνοείται το πλαίσιο εντός του οποίου επιχειρούνται οι πολιτικές αλλαγές. Όταν μάλιστα οι προωθούμενες πολιτικές παρεμβάσεις δεν περιορίζονται σε επιμέρους προσαρμογές, αλλά αντίθετα συνιστούν συνολική «αλλαγή παραδείγματος», τότε η απόσταση ανάμεσα σε αρχικές υποθέσεις και τελική πραγματικότητα αποδεικνύεται αγεφύρωτη.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που δεν φάνηκε να γίνεται κατανοητό τόσο από τους σχεδιαστές των Μνημονίων όσο και από τις κυβερνήσεις που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τις προβλέψεις τους είναι ότι η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί απλή υπόθεση μίας οριακής προσαρμογής σε γνωστές και εφαρμόσιμες επιταγές.
Αντίθετα, η Ελλάδα της κρίσης είναι μία κοινωνία και οικονομία μετάβασης σε ένα διαφορετικό παράδειγμα λειτουργίας. Για την επιτυχή μετάβασή της καλείται να προσαρμόσει θεσμούς, πολιτικές, αντιλήψεις και νοοτροπίες - με άλλα λόγια να λειτουργήσει άμεσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο.
Πρόκειται για τιτάνιο έργο, σχεδόν παρόμοιο με τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έπειτα από τον πολυετή λήθαργο όπου τους είχε καταδικάσει ο σοβιετικός καταναγκαστικός μηχανισμός και επιχείρησαν να ξαναγίνουν «κανονικά κράτη».



Ο ρόλος της ηγεσίας έχει αναλυθεί επισταμένως στην πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων. Για παράδειγμα, η γνωστή Αμερικανίδα οικονομολόγος Anne Krueger υπογραμμίζει ότι παρόμοιες οικονομικές πολιτικές ως απάντηση σε όμοιες καταστάσεις παράγουν συχνά εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα στο βαθμό που δεν υποστηρίζονται από τις ισχυρές ηγεσίες (Political Economy of Policy Reform in Developing Countries, 1993).

Ποια είναι λοιπόν εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να διαθέτουν οι ηγέτες ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις του περιβάλλοντος; Ανάμεσά τους θα ξεχωρίζαμε τη σημασία της «γνώσης του γενικού πλαισίου» (contextual knowledge), δηλαδή της ικανότητας των ηγετών να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στο περιβάλλον και να κεφαλαιοποιούν τις παρατηρούμενες τάσεις (διαφορετικά, οι ηγεσίες πρέπει να είναι σε θέση να διακριβώνουν και να αποφασίζουν έγκαιρα «τι δουλεύει και τι όχι» σε κάθε περίπτωση.

Εναπόκειται βέβαια στους αναγνώστες να αξιολογήσουν τις επιδόσεις των διαδοχικών ηγετικών ομάδων που διαχειρίστηκαν μέχρι σήμερα την εγχώρια οικονομική κρίση και τα επιγενόμενά της. Δεν θα είναι όμως υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το χάσμα ανάμεσα στις (πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές) ηγεσίες του τόπου και το πολιτικό σώμα είναι όχι απλά υπαρκτό αλλά και ότι αποτελεί τον κύριο ανασχετικό παράγοντα για κάθε προσπάθεια.

Αρκεί κάποιος να ανατρέξει στις μετρήσεις των δεικτών εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών στους θεσμούς κατά τα (πολλά) τελευταία χρόνια για να αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής που έχει συντελεστεί στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς και τις συνέπειες της παρατηρούμενης έλλειψης εμπιστοσύνης στην υποστήριξη των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Ειδικά στο ζήτημα των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων πρέπει να επισημάνουμε ότι η αιτία της «εμπλοκής των μεταρρυθμίσεων» δεν βρίσκεται μόνο στις ισχυρές αντιστάσεις των ειδικών συμφερόντων και των συντεχνιών και προσοδοθηρικών ομάδων που τα στηρίζουν, αλλά και στην αβεβαιότητα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν ανήκουν σε αυτές για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων.

Και στη βάση αυτής της αβεβαιότητας βρίσκεται το έλλειμμα ηγεσίας, σήμερα, δηλαδή στην απουσία μιας ηγεσίας ικανής να διαμορφώσει έναν «οδικό χάρτη» εξόδου από την κρίση, εξασφαλίζοντας όχι απλά την ανοχή αλλά και την υποστήριξη και κινητοποίηση των πολιτών. Μίας ηγεσίας που θα κάνει υπόθεση όλων μας τη μετάβαση της χώρας από το χρεοκοπημένο μοντέλο του πρόσφατου παρελθόντος σε μία δυναμική και κοινωνική δίκαιη οικονομία και μία ευημερούσα κοινωνία.

Τελικά, η συζήτηση για τον ακριβή προσδιορισμό των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών στην ελληνική περίπτωση πρόκειται (και πρέπει) να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα ανάμεσα στους επαΐοντες και όσους χαράζουν πολιτική προκειμένου να γίνουν οι απαιτούμενες προσαρμογές στο Πρόγραμμα.

Φοβούμαι όμως ότι στο βαθμό κατά τον οποίο η σχετική συζήτηση παραγνωρίζει τη σημασία της ηγεσίας, είναι καταδικασμένη να παραμείνει ατελέσφορη. Και δυστυχώς η ανάδειξη της κατάλληλης πολιτικής ηγεσίας είναι, σε κάθε περίπτωση, ο αστάθμητος παράγοντας (και της ελληνικής) της πολιτικής ιστορίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια: