Βάσει του ΑΕΠ της
ελληνικής γεωργίας, τις εισροές, την καθαρή προστιθέμενη αξία, το ύψος της
εξαρτημένης εργασίας, τους τόκους από τον δανεισμό, τα ενοίκια και τις εισφορές
σε ΕΛΓΑ και ΟΓΑ, τα ποσά που δηλώνονται είναι υποπολλαπλάσια του εκτιμώμενου
πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος. Η φοροδιαφυγή στον αγροτικό τομέα μοιάζει
να καταγράφει επιδόσεις-ρεκόρ καθώς αναζητούνται περισσότερα από 1,6 δισ. ευρώ
από το εκτιμώμενο πραγματικό φορολογητέο εισόδημα στον πρωτογενή τομέα.
Την
ίδια ώρα, στο μικροσκόπιο των ελεγκτικών αρχών έχουν βρεθεί περισσότεροι από
25.000 αγρότες που παρότι εμφανίζονται στο σύστημα πληρωμών να λαμβάνουν μεγάλα
ποσά από την ενιαία ενίσχυση (αγροτικές επιδοτήσεις), δεν έχουν υποβάλει
φορολογικές δηλώσεις. Από τους 49.000 περίπου αγρότες που παίρνουν κοινοτικές
ενισχύσεις ύψους άνω των 12.000 ευρώ, μόνο οι 23.000 εξ αυτών υπέβαλαν δήλωση το
2014. Πρόκειται για ποσά που κυμαίνονται κυρίως από 12.000 έως 30.000
ευρώ.
Το μεγάλο ωστόσο αγκάθι είναι ο ΟΓΑ. Από τα 3,3 δισ. ευρώ που συνιστούν
το κόστος λειτουργίας του ΟΓΑ, τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν σε παλιές συντάξεις
χωρίς ανταποδοτικότητα από το 1961 που καθιερώθηκε η ασφάλιση των αγροτών χωρίς
να δίνουν ασφαλιστικές εισφορές.
Σήμερα οι αγρότες που ανήκουν στη μη
ανταποδοτική ασφάλιση ανέρχονται σε 120.000 και το παράδοξο είναι ότι ανάμεσα σε
αυτούς υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός συνταξιούχων που εξακολουθεί να λαμβάνει
αγροτικές επιδοτήσεις.
Ενας δε αγρότης που επί παραδείγματι εισήλθε το 1988
στην πρόσθετη ασφάλιση του ΟΓΑ και κατέβαλε κανονικά τις εισφορές μέχρι το 2005,
οπότε και βγήκε σε σύνταξη, πλήρωσε 18.000 - 20.000 ασφάλιστρα. Ωστόσο από το
2005 έως σήμερα, παίρνοντας την ανώτερη σύνταξη του ΟΓΑ ύψους 640 ευρώ τον μήνα,
έχει ήδη λάβει περισσότερα από 80.000 ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται έξοδα
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη διάρκεια αυτών των ετών. Είναι απορίας άξιον
ποια αναλογιστική μελέτη μπορεί να επεξεργαστεί τα στοιχεία αυτά και να βρει τον
τρόπο για να καταστεί βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα στον αγροτικό
τομέα.
Δαπανώνται 5 δις για να παραχθούν 10,3
δις
Σήμερα το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ελληνικής γεωργίας
ανέρχεται σε 10,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,7 δισ. ευρώ αφορούν στη φυτική
παραγωγή, τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν στη ζωική παραγωγή και το 1 δισ. ευρώ
προκύπτει από τις υπηρεσίες.
Για να παραχθεί το προϊόν αυτό, οι εισροές που
έχουν να κάνουν με το κόστος παραγωγής (ζωοτροφές, λιπάσματα, φυτοφάρμακα,
πολλαπλασιαστικό υλικό, πετρέλαιο, ηλεκτρική ενέργεια κ.ά.) ανέρχονται σε 5 δισ.
ευρώ περίπου. Στοιχεία που αναμφίβολα αποδεικνύουν με εμφατικό τρόπο τη χαμηλή
παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα. Δαπανώνται 5 δισ. ευρώ για να παραχθεί
προϊόν αξίας 10,3 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ακαθάριστη προστιθέμενη
αξία ανέρχεται σε 5,3 δισ. ευρώ, από την οποία εάν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις
(κεφάλαια που επενδύονται) ύψους 1,2 δισ. ευρώ, προκύπτει η καθαρή προστιθέμενη
αξία που υπολογίζεται σε 4 δισ. ευρώ. Αφαιρώντας την εξαρτημένη εργασία που
δηλώνεται (ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ), τους τόκους από τον τραπεζικό δανεισμό
(600 εκατ. ευρώ), τα δηλωμένα ενοίκια για την εκμετάλλευση της αγροτικής γης
(400 εκατ. ευρώ) και τις εισφορές σε ΕΛΓΑ και ΟΓΑ (550 εκατ. ευρώ), αυτό που
απομένει είναι το εκτιμώμενο πραγματικό φορολογητέο εισόδημα. Δηλαδή ένα ποσό
της τάξης των 2,1 δισ.
Ωστόσο, το 2014 τα εισοδήματα που δηλώθηκαν στον
πρωτογενή τομέα ανήλθαν σε 1,341 δισ. ευρώ, από τα οποία μάλιστα το 1 δισ. ευρώ
προέρχεται από τις κοινοτικές επιδοτήσεις που φορολογήθηκαν επειδή υπερέβαιναν
το πλαφόν των 12.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, τα καθαρά έσοδα από τον πρωτογενή
τομέα που δηλώθηκαν δεν ξεπέρασαν τα 341 εκατομμύρια ευρώ και τα εκτιμώμενα
αδήλωτα εισοδήματα που προκύπτουν από τη χαρτογράφηση των οικονομικών μεγεθών
υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν τα 1,6 δις ευρώ.
Αδήλωτες οι
επιδοτήσεις 25.000 δικαιούχων
Οι 630.000, αγρότες που αποτελούν και
τη συντριπτική πλειονότητα των δικαιούχων κοινοτικών επιδοτήσεων, λαμβάνουν
ενιαίες ενισχύσεις έως 12.000 ευρώ. Με τη νομοθετική ρύθμιση που πέρασε από τη
Βουλή το καλοκαίρι του 2015, οι επιδοτήσεις αυτές παρέμειναν στο φορολογικό
απυρόβλητο. Το παράδοξο έχει να κάνει με τους υπόλοιπους 49.000 αγρότες που
δικαιούνται αγροτικές επιδοτήσεις άνω των 12.000 ευρώ και οι οποίες ανήκουν στη
φορολογητέα ύλη. Από τα στοιχεία που έχει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στη
διάθεσή του, προκύπτει ότι από τους περίπου 49.000 δικαιούχους επιδοτήσεων άνω
των 12.000 ευρώ, οι 23.000 έχουν δηλώσει τα ποσά αυτά. Δηλαδή αναζητούνται πάνω
από 25.000 δικαιούχοι αγροτικών επιδοτήσεων, η αξία των οποίων κυμαίνεται κυρίως
από 12.000 έως 30.000 ευρώ.
1 δις ευρώ η αδήλωτη
εργασία
Οι αγρότες μπορεί να έχουν βγει στους δρόμους σε όλη την
Ελλάδα φωνάζοντας να αποσύρει η κυβέρνηση το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το επόμενο
παράδοξο ωστόσο είναι ότι λαμβάνοντας υπόψη το φορολογητέο εισόδημα του 2014,
που ανήλθε σε 1,34 δισ. ευρώ, το συνολικό ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που θα
προκύψουν με τον νέο τρόπο υπολογισμού θα είναι χαμηλότερο από τις εισφορές που
καταβάλλουν σήμερα.
Με το σημερινό καθεστώς, τα έσοδα του ΟΓΑ από τις
ασφαλιστικές εισφορές των αγροτών ανέρχονται σε 350 εκατ. ευρώ. Ωστόσο,
δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές πλέον θα προκύπτουν από το φορολογητέο
εισόδημα, τα έσοδα για τον ΟΓΑ με τα στοιχεία του 2014 θα είναι λιγότερα και
συγκεκριμένα 260 εκατ. ευρώ.
Η πρόβλεψη για αυξημένες εισφορές εδράζεται στις
προσδοκίες για αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος με τον νέο τρόπο φορολόγησης.
Με την αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης των αγροτών και την υποχρεωτική τήρηση
βιβλίων εσόδων-εξόδων, προσδοκάται σημαντική μείωση της φοροδιαφυγής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εργόσημο, η διεύρυνση της εφαρμογής του οποίου θα
τερματίσει την αδήλωτη εργασία στον αγροτικό τομέα που σύμφωνα με εκτιμήσεις
υπολογίζεται σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Η επιβολή εργοσήμου που αντιστοιχεί στο
10% της αμοιβής των εργατών γης, θα αυξήσει το φορολογητέο εισόδημα και
παράλληλα θα φέρει έσοδα στον ΟΓΑ ύψους 100 εκατ. ευρώ.
Από τη στιγμή άλλωστε
που καταργήθηκε ο τεκμαρτός τρόπος υπολογισμού των εισοδημάτων των αγροτών και
δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής προκύπτει από την
εξαρτημένη εργασία, η υποχρεωτική έκδοση εργοσήμου και πληρωμή των εργατών γης
μέσω τραπεζών, συνιστά έκδοση παραστατικών και λιγότερο φορολογητέο
εισόδημα.
Ωστόσο, ακόμη και αν διπλασιασθεί το φορολογητέο εισόδημα και από
1,34 δισ. ευρώ εκτιναχθεί στα 2,6 δισ. ευρώ, οι εισφορές που θα προκύψουν δεν
είναι ικανές να λύσουν το πρόβλημα βιωσιμότητας του ΟΓΑ, το 85% του
προϋπολογισμού του οποίου καλύπτεται σήμερα από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το
πιο παράδοξο -που σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες ίσως είναι και ένας ικανός
λόγος για να διατηρηθεί μέχρι νεωτέρας η αυτονομία του ΟΓΑ- έχει να κάνει με το
γεγονός ότι από τα 3,3 δισ. ευρώ που συνιστούν το κόστος λειτουργίας του
ασφαλιστικού οργανισμού, τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν σε παλιές συντάξεις χωρίς
ανταποδοτικότητα. Συνολικά οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ ανέρχονται σε 637.000, οι
120.000 εκ των οποίων ανήκουν στη μη ανταποδοτική ασφάλιση. Το παράδοξο είναι
ότι ανάμεσα σε αυτούς υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός συνταξιούχων που
εξακολουθεί να λαμβάνει αγροτικές επιδοτήσεις.
Την παραδοχή ότι οποιαδήποτε
φορολογία και αν υιοθετηθεί, το ασφαλιστικό ζήτημα στον αγροτικό τομέα δεν
μπορεί να επιλυθεί, συνοδεύει μια πρόταση που συζητούν στην κυβέρνηση, δηλαδή η
συνεισφορά ενός μέρους της υπεραξίας από τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα και
συγκεκριμένα τους κλάδους που εξαρτώνται από την αγροτική παραγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου