Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Παλαιοσέλλι Κόνιτσας. Απολαύστε τα video



Απολαύστε τα video


















Η ονομασία του Παλαιοσελλίου προέρχεται από τους αρχαίους Σελλούς, τους αρχαιότερους κατοίκους της επαρχίας Δωδώνης, η οποία τότε έφτανε ως την Ιλλυρία. Στο αρχείο της κοινότητας υπάρχει έγγραφο του Υπουργείου, όπου υποδεικνύεται η σωστή γραφή της ονομασίας του χωριού Παλαιοσέλλι με δύο λ. Ο Ησίοδος και ο Όμηρος αναφέρουν ότι οι Σελλοί βρήκαν καταφύγιο κοντά στους Τυμφαίους κτηνοτρόφους. Μεταγενέστερες μαρτυρίες ιστορικών συγκλίνουν σε μια κοινή διαπίστωση: ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν Έλληνες και ότι κοντά στους Τυμφαίους, εκτός από τους Σελλούς, εγκατάσταθηκαν και άλλες φυλές, όπως οι Λυγγιστές κοντά στα Άρματα, οι Ορέστες κοντά στις Πάδες κτλ. Όλες τους υποδουλώθηκαν στους Μακεδόνες και κατόπιν στους Ρωμαίους. Οι Μακεδόνες, και ειδικότερα ο Φίλιππος, για να διαφυλάξουν τη Λάκκα Αώου και να διατηρήσουν ελέυθερη την κυκλοφορία στον αυχένα της κορυφογραμμής «Σουσνίτσα», εγκατέστησαν προφυλακές με πιθανή έδρα το Παλαιοσέλλι. Έτσι φυλαγότανε η ημιονική οδός Κόνιτσα-Δίστρατο-Γρεβενά. Αλλά και οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταστήσει σε διάφορα σημεία Έλληνες φύλακες για τη φύλαξη συνόρων, διαβάσεων, στενωπών κτλ., που λέγονταν οροφύλακες.  Αυτοί, ως υπάλληλοι του Ρωμαϊκού κράτους, ήταν υποχρεωμένοι να μάθουν τη Λατινική γλώσσα. Από την υποχρεωτική αυτή εκμάθηση και γενικότερα από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία δημιουργήθηκε μια νέα τοπική διάλεκτος, η βλάχικη, και οι ομιλούντες αυτήν ονομάστηκαν Ελληνόβλαχοι. Γι' αυτό και οι κάτοικοι του Παλαιοσελλίου είναι δίγλωσσοι. Η τοπική αυτή διάλεκτος (βλάχικη) αποτελούνταν από δισύλλαβες λέξεις και διασώθηκε μόνο με τον προφορικό λόγο, μιας και δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του γραπτού λόγου στον ορεσίβιο και νομαδικό αυτό λαό.
Το Παλαιοσέλλι, αρχαία πόλη σύμφωνα με τον Pouquevil, η πόλη Ερίβοια σύμφωνα με την οριοθέτηση άλλων ιστορικών, παλαιότερα βρίσκονταν κοντά στο ποτάμι και, είτε επειδή έγιναν μεγάλες κατολισθήσεις που έφθασαν ως εκεί είτε γιατί η ζέστη ήταν ανυπόφορη, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στη σημερινή θέση. Επειδή όμως η μετακίνηση των Παλαιοσελλιτών έγινε σταδιακά σαν μια φυσική συνέχεια, οι κάτοικοι δεν άλλαξαν την ονομασία του χωριού και εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την έκφραση «του Σέλλιοι» δηλαδή «στους Σελλούς», γι αυτό και επικράτησε η ίδια ονομασία και δεν ονομάστκε Νεοσέλλι.








Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και γύρω στα 1850 το Παλαιοσέλλι μαστιζότανε από ληστρικές επιδρομές. Οι κάτοικοι υπέφεραν τα πάνδεινα, καθώς η λεηλασία και η αιχμαλωσία ήταν καθημερινά φαινόμενα. Στα μέσα του 16 αιώνα, Τουρκαλβανός φύλαρχος , στην προσπάθειά του να κάνει τους Παλαιοσελλίτες κολίγους, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν το χωριό για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτό πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στη Βέρροια της Μακεδονίας. Ίσως ορισμένοι να μην επαναπατρίσθηκαν ποτέ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί νέο χωριό εκεί με την επωνυμία «Σέλι» και με πρώτους κατοίκους  τους Παλαιοσελλίτες. Στο χωριό αυτό μιλούν την ίδια βλάχικη γλώσσα, διατηρούν πολλά ίδια επώνυμα και μαρτυρούν ως τόπο καταγωγής τους την Ήπειρο.Η εκπαίδευση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στο Παλαιοσέλλι, ήταν ανωτέρου επιπέδου όπως και σε όλα τα χωριά της  Λάκκας Αώου.Εκτός από τις τέσσερις τάξεις του Δημοτικού σχολείου, λειτουργούσε και το Ελληνικό σχολείο με άλλες τρεις τάξεις, όπου εδιδάσκοντο, εκτός των άλλων μαθημάτων, και τα Αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, Γαλλικά κτλ. Το σχολείο αυτό (1840-1907) αρχικά στεγαζόταν στο κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην κεντρική πλατεία, κάτω από τον κεντρικό ναό της Αγίας Παρασκευής. Σήμερα θα ήταν διατηρητέο, αν μερικοί δεν έσπευδαν να το μεταρρυθμίσουν. Οι διδακτηριακές όμως ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες που χρησιμοποιήθηκαν και διάφορα σπίτια για τη διδασκαλία των μαθητών. Το 1889 άρχισε και η λειτουργία του Παρθεναγωγείου για τη φοίτηση κοριτσιών.          
Λύση στο οξύτατο διδακτηριακό πρόβλημα έδωσε ο αείμνηστος Παλαιοσελλίτης Ιωάννης Καραζήσης , ο οποίος, βρισκόμενος στην Οδησσό της Ρωσίας, έπεισε τον τότε Έλληνα Δήμαρχο της Οδησσού Γρηγόριο Μαρασλή να ενισχύσει την προσπάθεια αυτή. Πράγματι ο αείμνηστος Δήμαρχος έστειλε τότε 500 ρούβλια και με το αξιοσέβαστο αυτό ποσό ενισχύθηκε οικονομικά η ανοικοδόμηση, που το ξεκίνημά της οφειλόταν στο Ίδρυμα «Παύλος Μελάς». Το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε το σχολικό έτος 1907-1908, οπότε, εκτός από το Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, στεγάστηκε και το Νηπιαγωγείο. Ο Ιωάννης Καραζήσης προσέφερε τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας για όλα τα μαθήματα, ενώ την αποπεράτωση διαφόρων εργασιών, μετά το θάνατο του αείμνηστου ευεργέτη του Παλαιοσελλίου Γρηγορίου Μαρασλή, ανέλαβε ο προϊστάμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αγαθάγγελος Πεφάνης, με τη μεσολάβηση και πάλι του Ιωάννη Καραζήση. Ο Αγαθάγγελος Πεφάνης προσέφερε 1427 χρυσά φράγκα και ανακηρύχτηκε ευεργέτης του χωριού. Το μεγάλο αυτό διδακτήριο ονομάστηκε «Μαράσλειος Ελληνική Σχολή» με ψήφισμα της φοροεπιτροπής του διδακτηρίου και ο αείμνηστος Μαρασλής ανακηρύχτηκε επίσης ευεργέτης.        

Τα σχολεία αυτά καταργήθηκαν με νόμο το 1914 και από τότε λειτουργεί κανονικά εξατάξιο Δημοτικό σχολείο. Το σχολείο του Παλαιοσελλίου, εκτός από την επιχορήγηση που παρείχε η Μητρόπολη Κόνιτσας, συνέδραμαν οικονομικά για τη συντήρησή του ο «Εν Κωνσταντινουπόλει Ηπειρωτικός Σύλλογος» με 15 Οθωμανικές λίρες, ενώ η έκδοση «Ωφελίμων Βιβλίων» με 25 Οθωμανικές λίρες.        

Το 1912 και ενώ πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας, ο Παλαιοσελλίτης Παύλος Ζησάκης, εκλέκτορας στη Λάκκα Αώου, προστάτευσε όχι μόνο τους κατοίκους ολόκληρης της Λάκκας Αώου από τις αγριότητες των Τούρκων, προτέποντας τους Παλαιοσελλίτες σε σύνεση και καρτερικότητα, όταν χρειαζόταν. Προδόθηκε για την προστασία που παρείχε στους συγχωριανούς του και κακοποιήθηκε από τους Τούρκους γι' αυτό.
         







Στις απελευθερωτικές ομάδες που θαρραλέα οργανώθηκαν το 1912-1913 κατέφθασαν στο Παλαιοσέλλι χωριανοί από όλη την Ελλάδα. Εκεί εγκατάσταθηκε το Αρχηγείο των Απελευθερωτικών Σωμάτων από όλη τη Λάκκα Αώου και στο ναό της Αγίας Παρασκευής εψάλη δοξολογία .  Στις 2 Φεβρουαρίου του 1913 οι Τούρκοι έφτασαν στο Ελεύθερο λεηλατώντας  και καταστρέφοντας τα πάντα. Στην περιφέρεια Παλαιοσελλίου και μάλιστα από τη θέση «Σκουτέρνη» ως τον Αώο ποταμό στήθηκαν φυλάκια. Οι Τούρκοι τελικά υποχώρησαν από το Ελεύθερο κατευθυνόμενοι προς τη Μόλιστα. Στις 21 Φεβρουαρίου εσήμανε και η απελευθέρωση.

Ένδοξη σελίδα χάραξε το Παλαιοσέλλι το 1940 με την έναρξη του πολέμου, όταν οι Ιταλοί με τη Μεραρχία της Τζούλια αιχμαλωτίστηκαν στη Λάκκα Αώου. Εκεί χωρίστηκαν σε δύο διαφορετικές κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να ενωθούν στο Μέτσοβο. Η μια εξ αυτών κατευθυνόταν προς το Κεράσοβο -Σαμαρίνα-Δίστρατο-Βωβούσα-Μέτσοβο. Η άλλη, ερχόμενη από τη Μόλιστα και διασχίζοντας τη Νταλιόπολη, περιοχή όπου δόθηκαν σκληρές μάχες, κατέλαβε το χωριό και στρατοπεύδευσε στις θέσεις Σούρπασα και Άγιο Δημήτριο.  Ο Ελληνικός στρατός, όμως, επιτιθέμενος με ένα τάγμα πεζικού της 8ης Μεραρχίας Ιωαννίνων, με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή και συνοδεία Ορειβατικού πυροβολικού, σε συνεργασία με τους κατοίκους του Παλαιοσελλίου, μέσω Βρυσοχωρίου, αναχαίτησε τους Αλπινιστές, αφού συνέλαβε 400 αιχμαλώτους. Ταυτόχρονα γκρέμισε τη γέφυρα στον Άωο ποταμό, ώστε η αναχαίτηση να είναι ολοκληρωτική.
Στην επιχείρηση αυτή, οι Έλληνες, με συντονισμένες προσπάθειες, ενισχύθηκαν και από την Ταξιαρχία του Ιππικού, που εσπευσμένα έφθασε από τα Γρεβενά με Διοικητή τον Σωκράτη Δημάρατο από τη Βούρμπιανη Κόνιτσας. Η Ταξιαρχία αυτή με το άλλο σκέλος των Αλπινιστών μαχόταν μεταξύ Σαμαρίνας και Διστράτου.        

Ήταν μία από τις μεγάλες αναχαιτίσεις, που βοήθησε σημαντικά στην αλλαγή της φάσης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Γενικότερα στη μεγάλη νίκη του Σμόλικα ας σημειώσουμε ότι, εκτός από αυτές τις δύο Ταξιαρχίες, εξίσου συνέβαλαν και η πρώτη Μεραρχία Πεζικού με τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό και η Μεραρχία Ιππικού με το Στρατηγό Γεώργιο Στενωτά.         

Στους Παλαιοσελλίτες έντονη είναι η ανάμνηση του Λοχία ιππέα του Ελληνικού στρατού που σκοτώθηκε στη θέση Λα - Τσιουρπέτρα, μαχόμενος κατά των Ιταλών. Ανεξίτηλο επίσης παραμένει στη μνήμη τους το παρακάτω επινίκιο άσμα.  
Ελεύθερο και Παλαιοσέλλι Κόνιτσα και Πρεμετήτ α πήραν οι πεζικαραίοι κρατώντας εις το χέρι το σπαθί. Ευρέθηκαν εις την Βωβούσαν αντίκρυ με το πεζικό και από τότε οι Αλπίνοι έπαθαν από πανικό και αντί να πάνε μπρος το βάλαν εις τα πόδια ολοταχώς.
         
Οι Γερμανοί έφτασαν στο χωριό από το δρόμο Κόνιτσα-Ελεύθερο στις 18 Οκτωβρίου του 1943, γύρω στις 10 το πρωί, ενώ τελούνταν ακόμα η θεία λειτουργία. Αφορμή για την καταστροφή που επέφεραν οι Γερμανοί στάθηκε ένας λόχος του ΕΛΑΣ που, αντιλαμβανόμενος τους Γερμανούς μεταξύ Ελευθέρου και Παλαιοσελλίου, έβαλε με πυροβόλα εναντίον τους.
 Προς εκδίκηση αυτού του γεγονότος, ομάδα εμπρηστών έβαζε πυρκαϊές κυρίως στα κεντρικά σπίτια. Άφηναν μόνο όσα δεν τους ήταν εμπόδιο στο πέρασμά τους. Πολλοί κάτοικοι, πανικόβλητοι, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέβηκαν στο ποτάμι. Απόγνωση επικράτησε παντού. Το σχολείο, δημιουργεία του ιδρύματος Παύλου Μελά, που είχε κτιστεί επί τουρκοκρατίας και ήταν τριώροφο, κάηκε.
 Ένα γερμανικό αεροπλάνο, πετώντας χαμηλά στη θέση Αγίου Δημητρίου, έδωσε το σύνθημα της φυγής τους από το χωριό, διότι οι Ελασίτες χτύπησαν ξανά τους Γερμανούς που προηγούνταν στη θέση Σκάλα μεταξύ Πάδων και Αρμάτων. Η καταστροφή συνεχίστηκε στα υπόλοιπα χωριά.
        
Προπολεμικά το Παλαιοσέλλι ήταν κεφαλοχώρι της φημισμένης Λάκκας Αώου και της επαρχίας Κόνιτσας μαζί με τις Πάδες, τα Άρματα και το Δίστρατο, ενώ το Ελεύθερο είχε χαρακτηριστεί τσιφλίκι. Στοιχεία αδιάψευστα μαρτυρούν ότι το 1911 κατοικούσαν στο Παλαιοσέλλι 1270 άτομα, ενώ επί Τουρκοκρατίας στο πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο της Κόνιτσας συμμετείχε πάντοτε εκπρόσωπος του Παλιοσελλίου. Καλλιεργούνταν 5500 στρ. Αμπέλια, ενώ η κτηνοτροφία ήταν ασθενέστερη.
         








Στα νεότερα χρόνια παρατηρείται παρακμή, η οποία δεν ταιριάζει στην ιστορία του χωριού. Αυτό οφείλεται στο ότι, όπως και σε άλλες περιοχές της επικράτειας, την περίοδο του εμφυλίου επήλθε μαρασμός, ερήμωση και μετανάστευση των κατοίκων προς άλλες περιοχές. Η φθίνουσα πορεία συνεχίστηκε και στις επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα το χαμηλό οικονομικό επίπεδο, εφόσον έλλειψε η ζωντάνια και η δραστηριότητα των νέων ενεργητικών και παραγωγικών ανθρώπων. Σήμερα φαίνεται πως οι παλιές καλές μέρες ξαναγυρίζουν για το Παλαιοσέλλι, μιας και διαφαίνονται προοπτικές τουριστικής ανάπτυξης, λόγω του φυσικού του πλούτου.    

Το Παλαιοσέλλι είναι χωριό του νομού Ιωαννίνων του Δήμου Κόνιτσας. Κτισμένο αμφιθεατρικά, σε ύψος 1010-1110 μ., στις πλαγιές  του ΣΜΟΛΙΚΑ, που είναι η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς της πίνδου, ύψους 2.637 μ., και η δεύτερη της Ελλάδας, ατενίζει την ψηλότερη κορυφή του όρους Τύμφη, τη Γκαμήλα, ύψους 2.497 μ.
         
Στους πρόποδες των δύο βουνών αλλά και μπροστά στην άγρια και γλυκιά ομορφιά του Παλαιοσελλίου ξετυλίγεται η χαράδρα του ΑΩΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, γνωστή για το φυσικό κάλλος και τις ομορφιές της. Το δαιδαλώδες  και η ορμητικότητα του ποταμού προσελκύουν πλήθος ξένων επισκεπτών, που έρχονται να απολαύσουν το Κανόε-Καγιάκ. Ο θαυμασμός διεγείρεται καθώς ο Αώος αποτελεί ένα από τα μοναδικά μέρη της Ελλάδας που προσφέρεται για το άθλημα αυτό.
         
Στην αρχαιότητα λεγόταν Αίας ή Αράουα ή Αύος και οι κατοικούντες πέριξ αυτού κάτοικοι ονομάζονταν Παραυαίοι. Με την επωνυμία «Αώοι» δωρικά φύλλα λάτρευαν κάποιες ηλιακές θεότητες.
         
Ο Αώος ποταμός σημάδεψε την ιστορία του τόπου, γιατί το 1949 ο Ελληνικός στρατός, προκειμένου να αναχαιτήσει το πέρασμα των Ιταλών, κατέστρεψε τη γέφυρα του ποταμού που ενώνει το Παλαιοσέλλι με το Βρυσοχώρι και έτσι άρχισε η υποχώρησή τους. Το 1961 η γέφυρα κατασκευάστηκε εκ νέου με καινούργιες προδιαγραφές και μήκος 74 μέτρα. Είχε ξύλινο κατάστρωμα με τσιμεντένιες βάσεις. Το 1992 επισκευάστηκε στα πλαίσια της κατασκευής της 25Ης επαρχιακής οδού Παλαιοσελλίου-Βρυσοχωρίου και το 2004 κατασκεύαστηκε νέα σύγχρονη γέφυρα υψηλών προδιαγραφών.
         






Ιστορία και φύση, λοιπόν, ενώνονται στον Αώο ποταμό για να οδηγήσουν τον ανθρώπινο νου στην έκσταση του μεγαλείου του χαρισματικού αυτού τόπου.    Πηγαίνοντας για το Σμόλικα, με αφετηρία το Παλαιοσέλλι, στο μέσον της διαδρομής και σε ύψος 1600 μέτρων, μέσα από σκιερά δρομάκια και πλαγιές, ξεχωριστή νότα ανάπαυσης χαρίζει στους ορειβάτες το  ξύλινο ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ του συλλόγου μας.  Είναι κτισμένο σε μια μαγευτική τοποθεσία, πλούσια σε φυτική βλάστηση, όπου κυριαρχούν η λευκόδερμος και η μαύρη πεύκη (Pinus leucodermis, Pinus nigra), καθώς και πηγαία τρεχούμενα νερά. Επισκέπτες όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από όλη την Ευρώπη συχνά απολαμβάνουν τη μαγεία αυτού του τόπου.  Το  καταφύγιο ( 1984 - 1985 ) είναι δημιούργημα του Εκπολιτιστικού -Ορειβατικού- Αθλητικού και Εξωραϊστικού Συλλόγου Παλαιοσελλίου «Η Αγία Παρασκευή».         
Σε πολύ μικρή απόσταση από αυτό έχει κατασκευαστεί νέο πέτρινο καταφύγιο σε υψόμετρο 1800 μέτρων με δυνατότητα διανυκτέρευσης 30 ατόμων.
         
Συνεχίζοντας τη διαδρομή, σε απόσταση 500 μέτρων, πιο χαμηλά από την κορυφή του Σμόλικα, σε ένα οροπέδιο της ΒΔ πλευράς, βρίσκεται η ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ, απαράμιλλη για την ομορφιά της και γνωστή από τους μυθικούς χρόνους. Είναι η μία από τις τρεις Δρακολίμνες της οροσειράς της Πίνδου. Έχει μήκος 120 μέτρα, πλάτος 80 και δημιουργεί την εντύπωση ότι προσεγγίζει το σχήμα καρδιάς. Μέσα στη λίμνη διαβιούν αμφίβια που ονομάζονται Τρίτονες ( Triturus sp ) και το μήκος τους φθάνει έως 20εκ.
         
Σύμφωνα με δοξασίες, οι Δρακολίμνες πήραν το όνομά τους από δράκους που ζούσαν εκεί. Μάλιστα λέγεται ότι ο δράκος της παραπάνω λίμνης, που βρίσκεται στο Σμόλικα, έριχνε πελώριους κορμούς δένδρων στο δράκο της Δρακολίμνης του απέναντι όρους Τύμφη (Γκαμήλα), ενώ ο δεύτερος έριχνε στον πρώτο τεράστιους λίθους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στους πυθμένες των δύο Δρακολιμνών βρέθηκαν αντίστοιχα, στης μιας κορμοί δένδρων, ενώ πέριξ το έδαφος είναι πετρώδες, και στον πυθμένα της άλλης ογκόλιθοι, ενώ περιβάλλεται από δασώδες ομαλό έδαφος. Αυτή η πλούσια μυθολογία στο σημείο αυτό αγκαλιάζει και τα φυσικά όρια του Παλαιοσελλίου.         
Τέλος, σε όλη την περιοχή, από τον Αώο ποταμό ως την κορυφή του Σμόλικα και την απέναντί της, της Τύμφης ( Γκαμήλα ), συναντά κανείς ζωτικά στοιχεία φυσικού πλούτου με μοναδικότητα στον εθνικό και ευρωπαϊκό χώρο.

Η καταστροφή του 1943 από τους Γερμανούς υπήρξε ολοκληρωτική για το Παλαιοσέλλι. Και το σπουδαιότερο, η πυρκαϊά κατέστρεψε τα ωραία κτίσματα με την παραδοσιακή τους εμφάνιση και τον εσωτερικό τους πλούτο. Γιατί και μετά την Τουρκοκρατία οι κυβερνήσεις επέτρεψαν τη διατήρηση μέσα στα σπίτια οπλισμού
(Καρυοφύλλια, σπαθιά κτλ.). Ανυπολογίστου αξίας θα ήταν το υλικό που είχε συγκεντρωθεί στο σχολείο, του οποίου μια αίθουσα είχε μετατραπεί σε μουσείο, αν δεν το έκαιγαν οι Γερμανοί.
 Ωστόσο, τα ελάχιστα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά στοιχεία, σαν δείγμα της χαμένης παλαιοσελλίτικης ομορφιάς, μαρτυρούν την αρχοντιά του χωριού.  Ήταν επιβλητικά, πλούσια, μονώροφα, διώροφα ή τριώροφα. Χαρακτηριστικά των σπιτιών αυτών ήταν η πέτρινη τοιχοποιία και η μαύρη πλάκα στη στέγη. Τα παράθυρα ήταν μικρά και είχαν σιδεριές ή ξύλινα διαφράγματα από το φόβο των ληστών και των Τούρκων. Τα μεγαλύτερα είχαν 60-70 πόντους πλάτος και 1 μέτρο ύψος. Σε πολλά σπίτια στο δεύτερο ή τρίτο όροφο υπήρχαν τα λεγόμενα «σαχνισιά».         
 Όλα τα σπίτια είχαν την απαιτούμενη αυλή, η οποία, σαν προέκταση του σπιτιού, περιστοιχιζόταν από πέτρινο μαντρότοιχο και αυλόπορτα. Δυστυχώς, επί των ημερών μας, πολλά από τα λοθόστρωτα καλντερίμια  έχουν καλυφθεί με τσιμέντο, που σημαίνει αλλοίωση της παραδοσιακής εντύπωσης.







Καλαίσθητο δημιούργημα ευαισθησίας ατόμων που με το διάβα τους σημάδεψαν τον τόπο ήταν και η δημιουργία της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ από τον αείμνηστο Στέργιο Τροχόπουλο, στη θέση Κεάτρα Ρόσια. Από φωτογραφία της εποχής εκείνης συμπεραίνουμε ότι ένας ογκωδέστατος βράχος, αφού ισοπεδώθηκε στην κορυφή του, περιστοιχίστηκε στη συνέχεια με τοιχοποιία και κάγκελα και έτσι δημιουργήθηκε η Ακρόπολη. Στην είσοδο υπήρχε επιγραφή και σημαία. Από τη θέση αυτή απολάμβανε κανείς ένα μοναδικής ομορφιάς περιβάλλον, μια ολοκληρωμένη φυσική σύνθεση του Παλαιοσελλίου, της Τύμφης, του Αώου και των παρυφών του Σμόλικα.      
Το έργο αυτό δυστυχώς δεν κράτησε ούτε έξι χρόνια. Σιγά-σιγά βάλθηκαν άνθρωποι και το κατέστρεψαν.
         
Στο χωριό επίσης άξιο λόγου ήταν ένα αλάνθαστο μέτρο ζυγίσεως, ένα ογκομετρικό μέσο της εποχής εκείνης, ο ΣΤΑΤΗΡΑΣ.Ήταν μία λίθινη κατασκευή, μια μεγάλη πέτρα σκαλιστή, σαν κολυμπήθρα, με μια θυρίδα από κάτω. Έρχονταν τα καραβάνια με σιτάρια και, για να μην αδικήσουν κανέναν, άδειαζαν το σιτάρι σ' αυτήν την πέτρα. Αφού γέμιζε, τραβούσαν τη θυρίδα και έπαιρνε ο κόσμος την ανάλογη ποσότητα. Το βάρος της ήταν 44 οκάδες. Δυστυχώς, κανείς δεν ξέρει τί έγινε η πέτρα μετά το 1950. Πολλοί λένε ότι μεταφέρθηκε στην εκκλησία. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα παιδιά έμπαιναν μέσα και έπαιζαν.
         
Το Παλαιοσέλλι φημιζότανε για τους ΝΕΡΟΜΥΛΟΥΣ, που κάλυπταν όχι μόνο τις ανάγκες του χωριού αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Αυτοί ήταν: της Εκκλησίας, του Σιμούλη, του Δημάκη, του Καπέτη, του Βλαχιώτου και άλλοι δύο υπήρχαν στη θέση Παλαιομοάρα και στην Κεάτρα Ρόσια.      

Στις μέρες σώζεται και είναι σε χρήση μόνο ο νερόμυλος του Καπέτη. Από την κατασκευή του έχουν περάσει 180 χρόνια. Ένας από τους κληρονόμους, ο Νικόλαος Καπέτης, το 1945 τον ανακαίνησε, αφήνοντας ανέπαφο μόνο το τμήμα κάτω από την καρούτα. ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ υπήρχαν στη θέση του Αγίου Νικάνορα, του Καπάιου και του Στέκα.
 Παρόλες τις καταστροφές που υπέστη το χωριό, άξια λόγου σήμερα είναι η σχετικά αραιή δόμηση των σπιτιών. Διακρίνονται για τη μεταξύ τους απλοχωριά, έτσι ώστε κανένα δε στέκεται εμπόδιο στο άλλο, στην απόλαυση του απέραντου ορίζοντα καιι του μεγαλείου της Τύμφης.









Ξεχωριστές βραδιές χαρίζει το τριήμερο πανηγύρι της Παναγίας κάθε Δεκαπενταύγουστο σε ντόπιους και ξένους επισκέπτες, στο οποίο ξεχωριστή και αυθεντική νότα δίνουν οι γυναικείες παλαιοσελλίτικες φορεσιές, που αντιπροσωπεύουν την παράδοση του χωριού, η διατήρηση των οποίων καθίσταται πλέον επιτακτική.
Η επίσημη παλαιοσελλίτικη στολή είναι ιδιαίτερα κομψή. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ερευνητές-μελετητές του είδους αγνοούν παντελώς την ύπαρξή της, εφόσον καμία μέχρι σήμερα μελέτη δεν τις έχει περιλάβει. Ωστόσο, το Υπουργείο Πολιτισμού το 1992 ενέκρινε πίστωση ύψους 1.000.000 δρχ για την δημιουργία νέων παλαιοσελλίτικων στολών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η γυναικεία φορεσιά διακρινόταν σε δύο τύπους, σε παλαιότερο και νεότερο, που διέφεραν μεταξύ τους ως προς την ποδιά και το δέσιμό της.
Η ανδρική διακρινόταν σε επίσημη και εργατική. Χαρακτηριστικό της επίσημης ανδρικής ήταν, εκτός των άλλων, η άσπρη φουστανέλλα, ενώ για εργατική φορούσαν τη μαύρη.
Η νυφιάτικη και γαμπριάτικη στολή είχε και αυτή τις παραλλαγές της. Η κόμμωση, καθώς και η υπόδηση, είχαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Το μονό, διπλό ή πολλαπλό περιλαίμιο, φτιαγμένο από φλουριά χρυσά ή ψεύτικα, χαρακτήριζε τον πλούτο της οικογένειας από την οποία καταγόταν η νύφη

Η τοποθεσία ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ είναι η πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκεία και την ιστορία του Παλαιοσελλίου.
Γιατί παράδοση, που έγινε θρησκευτικός θεματοφύλακας των κατοίκων του Παλαιοσελλίου, μαρτυρά ότι εικόνα της  Αγίας Παρασκευής του χωριού, που είχε παραληφθεί από τους Κερασοβίτες, επειδή είχαν ομώνυμο ναό, δυσαρεστημένη, έφυγε από το χωριό τους και επαναπατρίστηκε στο Παλαιοσέλλι, όπου και εγκαταστάθηκε επάνω σε μία κρανιά, πίσω από τη σημερινή εκκλησία.
Επανειλημμένες προσπάθειες των Κερασοβιτών να την επαναφέρουν στο χωριό τους απέβαιναν άκαρπες, διότι η εικόνα επέστρεφε στη γενέτειρά της. Στην τελευταία τους προσπάθεια και κατά τη διάρκεια φιλονικίας μεταξύ Παλαιοσελλιτών και Κερασοβιτών, επειδή ταυτόχρονα το βάρος της εικόνας καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά της, η εικόνα βλήθηκε από Τούρκο, που είχε οριστεί να ακολουθεί τη συνοδεία. Το όπλο όμως εξερράγη και τον εφόνευσε, ενώ η Αγία εικόνα έμεινε ανέπαφη.    Το γεγονός αυτό μαρτυρά και την επωνυμία της τοποθεσίας «Βρύση του Τούρκου».  Ευθύς αμέσως οι Παλαιοσελλίτες παρέλαβαν την εικόνα, που είναι από ασήμι και χρονολογείται μεταξύ των ετών 1000-1100, και την εγκατέστησαν οριστικά στο Παλαιοσέλλι. Εκεί, κτίστηκε το 1864 στη μνήμη της Αγίας Παρασκευής ο σημερινός ομώνυμος ναός.









Αγία Παρασκευή.
Κοντά στη θέση που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής προϋπήρξαν άλλες δύο, του Αγίου Νικολάου και αργότερα της Παναγίας. Προς τιμήν της Παναγίας είχε καθιερωθεί και το τριήμερο πανηγύρι το Δεκαπεντάυγουστο, που γίνεται και στις μέρες μας. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής προϋπήρχε ένα εκκλησάκι της Παναγίας.
Αρχικά είχε αποφασιστεί να κτιστεί εκεί εκ νέου ο ναός της Παναγίας και για το σκοπό αυτό είχε συγκροτηθεί ερανική επιτροπή. Όμως, αντί γι' αυτόν, τελικά αποφασίστηκε η ανέργεση του ναού της Αγίας Παρασκευής, ενώ στη μνήμη της παλαιάς εκκλησίας της Παναγίας κτίστηκε ένα εικονοστάσι πάνω από την τοποθεσία «Σουρπάσα».
 Η Αγία Παρασκευή είναι Βασιλικού ρυθμού και ιδρύθηκε από τον Ιερομόναχο Ιωακείμ, που το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωακείμ Παπαχατζής. Για να συγκεντρώσει χρήματα για την ανέργεση της εκκλησίας έφτασε ως την Οδησσό της Ρωσίας , τη Ρουμανία , τα Ιεροσόλυμα, την Κωνσταντινούπολη και αλλού. Προς τιμήν του, μπαίνοντας στην εκκλησία, στο αριστερό μέρος της βορινής πλευράς του κυρίως ναού υπάρχει τοιχογραφία, όπου εικονίζονται: στη μέση  ο Ιερομόναχος Ιωακείμ, στα αριστερά του ο όσιος Ιωανείκιος και δεξιά η Αγία Παρασκευή. Η τοιχογραφία παριστάνει τον Ιερομόναχο να απλώνει το χέρι και να ζητάει βοήθεια. Σημαντικό όμως ήταν και το έμπρακτο ενδιαφέρον των κατοίκων του χωριού για την ίδρυσή της, γιατί, εκτός από τη χρηματική ενίσχυσή τους εξασφάλιζαν και την καθημερινή τροφή των μαστόρων.
Οι δημιουργοί του τέμπλου της εκκλησίας παραμένουν άγνωστοι. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το επιμελήθηκαν Βούλγαροι, ενώ άλλοι αποδίδουν το κομψοτέχνημα αυτό σε καλλιτέχνες Χιονιαδίτες. Πάνω από την Ωραία Πύλη διακρίνεται ο Σταυρός και ο Μυστικός Δείπνος. Όλα τα γλυπτά είναι παραστάσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Προπολεμικά ο Επίσκοπος της Μητροπόλεως Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος, που λειτουργούσε στο χωριό σε διάφορες περιστάσεις, προσπάθησε να πείσει τους Παλαιοσελλίτες να μεταφέρουν το Τέμπλο της αντί δύο χιλιάδων πεντακοσίων χρυσών λιρών στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Το χωριό δε δέχτηκε αυτήν την ανταλλαγή.
Άξια θαυμασμού είναι και η πλάκα της Αγίας Τράπεζας. Είναι τόσο μεγάλη που χρειάστηκαν τριάντα πέντε εναλλασόμενα άτομα να τη μεταφέρουν από τον Αώο ποταμό. Τη μετέφεραν συνοδεία μουσικών οργάνων.
Άξιο λόγου είναι το γεγονός ότι το έτος 1901, το κουβούκλιο της εκκλησίας, μπρος στα έντρομα μάτια πέντε ιερέων  (συλλειτουργούσαν τότε στο χωριό), που μόλις είχαν αποχωρήσει από αυτό και κάθονταν απέναντι, απότομα σωριάστηκε. Μετά από δύο χρόνια το κουβούκλιο επισκευάστηκε εκ νέου ενισχυμένο. Οι κολόνες είναι φτιαγμένες από τρεις ατόφιες πέτρες η κάθε μία. Στη δεξιά κολόνα, στη μεσαία πέτρα, υπήρχε μια ανάγλυφη επιγραφή σκαλιστή με την ημερομηνία της ανακατασκευής. Οι έξι τοιχογραφίες στη δεξιά αψίδα είχαν καταστραφεί και αυτές, αλλά τη δεκαετία του 60 τις φιλοτέχνησε εκ νέου ο αγιογράφος του χωριού Λάζαρος Μουστάκας.
Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής έχει χαρακτηριστεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία διατηρητέο μνημείο (υπ. Αριθμ. 3224738-23-89 ΥΠΠΟ). Στα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της έγινε λιτανεία στο χωριό.
Εξαιρετικό έργο τέχνης θεωρείται και το επιβλητικό ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟ του ναού. Η κατασκευή του άρχισε το έτος 1909 και τελείωσε το 1912. Την πέτρα με την οποία κτίστηκε τη μετέφεραν γυναίκες Παλαιοσελλίτες φορτωμένες από τον Άγιο Αθανάσιο του Ελευθέρου. Στη Μητρόπολη Κονίτσης υπάρχουν αρχεία όπου οι Ελευθεριώτες διαμαρτύρονταν για την πέτρα.          
Από την αρχική μορφή του κωδωνοστασίου έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί τόσο το εξωτερικό του όσο και το εσωτερικό.  Καλλιτέχνες και ειδικοί τεχνικοί το έχουν χαρακτηριστεί ως πρότυπο.
 Δεξιά της εκκλησίας υπάρχει το Εικονοστάσι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που στο διάβα του (1776 ή 1777) δίδαξε και κατήχησε τον κόσμο.

 Αλλές εκκλησίες και μοναστήρια.
Εκτός του ναού της Αγίας Παρασκευής, υπάρχει μέσα στον οικισμό και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί παλαιότερα υπήρχε το οστεοφυλάκιο του χωριού, του οποίου την οροφή κάλυπταν σταλακτίτες μήκους τριάντα έως σαράντα πόντων, ενώ σταλαγμίτες  δεν υπήρχαν. Τις αγιογραφίες του ναού αυτού έχει επιμεληθεί εξ ολοκλήρου ο αείμνηστος  Λάζαρος Μουστάκας.
Όριο του οικισμού του Παλαιοσελλίου θεωρείται σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Άλλα πέντε εξωκλήσια περιβάλλουν σε διαφορετικές μαγευτικές τοποθεσίες το πανέμορφο χωριό. Το κάθε εκκλησάκι, φορέας της παράδοσης του χωριού, έχει τη δική του ιστορία.
Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία κτίστηκε το 700. Είχε τοιχογραφίες αλλά, όταν ανακαινίστηκε, δεν πάρθηκαν μέτρα για τη συντήρησή τους και τελικά αυτές καλύφτηκαν κατά τις εργασίες της ανακαίνισης. Μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαιολογική Υπηρεσία δημιουργεί η ύπαρξη τάφων.
Τα υπόλοιπα εξωκλήσια είναι : ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Γεώργιος και η Μεταμόρφωση του Σωτήρα. 
Όλα βρίσκονται σε μαγευτικές τοποθεσίες και δημιουργούν μοναδικές εμπειρίες στον επισκέπτη προσκυνητή. Το εκκλησάκι της Γέννησης του Ιωάννου του Προδρόμου κοντά στον Άγιο Δημήτριο σήμερα δε σώζεται.
Στα σύνορα μεταξύ Ελευθέρου και Παλαιοσελλίου, στη θέση «Παληομονάστηρο», υπήρχε ένα μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στη δικαιοδοσία του δευτέρου. Παράδοση μαρτυρά ότι εκεί ήταν θαμμένα τρία βαρέλια : το ένα με χρυσαφικά, που συμβολίζει ότι το μοναστήρι ήταν πλούσιο, το δεύτερο με μπαρούτι, ότι χρησίμευε και ως αποθήκη πολεμικού υλικού, και το τρίτο με φίδια, ότι ήταν έδρα συγκεντρώσεως επαναστατών κατά του Τούρκου κατακτητή. Το μοναστήρι αυτό, δυστυχώς, κατ'επανάληψη λεηλατήθηκε και τελικά καταστράφηκε.
Στο κέντρο του χωριού υπήρχε εκκλησιαστικό ακίνητο (μετόχι), που στη συνέχεια περιήλθε στη διακιοδοσία της κεντρικής εκκλησίας, όπου σήμερα στεγάζεται καφενείο, υποτυπώδης ενοριακή βιβλιοθήκη, αποθήκη κτλ.
Ακόμη, στην περιφέρεια Παλαιοσελλίου υπάρχουν σήμερα 32 εικονοστάσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου